Γουλιέλμος Β΄ Κρίσπος
Γουλιέλμος Β΄ | |
---|---|
Οικόσημο των Κρίσπι | |
Περίοδος | 1453 - 1463 |
Προκάτοχος | Ιωάννης Ιάκωβος Κρίσπος |
Διάδοχος | Φραγκίσκος Β΄ Κρίσπος |
Γέννηση | 1390 |
Θάνατος | 1463 |
Σύζυγος | Ελιζαβέτα ντα Πέζαρο |
Επίγονοι | Φιορέντζα (νόθος) Τζιάκομο (νόθη) Τζιοβάνα |
Οίκος | Οίκος των Κρίσπι |
Πατέρας | Φραγκίσκος Α΄ Κρίσπος |
Μητέρα | Φιορέντζα Σανούδο της Μήλου |
Θρησκεία | Καθολικός Χριστιανός |
δεδομένα ( ) |
Ο Γουλιέλμος Β΄ Κρίσπος, (Ιταλικά ː Guglielmo II Crispo, 1390 - 1463), μέλος του Οίκου των Κρίσπι ήταν αυθέντης της Ανάφης και Δούκας του Αρχιπελάγους (1453 - 1463).
Επίτροπος για 1η φορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήταν ο τριτότοκος από πέντε γιους του Φραγκίσκου Α΄ Κρίσπου και της Φιορέντσας Α΄ Σανούδου, κυρίας της Μήλου τελευταίας γόνου του Οίκου των Σανούδων. Όταν απεβίωσε ο πατέρας του Φραγκίσκος Α΄ Κρίσπος έγινε δούκας ο πρωτότοκος Ιάκωβος Α΄ Κρίσπος, οι υπόλοιποι τέσσερις γιοι έλαβαν από ένα νησί για πρόσοδο: ο Γουλιέλμος έγινε αυθέντης της Ανάφης. Έπειτα έγινε δούκας ο δευτερότοκος Ιωάννης Β΄ Κρίσπος, που έδωσε ακόμη μια κτήση στους μικρότερους αδελφούς του Γουλιέλμο, Νικολό και Μάρκο για να μην διεκδικήσουν την εξουσία. Όταν απεβίωσε ο Ιωάννης Β΄ οι τρεις μικρότεροι αδελφοί του έγιναν επίτροποι του ανήλικου γιου του Ιακώβου Β΄. Τότε απεβίωσε ο Πιέτρο Τζένο αυθέντης -ως σύζυγος της Πετρονίλλας Κρίσπου- της Άνδρου, αφήνοντας μια κόρη 13ετή. Επειδή ήταν γνωστά τα σχέδια της Βενετίας για προσεταιρισμό της κόρης του, ώστε να περιέλθει η Άνδρος στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία, οι τρεις αδελφοί περιόρισαν τη μητέρα της στον πύργο της στην Άνδρο και της απέσπασαν έγγραφο ότι θα πάντρευε την κόρη της με τον δούκα ανιψιό τους (κάτι που δεν έγινε τελικά). Η Βενετία έστειλε γαλέρα και κατέλαβε την Άνδρο, διεκδικώντας την. Το 1440 στο δικαστήριο οι απαιτητές εξέθεσαν τις απόψεις τους και αποφασίσθηκε η Άνδρος να δοθεί στον Κρουσίνο Α΄ Σομμαρίπα γιο της Μαρίας Σανούδου, από την κυριότητα της οποίας αποσπάσθηκε αυθαίρετα πριν από 50 χρόνια.
Επίτροπος για 2η φορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο Ιάκωβος Β΄ απεβίωσε, η γυναίκα του, έπειτα από έξι εβδομάδες, γέννησε τον Ιωάννη Ιάκωβο και για την άσκηση εξουσίας ανέλαβαν επίτροποι ο Γουλιέλμος και ο Νικολό. Όταν απεβίωσε ο Νικολό, τον διαδέχθηκε ο γιος του Φραγκίσκος[1]. Έπειτα από έξι έτη απεβίωσε ο Ιωάννης Ιάκωβος. Θα έπρεπε να τον διαδεχθεί η θεία του Αντριάνα, αλλά είχε καθιερωθεί στο δουκάτο να γίνονται μόνο άρρενες δούκες, έτσι ο Γουλιέλμος ήταν ο πλησιέστερος άρρην συγγενής. Η Βενετία αντέδρασε υποστηρίζοντας τον Ντομένικο Σομμαρίπα, σύζυγο της Αντριάνας και εγγονό της Μαρίας Σανούδο. Ο Γουλιέλμος, παρά την ηλικία του, ήταν φιλόδοξος: δήλωσε ότι ήταν πεπειραμένος και έτοιμος να προσφέρει τις ναυτικές του υπηρεσίες στη Γαληνότατη Δημοκρατία και έτσι η Βενετία πείσθηκε. Ήθελε γρήγορα έναν δούκα στη Νάξο, διότι η Κωνσταντινούπολη είχε καταληφθεί από τους Οθωμανούς και στίφη Τούρκων έκαναν πειρατεία, τρομάζοντας τους νησιώτες. Με τον έτερο επίτροπο, τον ανιψιό του Φραντζέσκο, συμφώνησε να γίνει πρώτα ο Γουλιέλμος δούκας και όταν αποβιώσει να τον διαδεχθεί ο Φραντζέσκο. Η Φραντσέσκα Μοροζίνι, χήρα του αδελφού του Ιωάννη Β΄ που θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία, είχε επιστρέψει πίσω στη Βενετία. Έτσι ανακηρύχθηκε δούκας της Νάξου.
Δούκας της Νάξου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1457 έγινε έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Ο Γουλιέλμος έβλεπε την επέκταση του Μωάμεθ Β΄: πληροφορήθηκε το 1458 την παράδοση της Ακρόπολης της ΑΘήνας από τον Φραγκίσκο Β΄ Ατσαγιόλι, δούκα των Αθηνών· το 1460 την παράδοση του δεσποτάτου του Μυστρά από το Δημήτριο Παλαιολόγο, ενώ ο αδελφός του Θωμάς έφυγε στην Ιταλία, απώλεια που έκανε δυσχερέστερη την επικοινωνία με τη Βενετία. Το 1461 ο Δαβίδ Μεγαλοκομνηνός παραδίδει την Τραπεζούντα και το 1462 ο ηγεμόνας της Λέσβου Νικολό Γκαττιλούζιο παραδίδει το κάστρο της Μυτιλήνης. Το τραγικό τέλος του τελευταίου τάραξε τον Γουλιέλμο, διότι ο Νικολό ήταν αδελφός της Τζινέβρας, συζύγου του Ιακώβου Β΄. Πιο πριν το 1456 ο εξάδελφος του Νικολό, ο Ντορίνο Γκαττιλούζιο, ηγεμόνας της Αίνου, είχε εγκατασταθεί μετά την έξωσή του από εκεί στη Νάξο και είχε νυμφευτεί την Ελιζαβέτα, κόρη του Ιακώβου Β΄.
Οι κάτοικοι της Σκύρου, της Σκιάθου και της Σκοπέλου πρόσφεραν τα νησιά στη Βενετία. Ο Γουλιέλμος είχε μόνο 2.00 ιππείς απέναντι στις ορδές των Οθωμανών. Η Βενετία περιέλαβε το δουκάτο στη συνθήκη της με τον Μωάμεθ Β΄, απαλλάσοντάς τους κατοίκους από φόρο και κάθε υπηρεσία· τους παραχώρησε την ιδιότητα του Βενετού πολίτη. Ο ελλιμενισμός πειρατών σε λιμάνια της Νάξου, της Πάρου και της Ρήνιας εξόργισε τον Μωάμεθ Β', που έστειλε τον Γιανή μπέη με μεγάλο τουρκικό στόλο να επιτεθεί. Ο σουλτάνος δέχτηκε να τον αναγνωρίσει σαν δούκα με την προϋπόθεση να βγάλει την σημαία της Βενετίας από το δουκάτο του και να τον αναγνωρίσει σαν ανώτατο κυρίαρχο.[2] Ο Γουλιέλμος εξευμένισε τον σουλτάνο με την πληρωμή ποσού.
Το 1463 είχα πάει για θερμά λουτρά στη Μήλο· εκεί απεβίωσε και σύμφωνα με τη συμφωνία με τον ανιψιό του, τον διαδέχθηκε εκείνος ως Φραγκίσκος Β΄. Σύμφωνα με αυτή, την Ανάφη κληρονομούσε η κόρη του Φιορέντσα, ενώ ο νόθος γιος του Ιάκωβος τα κτήματά του στη Νάξο.
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με τη σύζυγό του Ελιζαβέτα ντα Πέζαρο είχε παιδιά:
- Φιορέντσα, απεβ. 1528, κυρία της Ανάφης, σύζυγο του Λουίτζι Μπάρμπαρο
- (νόθος) Ιάκωβος, ανέλαβε τα πατρικά κτήματα στη Νάξο
- (νόθη) Ιωάννα, σύζυγος του Αντόνιο ντα Κορόνια (Corogna).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ την εκλογή του αποφάσισαν η Φραντσέσκα Μοροζίνι, ο αρχιεπίσκοπος και οι πολίτες της Νάξου. Έπειτα παρακάλεσαν τη Βενετία να επικυρώσει τη εκλογή του Νικολό. Είναι ενδιαφέρουσα η συμμετοχή των πολιτών στην εκλογή και ο βαθμός εξάρτησης του δουκάτου από τη Βενετία.
- ↑ Franz Babinger, Mehmed the Conqueror and His Time, edited by William C. Hickman and translated by Ralph Manheim (Princeton: University Press, 1978), p. 129
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- W. Miller Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204-1566 , Γ' έκδοση 1997
- Κωνσταντίνου Σάθα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, Παρίσι 1880
- Franz Babinger, Mehmed the Conqueror and His Time, edited by William C. Hickman and translated by Ralph Manheim (Princeton: University Press, 1978)