Γλαύκη (μυθολογία)
Εμφάνιση
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Γλαύκη αναφέρονται τα ακόλουθα 8 πρόσωπα:
- Θαλάσσια θεότητα που ταυτίζεται μερικώς με τον θεό-δαίμονα Γλαύκο. Εικονίζεται σε ερυθρόμορφο κρατήρα και σε κάλυμμα πυξίδας στο Βρετανικό Μουσείο.
- Γυναικεία μορφή που, σύμφωνα με αθηναϊκή παράδοση, ήταν Αμαζόνα, σύζυγος του Θησέα και μητέρα του Ιππολύτου. Πρόκειται δηλαδή για το πρόσωπο που είναι γνωστό και ως Ιππολύτη, Μελανίππη ή Αντιόπη.
- Κόρη του Κυχρέα, βασιλιά της Σαλαμίνας, μητέρα του Τελαμώνα από τον Ακταίο.
- Κόρη του Κύκνου η οποία γέννησε τον Αιαντίδη από τον Αίαντα.
- Κόρη του Δαναού και της Ατλαντείης (ή της Φοίβης). Παντρεύτηκε τον Άλκη ή Άλκι και τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου, όπως και οι άλλες 48 Δαναΐδες.
- Μητέρα της «τρίτης Αρτέμιδας», της επονομαζομένης `Ωπιδος.
- Μία από τις Μελίες Νύμφες, που γεννήθηκαν από τις σταγόνες του αίματος του θεού Ουρανού.
- Κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Κορίνθου, όταν ζήτησαν καταφύγιο εκεί ο Ιάσονας και η Μήδεια (βλ.λ.). Με την πάροδο του χρόνου ο Ιάσονας άρχισε να βαριέται τη Μήδεια και άρχισε να βλέπει την όμορφη και πολύ νεότερη Γλαύκη (γνωστή και ως Κρέουσα). Τελικώς τη μνηστεύθηκε. Η Μήδεια τότε προσπάθησε να πείσει τον Ιάσονα να της μείνει πιστός, θυμίζοντάς του τους όρκους πίστεως που της είχε δώσει και επικαλούμενη ως μάρτυρες τους ίδιους τους θεούς. Αυτά όμως αποδείχθηκαν μάταια, οπότε η Μήδεια εκδηλώθηκε ξανά ως μάγισσα: Απέστειλε ως γαμήλιο δώρο στη Γλαύκη ένα νυφικό χιτώνα ή πέπλο, που μόλις τον φόρεσε πήρε φωτιά και την έκαψε ζωντανή. Το ίδιο έπαθε και ο πατέρας της, ο Κρέων, προσπαθώντας να τη βοηθήσει. Σύμφωνα με μεταγενέστερους μύθους, από τη Γλαύκη πήρε την ονομασία της η πηγή Γλαύκη στην Κόρινθο.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ο αστεροειδής 288 Γλαύκη (288 Glauke), που ανακαλύφθηκε το 1890, πήρε το όνομά του από τη μυθική κόρη του Κρέοντα.
Πηγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969