Γκούσταφ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκούσταφ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Gustav Georg Friedrich Maria Krupp von Bohlen und Halbach (Γερμανικά)
Γέννηση7  Αυγούστου 1870[1][2][3]
Χάγη
Θάνατος16  Ιανουαρίου 1950[1][2][3]
Castle Blühnbach
Τόπος ταφήςΈσσεν
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[4]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητατραπεζίτης
διπλωμάτης
καινοτόμος επιχειρηματίας
νομικός
πολιτικός
fabricator
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα και Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςέγκλημα κατά της ανθρωπότητας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜπέρθα Κρουπ
ΤέκναΆλφριντ Κρουπ
Arnold von Bohlen und Halbach
Claus von Bohlen und Halbach
Irmgard Eilenstein
Berthold von Bohlen und Halbach
Harald von Bohlen und Halbach
Waldtraut von Bohlen und Halbach
Eckbert von Bohlen und Halbach
ΓονείςGustav Bohlen-Halbach[5] και Sophie Bohlen[5]
ΟικογένειαKrupp
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Κυρίων της Πρωσίας
ΒραβεύσειςΧρυσή καρφίτσα του Ναζιστικού Κόμματος
Harnack medal (1933)
Wehrwirtschaftsführer
Ασπίδα αετού της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (7  Αυγούστου 1940)
Goethe Medal for Art and Science (1932)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γκούσταφ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ (Gustav Krupp von Bohlen und Halbach) ήταν ο επικεφαλής του γερμανικού ομίλου βαριάς βιομηχανίας «Friedrich Krupp AG» από το 1909 μέχρι το 1941. Ήταν κατηγορούμενος στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά τελικά δεν δικάσθηκε λόγω υγείας.

Πρώιμα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κρουπ γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1870 στην Χάγη της Ολλανδίας. Ήταν γιος του διπλωμάτη Γκούσταφ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ, ο οποίος είχε ζήσει στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ πριν επιστρέψει στη Γερμανία, την οποία ανέμενε να καταστεί πρώτα ενιαίο κράτος. Ο γιος Γκούσταφ σπούδασε Νομικά και ξεκίνησε επίσης διπλωματική καριέρα, υπηρετώντας στις Πρεσβείες της Ουάσιγκτον, του Πεκίνου και της Πόλης του Βατικανού.

Εν τω μεταξύ ο μεγιστάνας της βιομηχανίας Φρίντριχ Κρουπ είχε αυτοκτονήσει το 1902, αφήνοντας ως μοναδική κληρονόμο την δεκαεξάχρονη κόρη του Μπέρτα (Bertha). Για τη Γερμανία της εποχής ήταν αδιανόητη η διοίκηση μιας τέτοιας εταιρείας από μια νεαρή γυναίκα και ο ίδιος ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ ανέλαβε να βρει σύντροφο για τη νεαρή Μπέρτα , ικανό να αναλάβει την αυτοκρατορία Κρουπ. Έτσι επιλέχθηκε ο Γκούσταφ, ο οποίος νυμφεύθηκε την Μπέρτα τον Οκτώβριο του 1906 και, το 1909 ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας. Παράλληλα, έλαβε από τον Γουλιέλμο την ειδική άδεια να προσθέσει το όνομα Κρουπ στο δικό του κι έτσι το πλήρες όνομά του άλλαξε σε Γκούσταφ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ.

Το 1910 η εταιρεία Κρουπ έγινε μέλος και κύριος χρηματοδότης του Πανγερμανικής Ένωσης, ο οποίος είχε ως στόχο την κινητοποίηση του λαού για την υποστήριξη του εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας και της αριθμητικής αύξησης των Ενόπλων Δυνάμεών της. Όταν ξεκίνησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Όμιλος Κρουπ κατείχε σχεδόν το μονοπώλιο κατασκευής βαρέων όπλων για λογαριασμό της Γερμανίας και των συμμάχων της. Ένα από τα γνωστότερα δημιουργήματά της ήταν το οβιδοβόλο «Μεγάλη Μπέρτα», 94 τόνων, το οποίο ο Γκούσταφ ονόμασε έτσι προς τιμήν της συζύγου του. Το πλέον επικερδές, όμως, συμβόλαιο για την εταιρεία ήταν η κατασκευή των υποβρυχίων U-Boote, τα οποία κατασκεύαζε στα ναυπηγεία της εταιρείας στο Κίελο. Παράλληλα, όμως, η εταιρεία είχε εκχωρήσει στη Βρετανική εταιρεία Βίκερς (Vickers) την άδεια κατασκευής ενός πυροσωλήνα και αυτό της επέτρεπε να αποκομίζει κέρδη ακόμη και από τους αντιπάλους της χώρας. Μετά τον πόλεμο η εταιρεία δέχθηκε έντονες επικρίσεις και για τα δύο αυτά σημεία.

Εγκαταστάσεις του Ομίλου Κρουπ στα 1915

Στη Ναζιστική Γερμανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Όμιλος Κρουπ παρέμενε αρχικά αδιάφορος, τόσο στον αγώνα του Χίτλερ για την εξουσία όσο και απέναντι στη Ναζιστική ιδεολογία. Ωστόσο, όταν το 1933 οι Ναζί διέλυσαν τα εργατικά συνδικάτα αντικαθιστώντας τις με το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (Deutsche Arbeitsfront - DAF), ο όμιλος άρχισε να διάκειται θετικά απέναντι στους κυβερνώντες. Ο Γκούσταφ Κρουπ ενδιαφέρθηκε σοβαρά για το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα όταν διέγνωσε τη θέλησή του για επανεξοπλισμό της χώρας και την αριθμητική αύξηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Χρηματοδότησε το Κόμμα, ωστόσο ο ίδιος δεν έγινε μέλος του παρά μόνο το 1940, όταν ο Χίτλερ του απένειμε τη Χρυσή Κονκάρδα του Κόμματος.[6] Όταν ο Γκούσταφ Κρουπ ανέλαβε την Προεδρία του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων (Reichsverband der Deutschen Industrie), συναίνεσε στην απομάκρυνση από τις βιομηχανίες όλων των Εβραίων εργαζομένων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο όμιλος Κρουπ εκμεταλλεύθηκε, επίσης, την καταναγκαστική εργασία που επέβαλαν οι Ναζί στους Εβραίους - αυτός ήταν και ο βασικός λόγος της παραπομπής του στη Δίκη. Υπολογίζεται ότι «απασχολήθηκαν» περίπου 100.000 «εργαζόμενοι» στις διάφορες εγκαταστάσεις του Ομίλου. Κατηγορήθηκε, επίσης, ότι χρησιμοποίησε την προσωπική του επιρροή και τη θέση του για να διευκολύνει την άνοδο στην εξουσία των Ναζιστών καθώς και την παγίωσή της, την προώθηση των πολεμικών προετοιμασιών και την οικονομική και στρατιωτική συνωμοσία εξαπόλυσης, από τους Ναζί, επιθετικών πολέμων (κατηγορίες Α, Β και Δ στη Δίκη της Νυρεμβέργης) [7].

Ο Γκούσταβ παραιτήθηκε από την προεδρία του Ομίλου το 1943, επειδή ήδη από το 1939 είχε αρχίσει να υποφέρει από την καρδιά του. Το 1941 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο τον άφησε ημιπαράλυτο. Την κακή του υγεία ήρθε να επιδεινώσει ένα τροχαίο ατύχημα το 1944. Την Προεδρία του Ομίλου ανέλαβε ο γιος του Άλφριντ Κρουπ (Alfried Krupp).

Με την υγεία του σε τέτοια κατάσταση ήταν αδύνατο να παραστεί σε δίκη, καθώς το ατύχημα ακολούθησαν και καρδιακά επεισόδια. Στις 15 Νοεμβρίου 1945, πέντε μόλις ημέρες πριν από την έναρξη της Δίκης, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν θα μπορούσε να εκδικασθεί η υπόθεσή του, καθώς δεν το επέτρεπε η φυσική και πνευματική του υγεία. Οι κατηγορίες, ωστόσο, δεν αποσύρθηκαν και παραπέμφθηκε, όπως προβλεπόταν, να δικασθεί σε άλλη συνακόλουθη δίκη, εφόσον θα το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας του.

Στις 16 Ιανουαρίου 1950 ο Γκούσταφ Κρουπ απεβίωσε στο Μπλύνμπαχ (Blühnbach) χωρίς ποτέ να παραστεί σε δικαστήριο.

Πηγές, Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]