Βυζαντινοαβαρική συνθήκη του 598

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Βυζαντινοαβαρική συνθήκη του 598 ήταν συνθήκη ειρήνης που έγινε μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Χαγάτου των Αβάρων. Η συνθήκη υπογράφηκε στην Δριζίπαρα μεταξύ του πρέσβη του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, Αρμάτων, και του χαγάνου Βαϊανού.

Οι Άβαροι είχαν αρχίσει να λεηλατούν τα Βαλκάνια και τις εκεί Βυζαντινές επαρχίες κατακτώντας και λεηλατώντας πολλές πόλεις και οχυρά με τελευταίο την Δριζίπαρα, αλλά καθηλώθηκαν εκεί λόγω επιδημίας πανώλης.[1] Οι βυζαντινοί δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά και πρότειναν μία συνθήκη ενώ ταυτόχρονα ετοίμαζαν την Κωνσταντινούπολη για ενδεχόμενη πολιορκία.[1]

Η συνθήκη όριζε τον ετήσιο φόρο που κατέβαλαν οι βυζαντινοί σε 120.000 χρυσά νομίσματα, ενώ όριζε τον Δούναβη σύνορο των δύο εμπλεκόμενων πλευρών.[1] Επίσης όριζε ότι οι Βυζαντινοί επιτρεπόταν να παραβιάσουν το σύνορο μόνο σε περίπτωση που κατεδίωκαν Σλάβους που είχαν κάνει λεηλασίες σε βυζαντινά εδάφη.[1] Οι Άβαροι που κρατούσαν 12.000 αιχμάλωτους ζήτησαν λύτρα να τους απελευθερώσουν,[1] ο Μαυρίκιος αρνήθηκε να πληρώσει και οι Άβαροι τους εκτέλεσαν όλους[2]. Σε λίγους μήνες και όταν οι Άβαροι αποσύρθηκαν στα εδάφη τους ο Μαυρίκιος έσπασε τη συμμαχία και τους επιτέθηκε εκ νέου.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Καρδαράς, σελ. 71
  2. 2,0 2,1 Καρδαράς, σελ. 72

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]