Βιοκοινωνική εγκληματολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η βιοκοινωνική εγκληματολογία είναι μια νέα εγκληματολογική κατεύθυνση (όπως λ.χ. η φεμινιστική ή διαχειριστική εγκληματολογία), η οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει το έγκλημα και την αντικοινωνική συμπεριφορά θεωρώντας τα ως το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης τόσο βιολογικών όσο και περιβαλλοντικών παραγόντων. Το γεγονός της χαρτογράφησης του ανθρώπινου γονιδιώματος έδειξε πως οι επιστήμονες έχουν τη δυνατότητα πλέον να μελετούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα βιολογικά αίτια κάθε είδους ανθρώπινης συμπεριφοράς και επομένως και της εγκληματικής. Έτσι οι υποστηρικτές της Βιοκοινωνικής Εγκληματολογίας θεωρούν πως δεν είναι αμελητέοι στην εκδήλωσή της, παράγοντες που ανήκουν στους χώρους της γενετικής, των νευροεπιστημών και των εξελικτικών θεωριών.

Έτσι, κατά τη γνώμη τους, η Βιοκοινωνική Εγκληματολογία είναι ένας διεπιστημονικός κλάδος που επιχειρεί να ερμηνεύσει την εγκληματική συμπεριφορά εξετάζοντας παράλληλα και ισότιμα τόσο βιολογικούς όσο και περιβαλλοντικούς παράγοντες (Beaver K.M.: 2013). Σύμφωνα δε με τους Barnes & Boutwell (2015: 2) η Βιοκοινωνική Εγκληματολογία αποτελεί το χώρο σύγκλισης των απόψεων της εξελικτικής εγκληματολογίας, της βιο-φυσιολογικής εγκληματολογίας, της μοριακής γενετικής, της γενετικής της συμπεριφοράς και της νευρο-εγκληματολογίας. Η συμβολή των βιολογικών παραγόντων στην εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς είχε τονισθεί από τους πρώτους εγκληματολόγους, με πρωτοστατούντα τον Cesare Lombroso. Αυτοί υποστήριξαν αρχικά ότι ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά του ατόμου ήσαν ενδεικτικά της "εγκληματικής φύσης" του. Οι θεωρίες αυτές απορρίφθηκαν στη συνέχεια και από τους ίδιους γιατί θεώρησαν πως θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους και το κοινωνικό περιβάλλον του εγκληματία. Στη διαπίστωση αυτή στηρίχθηκαν οι μετέπειτα αναπτυχθείσες κοινωνιολογικές ερμηνείες της εγκληματικής συμπεριφοράς.

Σημειώνεται ότι η νεότερη συζήτηση για το θέμα της συμβολής των βιολογικών παραγόντων στην εκδήλωση της ανθρώπινης, γενικά, συμπεριφοράς ξεκίνησε από το 1970 με την έκδοση του βιβλίου του Εdward O. Wilson, Sociobiology. Ο συγγραφέας υποστήριξε την άποψη πως όλοι οι άνθρωποι είναι βιο-κοινωνικοί οργανισμοί των οποίων η συμπεριφορά επηρεάζεται τόσο από τα φυσικά χαρακτηριστικά τους όσο και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο διαβιούν. Μολονότι οι σύγχρονες βιο-κοινωνικές θεωρίες βασίζονται κατά ένα τμήμα τους στην κεντρική ιδέα που ενέπνευσε τις παλαιότερες όσον αφορά (και)την εγκληματική συμπεριφορά, δεν ταυτίζονται ωστόσο απόλυτα με αυτές. Οι σημερινοί οπαδοί της Βιοκοινωνικής Εγκληματολογίας πρεσβεύουν μεν ότι όλα τα άτομα έχουν από τη φύση τους τη δυνατότητα να είναι βίαια και αντικοινωνικά, αλλά ως εξαρτημένα άμεσα από το περιβάλλον τους, μπορούν να εκδηλώσουν τη συμπεριφορά αυτή μόνον όταν συναντήσουν τις συνθήκες που την ευνοούν δηλ. τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να εξηγηθεί κατά τους ίδιους το γιατί ένας μέχρι σήμερα νομοταγής πολίτης εμφανίζει ξαφνικά βίαιη και ποινικά επιλήψιμη συμπεριφορά, ενώ κάποιος άλλος που είχε συνεχείς δοσοληψίες με την ποινική δικαιοσύνη εμφανίζεται για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα να απέχει από κάθε εγκληματική δραστηριότητα. :

Κριτικές παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε γενικές γραμμές η Βιοκοινωνική Εγκληματολογία θέτει το πρόβλημα της ελεύθερης ή μη βούλησης των ατόμων. Το φιλοσοφικό ερώτημα που προκύπτει στην περίπτωση αυτή είναι το, εάν τα άτομα μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα για τις πράξεις τους ή αν οι αποφάσεις τους προκαθορίζονται από τη βιολογική τους υπόσταση. Οι αντιτιθέμενοι στις απόψεις της Βιοκοινωνικής Εγκληματολογίας υποστηρίζουν ότι η ελεύθερη βούληση η οποία αποτελεί το θεμέλιο λίθο του νομικού μας συστήματος θα υποβαθμισθεί σημαντικά, εάν θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα βιολογικών διεργασιών. Είναι γεγονός πως στην περίπτωση αυτή τίθενται νομικά αλλά και ζητήματα βιο-ηθικής.Η θέση που παίρνει η Βιοκοινωνική Εγκληματολογία στο ζήτημα αυτό είναι ότι ο γενετικός προκαθορισμός των ενεργειών του ατόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο αποκλειστικός παράγοντας που οδηγεί στην αντικοινωνική συμπεριφορά του, θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και οι συνθήκες που επικρατούσαν στο περιβάλλον του όταν αυτή εκδηλώθηκε. Και οι υποστηρικτές της συμπληρώνουν ότι δεν μπορεί να παραμερισθεί και ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζουν διάφοροι νευροφυσιολογικοί παράγοντες που διαπιστώνονται σε ένα άτομο. Αν αυτοί αγνοηθούν εντελώς, γεννάται το ερώτημα: “Γιατί άτομα που διαβιώνουν στο ίδιο περιβάλλον επιδεικνύουν συχνά διαφορετική συμπεριφορά;” Η προφανής απάντηση από τους θεωρητικούς της Βιοκοινωνικής Εγκληματολογίας τίθεται με δυο βασικά ερωτήματα: “Μήπως σε τέτοιες περιπτώσεις και ιδίως στα εγκλήματα βίας, η βιολογική ιδιοσυστασία των δραστών είναι εκείνη που κάνει τη διαφορά; “ “Γιατί να μην την λάβουμε κι αυτήν υπόψη μας, λοιπόν;”

Επιστημονική κίνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική επιστημονική κίνηση στο χώρο της Βιοκοινωνικής Εγκληματολογίας ιδίως στις ΗΠΑ. Όπως εύστοχα σημειώνει ο καθηγητής εγκληματολογίας του Florida State University των ΗΠΑ και βασικός υποστηρικτής των θέσεων της Βιοκοινωνικής Εγκληματολογίας, Kevin M. Beaver (Beaver et all. 2015:6) :"Ποτέ στην μέχρι τώρα ιστορία της εγκληματολογίας δεν έχουν πραγματοποιηθεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, τόσα πολλά ερευνητικά προγράμματα από μια ομάδα ακαδημαϊκών που υποστηρίζουν μια θεωρητική κατεύθυνση, όσο από τους βιο-κοινωνικούς εγκληματολόγους. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια, οι βιο-κοινωνικοί εγκληματολόγοι έχουν γράψει εκατοντάδες κεφάλαια βιβλίων, πολύ περισσότερα άρθρα σε περιοδικά καθώς και ένα σημαντικό αριθμό βιβλίων."

Στοιχειώδης βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Barnes J.C. & Boutwell B.B., (2015) Biosocial criminology: the emergence of a new and diverse perspective, Criminal Justice Studies, 28:1, p. 1 - 5.
  • Beaver K.M., (2013), Biosocial criminology: A primer (2nd ed.), Dubuque, IA: Kendall Hunt.
  • Beaver K.M., Nedelec J.L.,Cristian da Silva Costa & Vidal M.M. (2015), The future of biosocial criminology, Criminal Justice Studies, 28:1,p. 6 - 17.