Βικτόρ Βαλενσί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βικτόρ Βαλενσί
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση17  Ιουλίου 1883[1]
Τύνιδα[2]
Θάνατος7  Σεπτεμβρίου 1977[1]
Τύνιδα[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααρχιτέκτονας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΙππότης της Λεγεώνας της Τιμής
Η Μεγάλη Συναγωγή στην Τύνιδα

Ο Βικτόρ Βαλενσί (Victor Valensi) ήταν Γαλλο-τυνήσιος αρχιτέκτονας, ο οποίος γεννήθηκε το 1884 και πέθανε το 1977. Μεγάλωσε σε ένα προνομιούχο περιβάλλον, σε μια οικογένεια προκρίτων της Τύνιδας. Ο πατέρας του, Ρεϊμόν Βαλενσί (18 Οκτ. 1847 - 14 Σεπτεμβρίου 1942) ήταν κ ο ίδιος άνθρωπος των τεχνών και των κατασκευών, καθώς ήταν αρχιτέκτονας, διατέλεσε αντιπρόεδρος του δήμου της Τύνιδας (1883-1887) και Πρόεδρος της Πορτογαλικής εβραϊκής κοινότητας της Τύνιδας.

Ο Βικτόρ Βαλενσί σπούδασε αρχιτεκτονική στην Ecole des Beaux-Arts στο Παρίσι, όπου και αποφοίτησε ως αρχιτέκτονας το 1913. Το 1911 ως σπουδαστής ακόμα, έλαβε μέρος σε έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την αποκατάσταση της Μεγάλης Συναγωγής της Τύνιδας και η κριτική επιτροπή αποφάνθηκε ομόφωνα ότι ήταν ο κατάλληλος για να αναλάβει το έργο αυτό. Τη νίκη του χάρισε το γεγονός ότι κατάφερε να συνδυάσει τις ανατολικές μορφές κ δομές με σύγχρονα υλικά, όπως το μπετόν εκσυγχρονίζοντας έτσι τις ρίζες τους στη λαϊκή κουλτούρα. Το κτήριο αυτό αναμενόταν να είναι τόσο πρωτοποριακό για την εποχή, που σχεδιάστηκε (1911) σε βαθμό τέτοιο, ώστε όταν τελικά χτίσθηκε (1932-1937) αποδείχθηκε ότι συμβάδιζε πλήρως με το Αρ Ντεκό ύφος που επικρατούσε εκείνη τη περίοδο.

Μετέπειτα, και έχοντας πρώτα πολεμήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε αρχιτέκτονας της τυνησιακής κυβέρνησης και υπέβαλε ,το 1920 στο δήμο της Τύνιδας, μια πρόταση εξωραϊσμού και επέκτασης της πόλης. Στην πρόταση αυτή, πρότεινε μια συνολική αναδιοργάνωση της νέας πόλης, η οποία βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη διατηρώντας όμως τη παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Τα πρώτα χρόνια, της καριέρας του στρέφεται στην υπεράσπιση του σύγχρονου τοπικισμού κατανοώντας την αρχιτεκτονική της Μεσογείου, κάτι που οδηγεί επίσης, στην προώθηση της τοπικής βιοτεχνίας. Είναι, επιπλέον, ο αρχιτέκτονας της σημαίας της Τυνησίας στην Έκθεση Διακοσμητικών Τεχνών (1925) και στη διεθνή Έκθεση (1931) στο Παρίσι.

Το 1923 δημοσίευσε ένα βιβλίο, το L'Habitation tunisienne, στο οποίο συναντιούνται παλιά κτίρια και σύγχρονα έργα, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τις βίλες του στη πόλη Λα Μάρσα (La Marsa). Οι βίλες του στην πόλη Λα Μάρσα ήταν κτίσματα με έντονο το στοιχείο του μοντερνισμού, στολισμένα πάντα με παραδοσιακά μοτίβα. Έξαλλου, μόνο έτσι θεωρεί ο ίδιος ότι προσδίδεται η λεγόμενη "τυνήσια αρχιτεκτονική" του.

Το γεγονός ότι το 1937, ήταν υπεύθυνος για την άρτια ανασύσταση των τυνησιακών παζαριών, σε συνδυασμό με τον επιτυχή σχεδιασμό των σημαιών της (1925,1931) του προσέδωσαν όλες τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να του απονεμηθεί η ροζέτα της Λεγεώνας της τιμής, στις Βρυξέλλες το 1937 αλλά και το 1958. Το 1931-1932, έλαβε μέρος στο διαγωνισμό σχεδιασμού( αρχιτεκτονικής) με ανταγωνιστές του, τους Ωγκύστ Περρέ, Λε Κορμπυζιέ, Ρομπέρ Μαλλέ-Στιβένς (Robert Mallet-Stevens), Ανρί Σωβάζ (Henri Sauvage), Ζακ Καρλύ (Jacques Carlu), κλπ. κάτι που δρομολογήθηκε από τον Λεονάρ Ροζεντάλ (Leonard Rosenthal) για την «θριαμβευτική πορεία» (la Voie triomphale), δηλαδή την γραμμή μνημείων που οδηγεί από το Πορτ Μαγιό στην περιοχή Λα Ντεφάνς.

Τελειώνοντας το έργο του στην Τυνησία, περιλαμβάνει κυρίως μονοκατοικίες στα προάστια της πρωτεύουσας, Gammarth, Καρχηδόνα και Sidi Bou Said. Ως προς την εβραϊκή κοινότητα, εκτός από τη Μεγάλη Συναγωγή, ο Βαλενσί εκτελεί διάφορα αλλά έργα συμπεριλαμβανομένου του Garderie israélite (1938) χτισμένο στη la Hara (εβραϊκή συνοικία της Τύνιδας). Ήταν επίσης, καθηγητής του École des Beaux-Arts στην Τύνιδα, όπου κ παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά την ανεξαρτησία της Τυνησίας, εξακολούθησε να μένει στη πόλη της Τύνιδας, δημιουργώντας κυρίως αναπτυξιακά έργα και ιδιωτικά κτίρια. Ο Βίκτωρ Βαλενσί ήταν φιλελεύθερος μέχρι το τέλος της ζωής του. Θεωρείται πλέον ο πατέρας της σύγχρονης Τυνησίας εγχώριας παράδοσης, αφού κατάφερε να συνδυάσει επιτυχώς ,με ταλέντο, φινέτσα και σεμνότητα, τις παραδοσιακές τυπολογίες με τα σύγχρονα διακοσμητικά στοιχεία της Τυνησίας Αρχιτεκτονικής .

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Jellal Abdelkafi,“La medina de tunis. Espace historique’’ ed. CNRS, Paris, 1989
  • Colette Bismuth-Jarrasse et Dominique Jarrasse. Synagogues de Tunisie Monuments d’une histoire et d’une identite, ed Esthetiques du divers, Le Kremlin-Bicetre.

2010

  • MARCELLO BALBO,The Medina: Restoration and Conservation of Historic Islamic Cities, ed I.B Tauris, NEW YORK, 2012