Βασιλικό Ανάκτορο του Βρότσλαφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασιλικό Ανάκτορο του Πόζναν
Χάρτης
Είδοςανάκτορο
Αρχιτεκτονικήμπαρόκ αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες51°6′27″N 17°1′44″E
Διοικητική υπαγωγήΒρότσλαβ
ΧώραΠολωνία
Έναρξη κατασκευής1717
ΙδιοκτήτηςΦρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας
Προστασίααντικείμενο του πολωνικού μητρώου πολιτιστικής κληρονομιάς
Commons page Πολυμέσα

Το Βασιλικό Ανάκτορο (πολωνικά: Pałac Królewski‎‎, γερμανικά: Stadtschloss‎‎) είναι ένα παλάτι στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Αρχικά ήταν ανάκτορο της πρωσικής μοναρχίας, τώρα στεγάζει το μουσείο της πόλης.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βασιλικοί κήποι.

Αρχικά ήταν ένα μπαρόκ ανάκτορο του Χάινριχ-Γκότφρηντ φον Σπέτγκεν, καγκελαρίου του Φραγκίσκου-Λουδοβίκου επισκόπου του Nόιμπουργκ: κτίστηκε το 1717 σε βιεννέζικο στυλ. Το 1750, αφού η Πρωσία πήρε τον έλεγχο της Σιλεσίας στον Α΄ Πόλεμο της Σιλεσίας, το ανάκτορο αγοράστηκε από τον Φρειδερίκο Β΄ τον Μεγάλο βασιλιά της Πρωσίας και μετατράπηκε σε κατοικία του. Το ανάκτορο επεκτάθηκε από το 1751 έως το 1753 σε στυλ μπαρόκ με εσωτερικούς χώρους ροκοκό, σχεδιασμένους από τον βασιλικό αρχιτέκτονα Γιόχαν Μπόουμαν. Οι προσθήκες του Μπόουμαν περιλάμβαναν μια εγκάρσια πτέρυγα με αίθουσα εορτασμών, μία αίθουσα θρόνου και την ιδιωτική κατοικία του Φρειδερίκου Β΄.

Ο διάδοχος του Φρειδερίκου Β΄ (απεβ. 1786), ήταν ο ανιψιός του Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Β' της Πρωσίας (1744–1797). Εκτέλεσε την αναδιαμόρφωση του βασιλικού ανακτόρου σύμφωνα με το σχέδιο του Kαρλ-Γκόταρντ Λάνγκανς (1732–1808). Η αναδιαμόρφωση έγινε το 1795 έως το 1796 σε κλασικό στυλ. Ως αποτέλεσμα προστέθηκαν οι πτέρυγες, που περιβάλλουν τη βόρεια αυλή, μια νέα σκάλα και βοηθητικοί χώροι.

Τον Μάρτιο του 1813, κατά τη διάρκεια του Πολέμου του ΣΤ΄ Συνασπισμού με τον Ναπολέοντα Α΄, ο βασιλιάς Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Γ' της Πρωσίας ανακοίνωσε δύο διάσημες δηλώσεις: «Στον λαό μου» και «Στους στρατιωτικούς διοικητές μου». Τον Απρίλιο του 1813, στο Κίτρινο Σαλόνι του Ανακτόρου, ο βασιλιάς ανακήρυξε τον Σιδηρούν Σταυρό ως πολεμικό μετάλλιο.

Στα μέσα του 19ου αι., βασιζόμενος σε αναγεννησιακό στυλ της Φλωρεντίας, ο αρχιτέκτονας Φρήντριχ-Άουγκουστ Στύλερ πρόσθεσε μια νέα νότια πτέρυγα (1844–1846) και μια νέα πτέρυγα αυλής μαζί με την πύλη και το κιγκλίδωμα (1858). Το 1918 το ανάκτορο δωρίθηκε στην πόλη Μπρέσλαου. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1926 άνοιξε το Μουσείο του ανακτόρου (Schlossmuseum), όπου εκτίθεται μια έκθεση αφιερωμένη στον Φρειδερίκο Β΄, ανακατασκευή αυθεντικών εσωτερικών χώρων και μία συλλογή έργων τέχνης από τη Σιλεσία.

Από το 1945 ως σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Μάιο του 1945 το ανάκτορο υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το Μπρέσλαου από τη Γερμανία δόθηκε στην Πολωνία μετά τον πόλεμο, και μετονομάστηκε σε Βρότσλαβ. Στη δεκαετία του 1960 το ανάκτορο κατεδαφίστηκε μερικώς, ενώ οι υπόλοιπες πτέρυγες προσαρμόστηκαν για να φιλοξενήσουν το Αρχαιολογικό Μουσείο (μέχρι το 1999) και το Εθνογραφικό Μουσείο (μέχρι το 2004). Το 2008 ολοκληρώθηκε η ανακαίνιση και ιδρύθηκε ένα νέο μουσείο, το οποίο παρουσιάζει 1.000 χρόνια ιστορίας του Βρότσλαβ.

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Eξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]