Βασιλική του Έστεργκομ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Καθεδρική Βασιλική του Έστεργκομ
Βασικές πληροφορίες
ΤοποθεσίαΈστεργκομ, Ουγγαρία
Γεωγραφικές συντεταγμένες47°47΄56΄΄ Β,
18°44΄11΄΄
ΥπαγωγήΡωμαιοκαθολικισμός
ΧώραΟυγγαρία
Έτος αφιέρωσης1856
Καταστατικόλειτουργική + μουσείο κειμηλίων
Ιστοσελίδαwww.bazilika-esztergom.hu
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Αρχιτέκτονας/ΑρχιτέκτονεςΠαλ Κύχνελ
Γιάνος Πακ
Γιόζεφ Χιλντ
Αρχιτεκτονικός τύποςβασιλική
Αρχιτεκτονικός ρυθμόςνεοκλασικός
Έναρξη ανέγερσης1822
Αποπεράτωση1869
Λεπτομέρειες
Κατεύθυνση προσόψεωςανατολικά-βορειοανατολικά
Μήκος118 m
Πλάτος49 m
Ύψος (μέγιστο)100 m
Θόλος/Θόλοι3
Ύψος θόλου (εσωτερικό)71,5 m
Διάμετρος θόλου (εξωτερική)33,5 m

Η καθεδρική Βασιλική της Αναλήψεως της Παρθένου Μαρίας και του Αγίου Αδαλβέρτου (ουγγρ. Nagyboldogasszony és Szent Adalbert prímási főszékesegyház), γνωστή και απλώς ως Βασιλική του Έστεργκομ (ουγγρ. Esztergomi bazilika) είναι χριστιανικός ναός σε αρχιτεκτονικό ρυθμό βασιλικής μετά τρούλου, που βρίσκεται στην πόλη Έστεργκομ της Ουγγαρίας. Αποτελεί την έδρα της Αρχιεπισκοπής Έστεργκομ-Βουδαπέστης, αλλά και όλης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της Ουγγαρίας. Τιμάται στο όνομα της Αναλήψεως της Θεοτόκου (εορτή αντίστοιχη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εορτ. 15 Αυγούστου) και του Αγίου Αδαλβέρτου (εορτ. 23 Απριλίου).

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βασιλική του Έστεργκομ είναι ο μεγαλύτερος και υψηλότερος ναός ολόκληρης της Ουγγαρίας, αλλά και γενικότερα το υψηλότερο κτήριο σε όλη τη χώρα, με μέγιστο ύψος 100 μέτρα ακριβώς. Το εσωτερικό εμβαδό του είναι 5.600 τετραγωνικά μέτρα, ενώ έχει μήκος 118 μέτρα και πλάτος 49. Ο ήχος στο εσωτερικό του ακόυγεται μέχρι και μετά από πάνω από 9 δευτερόλεπτα αντηχήσεων. Ο ημισφαιρικός τρούλος στο κέντρο έχει 12 παράθυρα, το εσωτερικό ύψος του φθάνει τα 71,5 μ. και η διάμετρός του τα 33,5.

Η ζωγραφιά πίσω από την Αγία Τράπεζα, που παριστάνει την Ανάληψη της Παρθένου Μαρίας και φιλοτεχνήθηκε από τoν Τζιρόλαμο Μικελάντζελο Γκριγκολέττι, είναι, με διαστάσεις 13,5 × 6,6 μέτρα, ο μεγαλύτερος πίνακας στον κόσμο που ζωγραφίσθηκε πάνω σε μονοκόμματο καμβά.

Ο ναός είναι επίσης γνωστός για το Παρεκκλήσιο του Bakócz (από το όνομα του Ούγγρου καρδιναλίου Ταμάς Μπάκοτς), κτισμένο από Ιταλούς αριστοτέχνες τα έτη 1506-1507, με κύριο υλικό κόκκινο ουγγρικό μάρμαρο του Süttő. Οι τοίχοι του είναι διακοσμημένοι με αναγεννησιακά μοτίβα της Τοσκάνης και αποτελεί το πιο πολύτιμο σωζόμενο δείγμα αναγεννησιακής τέχνης στην Ουγγαρία.

Η τεράστια κρύπτη του ναού, κτισμένη σε αρχαίο αιγυπτιακό ρυθμό το 1831, φιλοξενεί σήμερα τους τάφους αρκετών αρχιεπισκόπων, μεταξύ άλλων και του Ιωσήφ Μίντσεντυ, γνωστού για την αντίστασή του τόσο κατά του ναζιστικού, όσο και κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πανόραμα του κάστρου και του ναού από την απέναντι όχθη του Δούναβη (Στούροβο της Σλοβακίας)

Η ανέγερση του σημερινού ναού έγινε πάνω σε προϋπάρχοντες ναούς που είχαν κτισθεί στο ίδιο σημείο. Ο πρώτος από αυτούς κτίσθηκε από τον ίδιο τον πρώτο βασιλιά της Ουγγαρίας και Άγιο Στέφανο Α΄ μεταξύ του 1001 και του 1010 ως ο αρχικός ναός του Αγίου Αδαλβέρτου και πρώτος καθεδρικός ναός της Ουγγαρίας. Ο ναός αυτός κάηκε εντελώς στα τέλη του 12ου αιώνα. Ξανακτίσθηκε, και ο δεύτερος ναός κατόρθωσε να επιβιώσει ακόμα και της εισβολής των Μογγόλων, αλλά το 1304 ο Βεγκέσλαος Γ΄ της Βοημίας, διεκδικητής του ουγγρικού θρόνου, λεηλάτησε το κάστρο και τον ναό. Μετά την επισκευή του, οι αρχιεπίσκοποι του 14ου και του 15ου αιώνα διακόσμησαν τον ναό περισσότερο από πριν και προσέθεσαν δίπλα μία τεράστια βιβλιοθήκη, τη δεύτερη σημαντικότερη της Ουγγαρίας. Ο ναός καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1543. Το 1820 η αρχιεπισκοπή αποκαταστάθηκε και ο αρχιεπίσκοπος Σάντορ (Αλέξανδρος) Ρούντναϋ απεφάσισε να αποκαταστήσει τη θέση του Έστεργκομ ως της θρησκευτικής πρωτεύουσας της Ουγγαρίας, με την ανέγερση μεγαλοπρεπούς καθεδρικού ναού. Σε αυτόν θα φυλάσσονταν και τα λείψανα του μάρτυρα και αγίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Μάρκο Κρίζιν.

Ως αρχιτέκτονας ορίσθηκε ο Παλ Κύχνελ (Pál Kühnel) και αρχιεργολάβος ο Γιάνος Πακ. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε και οι εργασίες άρχισαν το 1822. Το Παρεκκλήσιο του Μπάκοτς αποσυναρμολογήθηκε προσεκτικά σε περίπου 1.600 τεμάχια και ξαναστήθηκε 20 μέτρα πιο πέρα, σε επαφή με τη νέα βασιλική. Το 1838 ο Πακ δολοφονήθηκε και η ευθύνη της ανεγέρσεως ανατέθηκε στον Γιόζεφ Χιλντ. Εκείνος ολοκλήρωσε τον ναό σε κλασικιστικό ρυθμό. Υπό τον νέο αρχιεπίσκοπο Γιάνος Στσιτόφσκυ ολοκληρώθηκε το άνω τμήμα του ναού, του οποίου τα θυρανοίξια έγιναν στις 31 Αυγούστου 1856. Για την τελετή παίχθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα η Missa solennis zur Einweihung der Basilika in Gran (Gran Mass) του Φραντς Λιστ με τον ίδιο τον συνθέτη να διευθύνει την ορχήστρα και τον Αλεξάντερ Βίντερμπέργκερ στο εκκλησιαστικό όργανο. Εργασίες αποπερατώσεως του ναού συνεχίσθηκαν ωστόσο μέχρι το 1869.

Το εκκλησιαστικό όργανο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εκκλησιαστικό όργανο της Βασιλικής του Έστεργκομ

Τη δεκαετία του 1980 άρχισε η ανακατασκευή και επέκταση του εκκλησιαστικού οργάνου, η οποία συνεχίζεται υπό την επίβλεψη του Ι. Μπαρότι. Το όργανο έχει 5 σειρές πλήκτρων και το 2006 είχε 85 δικλείδες σε λειτουργία από τις σχεδιαζόμενες 146. Οι σωλήνες του είναι οι μεγαλύτεροι για εκκλησιαστικό όργανο στην Ουγγαρία, με μήκος περίπου 11 μέτρα, ωστόσο ο μικρότερος έχει μήκος μόλις 7 χιλιοστόμετρα. Μετά την ολοκληρωσή του, θα είναι το τρίτο μεγαλύτερο εκκλησιαστικό όργανο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά την αρχική κατασκευή του το 1856 ήταν επίσης το μεγαλύτερο στην Ουγγαρία, με 49 δικλείδες, 3.530 σωλήνες και τρεις σειρές πλήκτρων. Το σημερινό διατηρεί αρκετές δικλείδες από το όργανο στο οποίο έπαιξε και ο Λιστ.

Τάφοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των προσώπων των οποίων οι τάφοι βρίσκονται στη Βασιλική του Έστεργκομ, συγκαταλέγονται και τα παρακάτω εκκλησιαστικών ηγετών:

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]