Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασίλης Τζαφέρης (αρχαιολόγος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλης Τζαφέρης
Ο αρχαιολόγος Βασίλης Τζαφέρης
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΒασίλειος Τζαφέρης
1 Απριλίου 1936 (1936-04-01)
Σάμος, Ελλάδα
Θάνατος1 Ιανουαρίου 2015 (78 ετών)
Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Τόπος ταφήςΠαλλήνη Αττικής
Χώρα πολιτογράφησηςΈλληνας, Ισραηλινός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βασίλειος Τζαφέρης (εβραϊκά: וסיליוס צפֵיריס), (Σάμος, 1 Απριλίου 1936 - 1 Ιανουαρίου 2015, Θεσσαλονίκη), ήταν Έλληνας και Ισραηλινός, βιβλικός αρχαιολόγος. Διετέλεσε διευθυντής του Τμήματος «Ανασκαφές & Έρευνες» (1991-2001) της Αρχής Αρχαιοτήτων του Ισραήλ.[1]

Ο Βασίλης Τζαφέρης με τον τέταρτο πρόεδρο του Ισραήλ Εφραίμ Κατζίρ (Ephraim Katzir), στο Τελ Νταν (Tel Dan).
Ο Βασίλης Τζαφέρης το 1998, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην Καισάρεια του Φιλίππου.

Ο Βασίλειος Τζαφέρης γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1936 στη Σάμο. Όταν έγινε 14 χρόνων μετακόμισε με την οικογένειά του στα Ιεροσόλυμα προκειμένου να γίνει Αγιοταφίτης μοναχός, όπως «τον είχαν τάξει οι γονείς του» κατά τη γέννησή του.[2] Φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ιερουσαλήμ και στη συνέχεια, στα δεκαεννιά του, εισήχθη στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Σπούδασε Αρχαιολογία και Αρχαία Ιστορία του Ισραήλ, «αφήνοντας για πάντα το δρόμο του μοναχισμού». Λίγο μετά την απόκτηση του πτυχίου του συνέχισε σε μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στα ψηφιδωτά της πρωτοβυζαντινής περιόδου.[2][3]

Το 1967 ξεκίνησε διδακτορικές σπουδές στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο υπό την εποπτεία των καθηγητών Michael Avi-Yonah και David Flusser, από όπου και έλαβε το 1971 τον τίτλο του διδάκτορα.

Από το 1976 έως το 1982 διετέλεσε Λέκτορας στο Τμήμα Επιστημών των Θαλάσσιων Σπουδών και Κλασικής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα.

Το Μάιο του 1990 δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής το μάθημα «Αρχαιολογία και Καινή Διαθήκη» στο Πανεπιστήμιο Pepperdine στην Καλιφόρνια. Από το 1994 υπήρξε καθηγητής στο κολέγιο Seaver του ίδιου Πανεπιστημίου.

Εκτός από την ακαδημαϊκή του ιδιότητα, από το 1967 υπήρξε μέλος της Επιτροπής Συμβούλων της «Εταιρείας για τη Μελέτη του Ισραήλ», ενώ από το 1999 ήταν μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου των Ισραηλιτών Αρχαιολόγων. Από το 1984 έως το 2002 διετέλεσε Έφορος του Μουσείου του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων.[2]

Ο Βασίλης Τζαφέρης ήταν πολύγλωσσος, καθώς γνώριζε την αρχαία και νέα ελληνική, την εβραϊκή, την αγγλική, την ιταλική, την αραβική και τη γερμανική γλώσσα.

Ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά, ενώ μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ, καθώς τα παιδιά του κατοικούν στην Αθήνα. Μετά τη συνταξιοδότησή του, ασχολήθηκε κυρίως με την ελληνική κοινότητα της Ιερουσαλήμ, και μάλιστα εξελέγη πρόεδρος της κοινότητας, από το 1984, φροντίζοντας να προάγει την πολιτιστική κληρονομιά μεταξύ των δύο χωρών.[2]

Ο Βασίλης Τζαφέρης απεβίωσε την 1η Ιανουαρίου 2015, η δε εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2015, στο ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου της Kάντζας στην Παλλήνη.[2]

Σταδιοδρομία - δραστηριότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κτίριο στην ελληνική συνοικία της Ιερουσαλήμ.

Παράλληλα, με τις σπουδές του άρχισε να υπηρετεί και ως αρχαιολόγος πεδίου, στην Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Μουσείων του Ισραήλ (GARP), που αποτέλεσε την προπομπό υπηρεσία της νυν Αρχής Αρχαιοτήτων του Ισραήλ.

Το 1971 ο Βασίλειος Τζαφέρης διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος για τις Έρευνες και Ανασκαφές στην Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Μουσείων, μια θέση την οποία είχε μέχρι και το 1991.

Την 1η Απριλίου 1990, την ημέρα των πεντηκοστών τετάρτων γενεθλίων του, ιδρύθηκε επίσημα η Αρχή Αρχαιοτήτων του Ισραήλ. Το 1991 διορίστηκε διευθυντής του Τμήματος «Ανασκαφές και Έρευνες» της Αρχής, και υπηρέτησε με την ιδιότητα αυτή μέχρι και το 2001.

Η συμβολή του στην αποκάλυψη και μελέτη ευρημάτων, σχετικά με την αρχαιολογία της Παλαιστίνης ήταν σημαντική. Είχε διευθύνει αρκετές ανασκαφές, μερικές από αυτές στην Ασκάλωνα, την Τιβεριάδα, την Μπεθ Σεάν, την Καπερναούμ και επίσης σε αρκετές περιοχές της Ιερουσαλήμ.

Σημαντικές ανασκαφές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Ισραηλιτικές πύλες στην αρχαία Tel Dan.
  • 1967-1977: Στην αρχαία πόλη Tel Dan.
  • 1968: Τάφοι στην Givat Hamivtar, κοντά στην Ιερουσαλήμ, κατά την «περίοδο του Δεύτερου Ναού» (Second Temple period).
  • 1969: Στη Χριστιανική Βασιλική της Ασκαλώνας (Ασκελόν, Ashkelon)
  • 1969: Στην ελληνιστική περιοχή της Μπεθ Σεάν (Beit Shean),
Τα ερείπια του χριστιανικού μοναστηριού στους βυζαντινούς Κυρσούς.

1968: Ανασκαφές στην Givat Hamivtar

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1968, ο Βασίλης Τζαφέρης διενήργησε ανασκαφή στον λόφο Giv‘atha-Mivtar, κοντά στα Ιεροσόλυμα, όπου ανακάλυψε έναν τάφο που περιείχε το σκελετό ενός εικοσάχρονου άνδρα που είχε καταδικαστεί σε σταυρικό θάνατο. Ο νεκρός σύμφωνα με την επιγραφή της οστεοθήκης, ονομαζόταν Yehonahananbar Hagakol και, όπως είχε δηλώσει τότε ο ανασκαφέας,[5] απεκάλυπτε με ρεαλιστικό τρόπο τη βαρβαρότητα των μεθόδων εκτέλεσης της ρωμαϊκής εποχής με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να αποδοθεί πλήρως από τις γραπτές πηγές της εποχής. «Ένα καρφί είχε διαπεράσει και τα δύο οστά των φτερνών του σκελετού,[6] ενώ τα πόδια του νεκρού ήταν σπασμένα. Ένα κομμάτι ξύλου ελιάς παρέμενε διατηρημένο πάνω στο καρφί, γεγονός που σήμαινε πως ο νεαρός είχε σταυρωθεί πάνω σε μία ελιά ή σε ξύλο προερχόμενο από αυτό το δέντρο. Ο νεκρός θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί σε σταυρικό θάνατο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Επανάστασης ή Μεγάλης Εξέγερσης του Μπαρ Κοχβά (135 μ.Χ.).[2][7]

Πρόκειται για το μοναδικό, προς το παρόν, αρχαιολογικό εύρημα, που πιστοποιεί την διαδικασία σταύρωσης ανθρώπων κατά τη ρωμαϊκή εποχή.[2][8][9][10]

1985-2000: Ανασκαφές στην Καισάρεια του Φιλίππου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Καισάρεια του Φιλίππου.
Ο Ναός και το σπήλαιο του Πάνα. Το κτίριο στην πλαγιά του λόφου στο βάθος είναι το ιερό του Nebi Khader.

Οι συστηματικές ανασκαφές στην Καισάρεια (Πανειάδα)[11] άρχισαν το 1988, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Ισραήλ, στην οποία προΐστατο τότε ο Βασίλης Τζαφέρης. Από το 1990 συμμετείχε στις ανασκαφικές έρευνες, μαζί με αμερικανικά πανεπιστήμια και κολέγια και η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπεύθυνος του προγράμματος αυτού, ήταν ο καθηγητής Ηλίας Οικονόμου και υπεύθυνος της αποστολής στο Ισραήλ ο καθηγητής Νικόλαος Ολυμπίου.[12]

«Η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή…»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1991 που διορίστηκε διευθυντής του Τμήματος «Ανασκαφές και Έρευνες» της Αρχής Αρχαιοτήτων του Ισραήλ, μέχρι και το 2001, ο Τζαφέρης από αυτή τη θέση, σύμφωνα με την αρχαιολόγο και θεολόγο Βάλια Παπαναστασοπούλου: «είχε πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για όλους τους εργαζόμενους, ακούγοντας τα προβλήματα τους και δίνοντας τις κατάλληλες συμβουλές. Ζητούσε πάντοτε την άποψη των συνεργατών του και με ήρεμο και χιουμοριστικό τρόπο πετύχαινε τη χαλαρή και ειρηνική ατμόσφαιρα μεταξύ των εργαζομένων. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά, αναφέρουν πως το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του υπήρξε η αισιοδοξία του να βλέπει πάντοτε τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Επιπλέον, υπήρξε πολύ μπροστά από την εποχή του εξαιτίας των πρωτοποριακών ιδεών που εφάρμοσε σχετικά με τη δομή της υπηρεσίας που διηύθυνε. Από τη θέση αυτή ο Τζαφέρης απέδειξε πόσο οργανωτικός ήταν, καθώς ο σπουδαίος αυτός αρχαιολόγος και δάσκαλος έδωσε ένα δημόσιο χαρακτήρα στις ανασκαφές, ενώ οι διάφορες δραστηριότητες του τομέα είχαν έμφαση πάντοτε στην κοινωνική διάσταση της αρχαιολογικής επιστήμης».[2] «Για τους Έλληνες βιβλικούς αρχαιολόγους και θεολόγους ο Βασίλειος Τζαφέρης αποτελεί μία μυθική σχεδόν μορφή από τα φοιτητικά μας χρόνια, ο οποίος με σταθερό χέρι κατάφερε να κρατήσει το πηδάλιο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Ισραήλ για μία δεκαετία, μίας νευραλγικής και ευαίσθητης - για τα δεδομένα της περιοχής - θέσης». Παρόλο που δεν ήταν εκ γενετής Ισραηλινός «πέτυχε με την εργασία του και τον χαρακτήρα του να αγαπηθεί από τους ανθρώπους της δεύτερης πατρίδας του».[2]

Τον Οκτώβριο του 2010, βραβεύτηκε από την Αρχή Αρχαιοτήτων του Ισραήλ, με βραβείο για τη συνολική του προσφορά στην αρχαιολογία του Ισραήλ (Lifetime Achievement).[2]

Ο Βασίλης Τζαφέρης εκτός από το ανασκαφικό είχε και μεγάλο συγγραφικό έργο, τόσο για την αρχαιολογία της Παλαιστίνης, όσο και για τις βιβλικές σπουδές. Μεταξύ των ετών 1968-2008, δημοσίευσε πάνω από 90 άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά (“Israel Exploration Journal”, κ.α.).[2][13] Οι δημοσιεύσεις του ήταν στην εβραϊκή, ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα. Μερικές από τις πιο σημαντικές του δημοσιεύσεις είναι:

Εργογραφία στα εβραϊκά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • בית הכנסת העתיק במעוז חיים|בית הכנסת העתיק ליד מעוז חיים
  • קברים בגליל המערבי, עתיקות (כתב עת) עתיקות 5, עמ' 79-72, 1969
  • מבצר החשמונאים בירושלים, קדמוניות 3, עמ' 97-95, 1970.
  • חפירות כורסי, קדמוניות 6,עמ' 64-62, 1973 ביחד עם ד' אורמן

Εργογραφία σε άλλες γλώσσες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • “A Tower and Fortress near Jerusalem”. Israel Exploration Journal 24:85-94, στα αγγλικά, (1974),
  • “Chronique Archeologique”, Maoz-Hayyim. Revue Biblique LXXXIII:87-88, στα γαλλικά, (1976).
  • “What Became of Ancient Capernaum?”, Christian News from Israel 27:72-74 (μαζί με τους: E. Kessin & C. Melidonis), στα αγγλικά, (1979),
  • “The Ancient Synagogue at Maoz-Hayyim“, Israel Exploration Journal 32:215-244, στα αγγλικά (1982),
  • “The Excavations at Kursi-Gergessa“. Atiqot 16, στα αγγλικά (1983),.
  • “The Monastery at the Holy Cross in Jerusalem“, στα αγγλικά, (Αθήνα 1987),
  • “Excavations at Capernaum (1978-1982)“, Vol. I. στα αγγλικά, (Winona Lake, Indiana,1989),
  • “Maoz Chaim“ New Encyclopedia of Excavations in Israel. 3:966-967, στα αγγλικά, (1992),
  • “Paneas, “ volume I, The Roman to Early Islamic Periods. Excavations in Areas A.B.E.F.G and Η (IAA Reports, No 37), στα αγγλικά, (2008),
  • “Paneas“, vols I-II, IAA Reports Nos. 37-38, στα αγγλικά, (2008).

Οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Γεώργιος Γρατσέας και Σάββας Αγουρίδης επιμελήθηκαν την έκδοση των κουμρανικών κειμένων στη νεοελληνική γλώσσα, στο βιβλίο: «Τα χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας», (Αθήνα 1988, Κέντρο Βιβλικών Μελετών). Αναφέρονται ανάμεσα σε άλλα κείμενα και «Το βιβλίο των Ύμνων Ευχαριστίας». Τη μετάφραση σε αυτό, έκανε ο Βασίλειος Τζαφέρης, στηριζόμενος στην έκδοση του Yacob Licht, “The Thanksgiving Scroll”, (Jerusalem, 1957), που θεωρείται από τις καλύτερες στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Παραπομπές - σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Από το άρθρο της αρχαιολόγου - θεολόγου, Βάλιας Παπαναστασοπούλου, με τίτλο: Έφυγε από τη ζωή ο Έλληνας βιβλικός αρχαιολόγος Βασίλειος Τζαφέρης[νεκρός σύνδεσμος], 5 Ιανουαρίου 2015, επίσης: Βασίλειος Τζαφέρης (1936-2015). Αρχαιολόγος-Πρώην Διευθυντής της Αρχής Αρχαιοτήτων του Ισραήλ και Έφυγε από τη ζωή ο Έλληνας βιβλικός αρχαιολόγος Βασίλειος Τζαφέρης.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 Βάλια Παπαναστασοπούλου, ο.π.
  3. Vassilios Tzaferis[νεκρός σύνδεσμος]
  4. ישראל; י. הוסטר; יעקב באומגרטן קדושה נוצרית בצפון הנגב, אתר המרכז לטכנולוגיה חינוכית|מט"ח
  5. "Crucifixion - The Archaeological Evidence," by Vassilios Tzaferis, BAR 11:1 (1985).
  6. יוונים, רומים ויהודים[νεκρός σύνδεσμος] באתר מוזיאון ישראל.
  7. עמוס קלונר ובועז זיסו, עיר הקברים של ירושלים בימי הבית השני, הוצאת יד יצחק בן צבי, 2003. מיקום המערה - נ"צ 13445 17189 ב רשת ישראל הישנה (31°48′10″N 35°13′48″E / 31.8027867°N 35.2301128°E / 31.8027867; 35.2301128 (Η θέση του σπηλαίου - Κωδ 13445 17189)).
  8. הערה|מרית סלוין, מעשה הצליבה ב אתר סנונית.
  9. “Crucifixion - The Archaeological Evidence”, by Vassilios Tzaferis, Biblical Archaeology Society Staff , “Bible History Daily”, 22/07/2011.
  10. A Tomb in Jerusalem Reveals the History of Crucifixion and Roman Crucifixion Methods -The tomb of Yehohanan contains first physical evidence of crucifixion in antiquity, Biblical Archaeology Society Staff , “Bible History Daily”, 22/07/2011.
  11. […]«Η ελληνιστική πόλη Καισάρεια (Πανειάδα) ή Καισάρεια τοῦ Φιλίππου βρισκόταν στό βορειοτερο ἄκρο τῆς Ἁγίας Γῆς, στήν περιοχή τῆς Ἰτουρίας. Ἦταν κτισμένη στούς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἐρμῶν. Σέ μία τεράστια φυσική σπηλιά πού ὑπῆρχε ἐκεῖ, μέσα ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζει μία ἀπό τίς μεγαλύτερες πηγές τοῦ Ἰορδάνη, λατρευόταν -κατά τούς ἑλληνιστικούς καί ρωμαϊκούς χρόνους- ὁ θεός Πάνας (=θεότητα τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, μέ δύο κέρατα κατσικιοῦ στό κεφάλι, μυτερά αὐτιά, γενειοφόρος καί τραγοπόδαρος, πού ἡ παρουσία του προκαλοῦσε τρόμο, ἐξ οὗ καί ἡ λέξη πανικός). Στόν Πάνα ὀφειλόταν ἡ ἀρχική ὀνομασία τῆς πόλης (Πανεάς ἤ Πανειάς ἤ Πανιᾶς), ἀλλά καί ἡ σύγχρονη ὀνομασία της (Βαναία, Μπάνιας-Banias-Baniyas).» […] «Οι Καισάρειες της Παλαιστίνης» Αρχειοθετήθηκε 2016-06-22 στο Wayback Machine.. Από την "Επίσημη Πύλη Ειδησεογραφίας" του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, 24/06/2012.
  12. «Οι Καισάρειες της Παλαιστίνης» Αρχειοθετήθηκε 2016-06-22 στο Wayback Machine.. Από την "Επίσημη Πύλη Ειδησεογραφίας" του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, 24/06/2012.
  13. Archaeologist Vassilios Tzaferis Passes Away, Bible History Daily", Robin Ngo, 12/01/2015.

Γενική & ενδεικτική βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]