Βασίλειο της Υεμένης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειο των Μουταβακιλιτών της Υεμένης
المملكة المتوكلية اليمنية
al-Mamlakah al-Mutawakkilīyah al-Yamanīyah
Τμήμα των ΗΑΚ (1958–1961)

 

1918 – 1970
Σημαία Έμβλημα
Τοποθεσία Βασίλειο των Μουταβακιλιτών της Υεμένης
Πρωτεύουσα Σαναά (1918–1948)
Ταΐζ (1948–1962)
Γλώσσες Αραβικά
Θρησκεία Σιιτικό Ισλάμ
Πολίτευμα Απόλυτη Μοναρχία, Θεοκρατία
Ιμάμης
 -  1918–1948 Γιαχιά Χαμίντ εντ-Ντιν
 -  1948–1962 Αχμάντ μπιν Γιαχιά
 -  1962 Μουχαμάντ αλ-Μπαντρ
Ιστορική εποχή Ψυχρός Πόλεμος
 -  Ανεξαρτησία 30 Οκτωβρίου 1918
 -  Ενοποίηση 1 Δεκεμβρίου 1970
Έκταση
 -  1962 195.000 km²

Το Βασίλειο της Υεμένης (επισήμως: Βασίλειο των Μουταβακιλιτών της Υεμένης, αραβικά: المتوكلية اليمنية, al-Mamlakah al-Mutawakkilīyah al-Yamanīyah), γνωστό επίσης αναδρομικά ως Βόρεια Υεμένη, αποτελούσε κράτος το διάστημα μεταξύ 1918 και 1962 στο βόρειο τμήμα της Υεμένης. Πρωτεύουσά της ήταν η Σαναά μέχρι το 1948, όποτε και ορίστηκε πρωτεύουσα η Ταΐζ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θρησκευτικοί ηγέτες της σέκτας των Ζαϊντί του σιιτικού Ισλάμ, εκδίωξαν τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη βόρεια Υεμένη από τα μέσα του 17ου αιώνα, αλλά, μέσα σε έναν αιώνα, η ενότητα της Υεμένης είχε δοκιμαστεί λόγω της διοικητικής δυσχέρειας, εξαιτίας του ορεινού ανάγλυφου του εδάφους της Υεμένης. Το 1849, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε την παράκτια περιοχή Τιζαμά, με σκοπό να ασκήσει πίεση στον ιμάμη των Ζαϊντί ώστε να υπογράψει συνθήκη η οποία θα αναγνώριζε την οθωμανική κυριαρχία, επιτρέποντας παράλληλα σε μια μικρή οθωμανική δύναμη να σταθμεύει στη Σαναά. Ωστόσο, ήταν πλέον αργά ώστε οι Οθωμανοί να αποκτήσουν τον έλεγχο της Υεμένης και ποτέ δεν κατάφεραν να εξαλείψουν κάθε αντίσταση από τους Ζαϊντί. Το 1913, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να παραχωρήσει επίσημα κάποιες εξουσίες στους ορεινούς Ζαϊντί. Στις 30 Οκτωβρίου του 1918, μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ιμάμης Γιαχιά Μουχάμαντ της δυναστείας αλ-Κασιμί ανακήρυξε τη βόρεια Υεμένη ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος. Το 1926, ο Γιαχιά εγκαθίδρυσε το Βασίλειο των Μουταβακιλιτών της Υεμένης, αναλαμβάνωντας έτσι, πέρα από την πνευματική, και τη διοικητική ηγεσία, κερδίζοντας παράλληλα και διεθνή αναγνώριση, όπως αυτή του Βασιλείου της Ιταλίας έπειτα από την ιταλοϋεμενική συνθήκη του 1926.[1]

Στη δεκαετία του 1920, ο Γιαχιά είχε επεκτείνει την κυριαρχία του προς τα βόρεια ως το Τιχαμά και το Ασίρ, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με την αυξανόμενη επιρροή του σαουδάραβα βασιλιά Αμπντούλ Αζίζ ιμπν Σαούντ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι δυνάμεις του Σαούντ ανακατέλαβαν μεγάλο μέρος των περιοχών πριν αποσυρθεί από ορισμένες από αυτές, συμπεριλαμβανομένης της πόλης Αλ Χουντάιντα στην Τιχαμά. Τα σημερινά σύνορα με τη Σαουδική Αραβία συστάθηκαν το 1934 με τη Συνθήκη του Ταΐφ στις 20 Μαΐου, έπειτα από τον Σαουδοϋεμενικό Πόλεμο το 1934. Η μη αναγνώριση του νοτίου ορίου του βασιλείου του Γιαχιά με το Βρετανικό Προτεκτοράτο του Άντεν (αργότερα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης) που είχε συμφωνηθεί από τους Οθωμανούς προκατόχους τους, οδήγησε σε περιστασιακές συγκρούσεις με τους Βρετανούς.

Το Βασίλειο της Υεμένης αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Αραβικού Συνδέσμου το 1945 και εντάχθηκε στα Ηνωμένα Έθνη στις 30 Σεπτεμβρίου του 1947. Συμμετείχε επίσης με ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα στον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948.[2]

Ο Ιμάμης Γιαχιά δολοφονήθηκε σε μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 1948, αλλά τελικά τα κατάφερε, ο κληρονόμος του - Ο γιος του Γιαχιά, Ιμάμης Αχμέντ μπιν Γιαχιά, ο οποίος επανήλθε στην εξουσία αρκετούς μήνες αργότερα. Η βασιλεία του σημαδεύτηκε από την αυξανόμενη ανάπτυξη, τη διαφάνεια και νέες προστριβές με το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια της βρετανικής παρουσίας στον νότο, σε μια προσπάθεια επέκτασης της Υεμένης. Ήταν λίγο περισσότερο προνοητικός από τον πατέρα του και πιο δεκτικός στις ξένες επαφές. Παρ' όλ' αυτά, το καθεστώς του, όπως και του πατέρα του, ήταν αυταρχικό και ημι-μεσαιωνικού χαρακτήρα, καθώς για τα όποια κοσμικά μέτρα απαιτούνταν η προσωπική του έγκριση.

Τον Μάρτιο του 1955, ένα πραξικόπημα από μια ομάδα αξιωματικών και δύο εκ των αδελφών του Αχμάντ, καθαίρεσαν σύντομα τον βασιλιά, αλλά το πραξικόπημα γρήγορα καταστάλθηκε. Ο Αχμάντ αντιμετώπισε αυξανόμενες πιέσεις, υποστηριζόμενες από τους αραβοεθνικιστικούς σκοπούς του Προέδρου της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, οπότε τον Απρίλιο του 1956 υπέγραψε σύμφωνο αμοιβαίας άμυνας με την Αίγυπτο. Το 1958, η Υεμένη προσχώρησε στην Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (μια ομοσπονδία της Αιγύπτου και της Συρίας) σε μια συνομοσπονδία γνωστή ως Ηνωμένα Αραβικά Κράτη, αλλά αυτή διαλύθηκε αμέσως μετά την απόσυρση της Συρίας από την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία και τα Ηνωμένα Αραβικά Κράτη τον Σεπτέμβριο του 1961, οπότε και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Υεμένης επιδεινώθηκαν.

Ο Ιμάμης Αχμάντ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1962 και τον διαδέχθηκε ο γιος του, ο διάδοχος του θρόνου Μουχαμάντ αλ-Μπαντρ, του οποίου η βασιλεία ήταν σύντομη. Αξιωματικοί του στρατού εκπαιδευμένοι στην Αίγυπτο, εμπνευσμένοι από τον Νάσερ και με επικεφαλής τον διοικητή της βασιλικής φρουράς, Αμπντουλάχ ας-Σαλάλ, τον καθαίρεσαν την ίδια χρονιά της στέψης του και πήραν τον έλεγχο της Σαναά, εγκαθιδρύοντας την Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης (ΑΔΥ). Αυτή η πάλη πυροδότησε τον εμφύλιο πόλεμο της βόρειας Υεμένης, και δημιούργησε ένα νέο μέτωπο στον αραβικό Ψυχρό Πόλεμο, στον οποίο η Αίγυπτος συνέδραμε την ΑΔΥ με στρατεύματα και εφόδια για τις μάχιμες δυνάμεις πιστές στο ιμαμάτο, ενώ οι μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας υποστήριζαν τις βασιλικές δυνάμεις του Μπάντρ που αντιτίθεντω στη νεοσυσταθείσα Δημοκρατία. Η σύγκρουση συνεχίστηκε περιοδικά μέχρι το 1967, όταν αποσύρθηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Από το 1968, μετά από μια τελική πολιορκία της Σαναά από τους βασιλόφρονες, οι περισσότεροι από τους αντιτιθέμενους ηγέτες κατέληξαν σε συμφωνία και η Σαουδική Αραβία αναγνώρισε την ΑΔΥ το 1970.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. September 2, 1926 Αρχειοθετήθηκε 2020-04-02 στο Wayback Machine. Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα
  2. Morris, Benny (2008), 1948: The First Arab-Israeli War, Yale University Press, p.205, New Haven, ISBN 978-0-300-12696-9.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]