Αρχαία Καμάρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το 1971, δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ερευνήθηκε κεραμοσκεπής τάφος ρωμαϊκών χρόνων στη θέση «Ποταμός» του Αγίου Νικολάου Λασιθίου Κρήτης, όπου η αρχαία πόλη Καμάρα, ενώ σε άλλο σημείο της πόλης πραγματοποιήθηκε και περισυλλογή αρχιτεκτονικών μελών. Επιπλέον, το έτος 1977 περισυνελέγησαν δύο ρωμαϊκές επιτύμβιες στήλες από τη θέση «Σταυρός», επίσης στον Άγιο Νικόλαο.

Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη του Αγίου Νικολάου κείται στα δυτικά παράλια του κόλπου Μεραμπέλου και αποτελεί το διοικητικό κέντρο του νομού Λασιθίου. Ο σύγχρονος οικισμός δημιουργήθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στη θέση αρχαίας πόλης, η οποία είναι γνωστή με το όνομα Λατώ προς Καμάρα, αλλά φιλολογικές και επιγραφικές πηγές αναφέρουν απλώς ως Καμάρα. Η Καμάρα αποτέλεσε το επίνειο της Λατούς, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται περίπου 12 χλμ. νοτιοδυτικά του Αγίου Νικολάου πλησίον του χωριού Κριτσά. Η επικράτεια της Λατούς, η οποία υφίστατο τουλάχιστον από τον 7ο π. Χ. αιώνα, γειτνίαζε κατά την περίοδο της μέγιστης ακμής της στα ελληνιστικά χρόνια με εκείνες του Ολούντος στα βόρεια, της Δρήρου στα βορειοδυτικά, της Λύττου στα δυτικά και της Ιεράπυτνας στα νότια (βλ. τα σχετικά λήμματα). Το γεγονός ότι σε δύο, κατά τα άλλα, πανομοιότυπες συνθήκες με την πόλη Τέω (IC I, XVI, αρ. 15 και 2) γίνεται στη μεν πρώτη λόγος περί «Λατίων τῶν πρὸς Καμάραι», στη δε δεύτερη περί «Λατίων» εκλήφθηκε παλαιότερα από την έρευνα ως ένδειξη του καθεστώτος ανεξαρτησίας της Καμάρας από τη Λατώ. Μολαταύτα, η πρώτη δεν εμφανίζεται ποτέ ως ανεξάρτητη πόλη μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα π. Χ., οπόταν, σύμφωνα με τον καθηγητή Άγγελο Χανιώτη, φαίνεται πως δημιουργείται ένα είδος συμπολιτείας με τη δεύτερη. Πάντως, από τον 2ο αιώνα η Λατώ αρχίζει βαθμηδόν να χάνει τη σημασία της, σε αντίθεση με την Καμάρα που προφανώς κατά τον 1ο αιώνα π. Χ. μετατρέπεται σε κέντρο των Λατίων. Τόσο η αναφορά της από γεωγράφους των αυτοκρατορικών και μεταγενέστερων χρόνων όσο και τα επιγραφικά και αρχαιολογικά κατάλοιπα μαρτυρούν ιδιαίτερη άνθηση της πόλης κατά τη ρωμαιοκρατία. Η οικονομία της πόλης κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π. Χ. στηριζόταν, κατά κύριο λόγο, στη μισθοφορία και την πειρατεία, ενώ κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους –με την επικράτηση της pax romana– στο εμπόριο, καθώς εξελίχθηκε σε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο. Εξάλλου, μαρτυρούνται αρκετές λατρείες της πόλης.

Η ιστορία των ανασκαφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος που ταύτισε τον Άγ. Νικόλαο με την Καμάρα ήταν ο Βρετανός ναύαρχος Thomas Spratt περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Κατά τα τέλη του ιδίου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα δημοσιεύονται αρκετές επιγραφές που βρέθηκαν στην πόλη, μεταξύ αυτών και ορισμένες στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1908 από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Στέφανο Ξανθουδίδη. Το σύνολο των ως τότε γνωστών επιγραφών, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών επιτυμβίων, εκδίδεται στο κρητικό επιγραφικό corpus το 1935 από την Ιταλίδα επιγραφολόγο Margerita Guarducci (IC I, XVI, 15-54). Είναι άξιο αναφοράς ότι στην περιοχή Λατούς και Καμάρας περισυνελέγη το πλέον εκτεταμένο επιγραφικό υλικό από αρχαία πόλη της Κρήτης, εξαιρουμένης της Γόρτυνας. Μέχρι σήμερα συνεχίζουν να δημοσιεύονται από διάφορους ερευνητές επιγραφές ελληνιστικής-ρωμαϊκής εποχής από την Καμάρα, μεταξύ αυτών και αρκετές ανήκουσες στην κατηγορία του επιτυμβίου επιγράμματος (βλ. βιβλιογραφία). Αν και δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφές στον Άγιο Νικόλαο, η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα και η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής έχουν οδηγήσει στη διεξαγωγή πολλών σωστικών ανασκαφών από την αρμόδια Εφορεία, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί μεγάλο μέρος των ελληνιστικών-ρωμαϊκών νεκροταφείων της πόλης στις θέσεις «Σταυρός», «Ποταμός» και «Καζάρμα», στα οποία γίνεται αναφορά στη συνέχεια. Παρόμοιας φύσης ανασκαφές στο κέντρο της σύγχρονης πόλης έχουν φέρει στο φως κάποια κτηριακά λείψανα της Καμάρας. Ως προς την Αρχαιολογική Εταιρεία, με πιστώσεις της ο τότε Επιμελητής Αρχαιοτήτων Κωστής Δαβάρας ανέσκαψε κατά το έτος 1971 τάφο στο νεκροταφείο του Ποταμού. Επιπλέον, περισυνέλεξε το ίδιο έτος αρχιτεκτονικά μέλη από την περιοχή της πόλης και το 1977 δύο επιτύμβιες στήλες από το νεκροταφείο του Σταυρού.

Τα νεκροταφεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά και σημαντικά είναι τα ευρήματα από τα τρία νεκροταφεία της πόλης, τα ακριβή όρια των οποίων δεν έχουν, ωστόσο, ακόμη διευκρινισθεί.

Νεκροταφείο Σταυρού: Βρίσκεται νοτιοδυτικά του σύγχρονου οικισμού, στην ομώνυμη θέση όπου και ναΐδριο του Τιμίου Σταυρού. Αν και επιτύμβια μνημεία από το χώρο αυτό ήταν γνωστά και πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1953 ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων ερεύνησε για πρώτη φορά έναν ύστερο ελληνιστικό τάφο, καθιστώντας σαφές ότι στο χώρο υπήρχε αρχαία νεκρόπολη. Από το 1988 και εντεύθεν η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων έχει ανασκάψει πάνω από 80 τάφους, οι οποίοι καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το β΄ ήμισυ του 3ου π. Χ. μέχρι τον 2ο μ. Χ. αιώνα. Οι αποκαλυφθέντες τάφοι επιμερίζονται τυπολογικά σε τέσσερις τύπους: σε κεραμοσκεπείς, απλούς λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους και κτιστούς. Το 1977 ο Κ. Δαβάρας δημοσίευσε στα Πρακτικά τις ακόλουθες δύο επιτύμβιες στήλες, οι οποίες βρέθηκαν από ιδιώτη στο Σταυρό και παραδόθηκαν στο Μουσείο Αγίου Νικολάου:

Στήλη ακανόνιστου σχήματος από τιτανόλιθο (εικ. 1), η οποία βρέθηκε στον αγρό Ν. Εμμ. Αλεξάκη (αρ. ευρ. 6877· ύψ.: 0,51 μ.· πλ.: 0,44 μ.· πάχ.: 0,26 μ. κάτω-0,18 μ. πάνω). Το κατώτερο μέρος σε ύψος 0,27 μ. και η κορυφή της στήλης είναι αδρά κατεργασμένα, η πίσω πλευρά αργή. Η κύρια όψη φέρει την παρακάτω δίστιχη επιγραφή του 1ου ή 2ου μ. Χ. αιώνα (ύψ. γραμμάτων: 0.045 μ.):

Προθθώι | Ποδαίθω[νος]. SEG 27, 1977 αρ. 638

Κατά το Δαβάρα, το Προθθώι είναι γυναικείο υποκοριστικό του ονόματος Προσθένης, ενώ το Ποδαίθων φαίνεται ότι συνηθιζόταν στην περιοχή της Λατούς.

Στήλη ορθογωνίου σχήματος από υπόλευκο μάρμαρο (εικ. 2), η οποία βρέθηκε στον αγρό του Εμμ. Θραψανιωτάκη (αρ. ευρ. 6876· ύψ.: 0,555 μ.· πλ.: 0,295 πάνω-0,28 μ. κάτω· πάχ.: 0,11 μ.). Στο μέσον της κύριας πλευράς υπάρχει ορθογώνια κόγχη σε σχήμα ναΐσκου (0,21x0,31 μ.) με έγγλυφη όρθια γυναικεία μορφή, αποδιδόμενη κατενώπιον με ποδήρη χιτώνα και ιμάτιο, της οποίας οι λεπτομέρειες έχουν καταστραφεί δευτερογενώς με σφυρί. Πάνω από την κόγχη σώζεται αμελής τρίστιχη επιγραφή του 1ου-2ου μ. Χ. αιώνα (ύψ. γραμμάτων: άνισο):

Αμυρ- | α | ΘΕΟ[.]ΗΜΠΤΟΣ χαῖρε. SEG 27, 1977 αρ. 637· 29, 1979, αρ. 829

Το πρώτο όνομα πιθανώς ήταν το γυναικείο Ἀμύρα, ενώ το δεύτερο είναι ασαφές. Πάντως, ο τρίτος στίχος δεν αποκλείεται να είναι μεταγενέστερος.

Νεκροταφείο Ποταμού: Τούτο βρίσκεται βόρεια του προηγουμένου στην θέση «Ποταμός», όπου και κοίτη ξεροποτάμου. Στην κοίτη, σε οικόπεδα πλησίον της σημερινής οδού Λατούς αλλά και στην όμορη με αυτές περιοχή έχουν έρθει στο φως από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τουλάχιστον 140 τάφοι, η πλειονότητα των οποίων ανήκει στους τύπους των απλών λακκοειδών και κεραμοσκεπών, ενώ υπάρχουν και δείγματα κτιστών τάφων. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το 1971 ο Κωστής Δαβάρας ερεύνησε για λογαριασμό της Εταιρείας κεραμοσκεπή τάφο ρωμαϊκής εποχής σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Εμμ. Καροφυλάκη στην οδό Λατούς 27, τον οποίο παρουσίασε στα Πρακτικά του ιδίου έτους και στο Αρχαιολογικό Δελτίο του 1972. Ο τάφος βρισκόταν σε βάθος δύο μέτρων· βρέθηκε ακέραιη κέραμος (διαστ.: 0,61x0,48· πάχ.: 0,045 μ.· ύψ. περιχειλώματος: 0,025 μ.) όπως και αμφορέας χωρίς διακόσμηση (σωζ. ύψ. 0,29 μ.). Το επόμενο έτος έρευνα της Εφορείας στο ίδιο οικόπεδο αποκάλυψε οξυπύθμενο αμφορέα ύψους 0,515 μ., πυξίδα με πόδι και κατακόρυφες λαβές καθώς και όστρακα, μερικά εκ των οποίων προερχόμενα από μικρές ληκύθους. Τα παραπάνω φαίνεται ότι προέρχονταν από έτερο τάφο ρωμαϊκής εποχής. Αυτά και κάποια άλλα ευρήματα οδήγησαν σε ανασκαφή της Εφορείας στην κοίτη του ξεροπόταμου, την οποία διενήργησε το 1978 ο Δαβάρας. Ερευνήθηκε συστάδα 21 τάφων του 1ου αιώνα μ. Χ., η δημοσίευση των οποίων έγινε το 1985 στην Αρχαιολογική Εφημερίδα. Κάποιοι τάφοι ήταν κεραμοσκεπείς καλυβίτες με στρωτήρες και καλυπτήρες κορινθιακού τύπου, ένας εν μέρει κτιστός, ενώ οι περισσότερο ήταν απλοί λακκοειδείς. Στα κινητά ευρήματα, συγκαταλέγονται, εκτός από κεραμική, πήλινα ειδώλια και προσωπεία, γυάλινα αγγεία, χάλκινα σκεύη και κάτοπτρα, κοσμήματα, νομίσματα, ενώ δεν παρατηρείται αυστηρή συνάρτηση κάποιου είδους κτερισμάτων με συγκεκριμένο ταφικό τύπο. Τοιουτοτρόπως, σε κεραμοσκεπή τάφο (αρ. 8) νεαρού ατόμου βρέθηκε στεγγλίδα και χρυσός στέφανος τοποθετημένος στο κεφάλι του, ενώ σε λακκοειδή τάφο γυναίκας (αρ. 12) βρέθηκαν αντικείμενα από ελεφαντοστό και χρυσό δακτυλίδι με δακτυλιόλιθο από σάρδιο. Οι περισσότεροι νεκροί είχαν τοποθετημένα τα χέρια στην ηβική χώρα και ανορθωμένο μέσω λίθου το κεφάλι. Σημειώνεται ότι βρέθηκαν και δύο παιδικές ταφικές. Οι σωστικές ανασκαφές στο νεκροταφείο του Ποταμού συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Νεκροταφείο Καζάρμα: Αν και δεν έχει άμεση σχέση με τις έρευνες της Εταιρείας, το τρίτο νεκροταφείο βρίσκεται σε λόφο στη θέση «Καζάρμα», βόρεια του νεκροταφείου Ποταμού και στα δυτικά της αρχαίας πόλης. Τα ευρήματα προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από την περιοχή γύρω από τη σημερινή οδό Νικολάου Πλαστήρα. Έχουν ερευνηθεί, μεταξύ άλλων, τάφοι ελληνιστικής εποχής λαξευμένοι στο μαλακό βράχο του λόφου κατά τα έτη 1973 και 1985 καθώς και ρωμαϊκοί το 1976. Προς τούτοις, είναι γνωστά περαιτέρω επιτύμβια μνημεία που βρέθηκαν σε άλλα ή άγνωστα σημεία της πόλης, κάποια των οποίων έχει δημοσιεύσει ο Δαβάρας στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1980 και αλλού.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι κατά την ύστερη ελληνιστική και κυρίως ρωμαϊκή περίοδο η Καμάρα ήταν ακμάζουσα πόλη της ανατολικής Κρήτης. Τα κτερίσματα των τάφων παραπέμπουν σε μια πυκνή επικοινωνία με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, κυρίως με τα ανατολικό τμήμα του. Πολιτισμική επαφή με την ανατολική Μεσόγειο φανερώνει και ο μεγάλος αριθμός των περίτεχνων επιτυμβίων επιγραμμάτων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων που έχουν βρεθεί στην Καμάρα, τα οποία με βεβαιότητα προορίζονταν για μέλη της ιθύνουσας τάξης. Από την άλλη, οι στήλες που περιγράφηκαν παραπάνω ανήκαν προφανώς σε λιγότερο εύπορους κατοίκους της πόλης, αν και τα ευρήματα του νεκροταφείου στον Ποταμό καθιστούν πρόδηλο το γενικότερο υψηλό βιοτικό επίπεδο της πόλης, τουλάχιστον κατά τα αυτοκρατορικά χρόνια.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • L. Mariani, Antichità Cretesi, MonAnt 6, 1895, 275-280.
  • H. Van Effenterre, Documents edilitaires de Lato, REA 45, 1943, 27-39.
  • Ν. Πλάτων, Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1953, Κρητ. Χρον. 7, 1953, 486 [Σταυρός].
  • Κ. Δαβάρας, Επιγραφαί εκ Κρήτης ΙΙ, ΑΔ 18, 1963 (1964), Μελ., 141-160, κυρίως 153-160 αρ. 4-6, 14-15.
  • Ι. Α. Σακελλαράκης, ΑΔ 20, 1965 (1968) Β3, Χρον., 564 (Οδ. Κουνδούρου-Σφακιανάκη].
  • Στ. Αλεξίου, ΑΔ 23, 1968 (1969) Β2, Χρον., 404 [Ποταμός].
  • Κ. Δαβάρας, ΑΔ 27, 1972 (1977) Β2, Χρον., 645 εικ. 600 γ [Ποταμός/οικόπεδο Χαρούλη].
  • Κ. Δαβάρας, ΑΔ 28, 1973 (1977) Β2, Χρον., 586, 592-593 [Ποταμός/οδ. Πλαστήρα].
  • Κ. Δαβάρας, ΑΔ 31, 1976 (1984) Β2, Χρον., 373-374 [Οδ. Πλαστήρα].
  • Κ. Δαβάρας, ΑΔ 33, 1978 (1985) Β2, Χρον., 385-388 [Ποταμός].
  • I. F. Sanders, Roman Crete. An Archaeological Survey and Gazetteer of Late Hellenistic, Roman and Early Byzantine Crete (Warminister-Wilts 1982), 142 αρ. 3/14.
  • Στ. Αποστολάκου, ΑΔ 38, 1983 (1989) Β2, Χρον., 377-379 [Κιτροπλατεία].
  • Σ. Αποστολάκου, ΑΔ 40, 1985 (1990), Χρον., 301-302 [Οδ. Σκορδυλών].
  • Στ. Αποστολάκου, ΑΔ 43, 1988 (1993) Β2, Χρον., 563-567 [Σταυρός].
  • Στ. Αποστολάκου, ΑΔ 44, 1989 (1995) Β2, Χρον., 461-463 [Σταυρός/Οδ. Πλαστήρα].
  • M. W. Baldwin-Bowsky, Epigrams to an Elder Statesman and a Young Noble from Lato Pros Camara (Crete), Hesperia 58, 1989, 115- 129.
  • M. W. Balwin-Bowsky, Portrait of a Polis: Lato pros Kamara (Crete) in the Late Second Century B.C., Hesperia 58, 1989, 331-347.
  • Στ. Αποστολάκου, ΑΔ 45, 1990 (1995) Β2, Χρον., 452-453 [Σταυρός/Οδ. Πλαστήρα].
  • Στ. Αποστολάκου, ΑΔ 47, 1992 (1997) Β2, Χρον., 601-602 [Οδ. Λατούς/Οδ. Πλαστήρα].
  • Στ. Αποστολάκου, ΑΔ 48, 1993 (1998) Β2, Χρον., 496-498 [Σταυρός].
  • Στ. Αποστολάκου, Ελληνιστικό-πρώιμο ρωμαϊκό νεκροταφείο Αγ. Νικολάου, σε: Πεπραγμένα του Ζ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνο 1995), τ. Α1, 33-40 σχ. 1 [με τοπογραφικό σχέδιο των νεκροταφείων].
  • Β. Ζωγραφάκη, ΑΔ 51, 1996 (2001) Β2, Χρον., 657-658 [περιοχή Ο.Τ.Ε.].
  • A. Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit (Stuttgart 1996), 104-108, 428-429.
  • Β. Αποστολάκου, ΑΔ 53, 1998 (2004) Β3, Χρον., 877-878 [Σταυρός].
  • Β. Αποστολάκου, ΑΔ 55, 2000 (2009) Β2, Χρον., 1042 με σημ. 3 [Ποταμός].
  • Κ. Δαβάρας, Ο Άγιος Νικόλαος κατά την αρχαιότητα, σε: Ο Άγιος Νικόλαος και η περιοχή του ([Ηράκλειο] 2000), 11-15 [με παλαιότερη βιβλιογραφία, σ. 44].
  • Β. Αποστολάκου, ΑΔ 56-59, 2001-2004 (2012) Β5, Χρον., 477-486 με σημ. 1, [Ποταμός].
  • A. Martínez-Fernández – V. Zographaki, Una inscripcion funeraria de Camara (Creta), ZPE 139, 2002, 117-118.
  • Β. Αποστολάκου, Λατώ (Αθήνα 2003), κυρίως 6-12, 35-37.
  • K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit (Heidelberg 2002), 65-67.
  • A. Martínez-Fernández – S. Apostolakou, Dos nuevos epigramas funerarios de Λατώ προς Καμάρα, Creta, ZPE 150, 2004, 43-47.
  • Β. Αποστολάκου, ΑΔ 60, 2005 (2013) Β2, Χρον., 1050-1051 [Σταυρός].
  • Β. Αποστολάκου, ΑΔ 61, 2006 (2014) Β2, Χρον., 1167-1168 [Σταυρός].
  • A. Martínez-Fernández, Epigramas Helenísticos de Creta (Madrid 2006).
  • Β. Αποστολάκου, ΧΑΡΩΙ ΕΝΙΠΑΝΤΟΣ. Επιτύμβιο επίγραμμα από την Αρχαία Καμάρα, σε: A. Martínez Fernández (επιμ.), Estudios de Epigrafia Griega (La Laguna 2009), 457-468 με σημ. 1-5.
  • Β. Αποστολάκου, Από την πρώιμη εποχή του σιδήρου έως το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου, σε: Β. Αποστολάκου et al., Ο Άγιος Νικόλαος και η περιοχή του. Περιήγηση στο χώρο και στο χρόνο (Άγιος Νικόλαος 2010), 53-104.
  • K. Sporn, Römische Grabreliefs auf Kreta. Alte Traditionen und neue Wege, σε: Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου – Π. Καραναστάση – Δ. Δαμάσκος (επιμ.), Κλασική παράδοση και νεωτερικά στοιχεία στην πλαστική της ρωμαϊκής Ελλάδας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, 7-9 Μαΐου 2009 (Θεσσαλονίκη 2012), 451‒466, κυρίως 456-658 εικ. 3 [για μια ρωμαϊκή επιτύμβια στήλη].
  • Στ. Ξανθουδίδης, Εκ Κρήτης, ΑΕ 1908, 197-244, κυρίως 207-231.
  • Έργον 1971, 263-264.
  • Κ. Δαβάρας, Περισυλλογή αρχαίων Ανατολικής Κρήτης, ΠΑΕ 1971, 301.
  • Έργον 1977, 209.
  • Κ. Δαβάρας, Περισυλλογή αρχαίων Ανατολικής Κρήτης, ΠΑΕ 1977, 491-492.
  • Κ. Δαβάρας, Κρητικές επιγραφές ΙΙΙ, ΑΕ 1980, 27-36 αρ. 28-43.
  • Κ. Δαβάρας, Ρωμαϊκό νεκροταφείο Αγίου Νικολάου, ΑΕ 1985, 130-216.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]