Μετάβαση στο περιεχόμενο

Απόδειξη (δικονομία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γενικά στη Δικονομία και την Ανακριτική με τον όρο απόδειξη, χαρακτηρίζεται το σύνολο των ενεργειών, μεθόδων, δια των οποίων είναι δυνατόν να σχηματιστεί η πεποίθηση για την αλήθεια ή όχι γεγονότων ή προβαλλομένων ισχυρισμών. Κάθε μία ενέργεια ή μέσο που λαμβάνεται ή ακολουθείται επ΄ αυτού αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο.

Ειδικότερα στη Δικονομία με την ευρύτερη έννοια του όρου χαρακτηρίζονται οι ενέργειες και τα μέσα που λαμβάνονται υπόψη στη πορεία της δίκης, με τα οποία ο δικαστής άγεται στο συμπέρασμα περί της τέλεσης ή όχι αξιόποινης πράξης εκ μέρους του κατηγορουμένου, όπου σε καταφατική περίπτωση περί του βαθμού της ενοχής αυτού, αλλά και της διαπίστωσης κάθε άλλου γεγονότος που σχετίζεται στον προσδιορισμό του δράστη ή των δραστών.

Αντικείμενο απόδειξης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντικείμενο απόδειξης μπορεί ν΄ αποτελέσει οποιοδήποτε αμφίβολο πραγματικό γεγονός, η διαλεύκανση του οποίου, συνηθέστερα, αποτελεί τη βάση επί της οποίας ο δικαστής στηρίζεται στην έκδοση της απόφασής του. Ειδικότερα αντικείμενο απόδειξης μπορεί να είναι

  1. Πραγματικό περιστατικό, όπου η ύπαρξή του απαιτείται για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Για παράδειγμα σε περίπτωση κλοπής αντικείμενο απόδειξης είναι η αποδεδειγμένη αφαίρεση αγαθού από τη κατοχή του θύματος, ή σε περίπτωση αποπλάνησης, αν συνέβη ομοίως ασελγής πράξη, ή η ηλικία κατά το χρόνο τέλεσης προσδιορίζει ασφαλώς αυτό το αδίκημα κ.λπ.
  2. Γεγονός σχετιζόμενο με την υποκειμενική υπαιτιότητα, που αφορά τον κατηγορούμενο. Δηλαδή αν ενήργησε με δόλο, ή αμέλεια, ή το αποτέλεσμα της πράξης του οφείλεται σε τυχαίο γεγονός.
  3. Λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, όπως προσδιορίζεται από διάφορες διατάξεις του Ποινικού Δικαίου.
  4. Λόγος που αποκλείει ή μειώνει τον καταλογισμό της πράξης, κατά του κατηγορουμένου π.χ. πνευματική διατάραξη, όταν τυγχάνει κωφάλαλος, όπως προβλέπουν σχετικά άρθρα του Π.Κ.
  5. Λόγος προσωπικός ένεκα ιδιότητας του δράστη π.χ. αν είναι αλλοδαπός ή συντρέχουν ιδιαίτερες διατάξεις ασυλίας.
  6. Λόγος που εξαλείφει το αξιόποινο της πράξης όπως π.χ. σε περίπτωση έμπρακτης μετάνοιας, υπαναχώρηση κατά την απόπειρα, θανάτου του υπαίτιου, ή εκ παραγραφής.
  7. Η συνδρομή ή όχι προς το δράστη που αφορά ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 του Π.Κ.
  8. Η φυσική και ψυχική κατάσταση επί ανθρωποκτονίας, δηλαδή βρασμός ψυχής ορμής κ.λπ.
  9. Περιστατικό που συνεπάγεται εκ του νόμου επίταση ή μείωση της ποινής σύμφωνα με διατάξεις επί ειδικών εγκλημάτων π.χ. ιδιώνυμο, ή διακεκριμένο αδίκημα, κ.λπ.

Βασική διάκριση των αποδείξεων στη ποινική δικονομία είναι

  1. Η Άμεση ή ευθεία απόδειξη και η έμμεση απόδειξη, όπου στη μεν πρώτη το γεγονός που ερευνάται προκύπτει αμέσως, π.χ. από επίσημο έγγραφο, ενώ στη δεύτερη αποτελεί ένδειξη.
  2. Η Πλήρης απόδειξη και η ατελής απόδειξη, όπου στη μεν πρώτη η δικανική πεποίθηση παράγεται ευθέως και δεν χρήζει άλλων τινών, ενώ στη δεύτερη παράγονται πιθανολογήσεις.
  3. Η Γενική απόδειξη και η ειδική απόδειξη, όπου η μεν πρώτη αναφέρεται γενικά στην αξιόποινη πράξη, ενώ η δεύτερη σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα ή στάδιο αυτής.
  4. Η Εκούσια απόδειξη και ακούσια απόδειξη που χαρακτηρίζονται εκ της παραγωγής τους.

Στην αρχαιότητα ο Αριστοτέλης διέκρινε στη ρητορική τέχνη την "άτεχνη" και την "έντεχνη απόδειξη".

Ιδιαίτερη διάκριση της απόδειξης κατά θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία είναι: η νομική απόδειξη και η ηθική απόδειξη.
Νομική απόδειξη λέγεται εκείνη που φέρεται σε κανόνες ρητά διατυπωμένους σε νόμους προκειμένου ν΄ αποτελέσουν οδηγία στους δικαστές στη κατάρτιση της απόφασή τους, όπως π.χ. ο νόμος ορίζει «δύο μάρτυρες = πλήρης απόδειξη, ένας μάρτυρας = κανείς μάρτυρας».
Ηθική απόδειξη λέγεται εκείνη δια της οποίας η δικανική πεποίθηση προέρχεται από άμεση και ελεύθερη διάγνωση που απορρέει συνηθέστερα από την πείρα και τη σκέψη.

Το ουσιαστικό στη πράξη των δύο παραπάνω ειδών είναι ότι ενώ στη νομική απόδειξη ένας μάρτυρας ισοδυναμεί με κανένα, στην ηθική απόδειξη μπορεί ο ένας μάρτυρας κρινόμενος αξιόπιστος να διαμορφώσει δικανική πεποίθηση περί αθώωσης ή ενοχής παρά την ύπαρξη περισσοτέρων μαρτύρων πλην όμως αναξιόπιστων με αντίθετες καταθέσεις.

Βάρος της απόδειξης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βάρος της απόδειξης των γεγονότων που έλαβαν χώρα σε υπόθεση μίας ποινικής δίκης, σε αντίθεση προς την πολιτική, φέρει τόσο η ανακριτική Αρχή όσο και η δικαστική Αρχή ενώ οι διάδικοι απλά υποβοηθούν το έργο αυτών. Ειδικότερα ο δικαστής οφείλει να ερευνήσει κάθε αποδεικτικό μέσο και να προβεί σε κάθε δυνατή έρευνα και ιδία δράση προκειμένου ν΄ αποκαλύψει την όλη αλήθεια και τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η υπό εξέταση αξιόποινη πράξη.

Πολλοί είναι εκείνοι που χαρακτηρίζουν τις αποδείξεις ως τη "ψυχή" της ποινικής διαδικασίας και "κέντρο βαρύτητας" αυτής. Και δεν έχουν άδικο αν ληφθεί υπόψη ότι μπορεί η διαδικασία να ξεκινήσει από μια απλή υπόθεση πλην όμως η καταδικαστική απόφαση θα πρέπει να βασίζεται επί πραγματικών και βεβαιωμένων γεγονότων.
Αλλά και ότι ακόμη αυτό που κυριαρχεί στο σύνηθες μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του χρόνου άσκησης ποινικής δίωξης και της οριστικής και τελεσίδικης απόφασης είναι η προσπάθεια που καταβάλλεται της ανεύρεσης της όλης αλήθειας σε σχέση προς την αξιόποινη πράξη και τον δράστη ή δράστες αυτής ο ομολογούμενος παραπάνω χαρακτηρισμός είναι απόλυτα δίκαιος.

  • Η άποψη αυτή κυριαρχεί σήμερα στη δικονομική παράδοση όλων των δικονομικών συστημάτων των προηγμένων χωρών του κόσμου.
  • Ελληνικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας άρθρο 177.
  • Δ. Τζιώρας «Σύστημα Ελληνικής Ποινικής Δικονομίας» τομ. Β΄, σελ.3
  • Π. Πιστογιάννης «Ανακριτική» - Θεσσαλονίκη 1983. σελ.147 κ.ε.