Αμβρόσιος Σερεμπρένικοφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμβρόσιος Σερεμπρένικοφ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1745 ή 1749[1]
d:Q4126827
Θάνατος13ιουλ. / 24  Οκτωβρίου 1792γρηγ. ή 24  Οκτωβρίου 1792[1]
Πολτάβα
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Σπουδέςd:Q4130474
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμεταφραστής
ΕργοδότηςΣεμινάριο της Λαύρας Τρόιτσε-Σεργκίγεβα
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΠρύτανης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος, κατά κόσμο Αβραάμ Νικίτιτς Σερεμπρένικοφ ή Σερεμπριακόφ (ρωσ. Архиепископ Амвросий, Авраам Никитич Серебренников/Серебряков, 1745 – 13 Οκτωβρίου 1792) ήταν ιεράρχης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, συγκεκριμένα Αρχιεπίσκοπος Αικατερινοσλάβ και Χερσωνοταυρίδος (ως διάδοχος του Νικηφόρου Θεοτόκη), και Ακαδημαϊκός, γνωστός για τη ρητορική του ικανότητα.

Ο Αμβρόσιος γεννήθηκε (ως Αβραάμ) στο χωριό Οτσινό του τότε Κυβερνείου του Καζάν, το σημερινό Βοτσινά στο Όμπλαστ του Κίροφ. Το 1758 εισήλθε στην εκκλησιαστική σχολή Βιάτσκαγια, μετά την οποία συνέχισε τις σπουδές του στη Σλαβοελληνολατινική Ακαδημία. Μετά την αποφοίτησή του από εκεί το 1768 δίδαξε στη Βιάτσκαγια και στη σχολή της Λαύρας Τρόιτσε-Σέργκιεβα. Το 1778 ο Αμβρόσιος μετατέθηκε στο Τμήμα Φιλοσοφίας της Σλαβοελληνολατινικής Ακαδημίας και το 1782 διορίστηκε πρύτανης της Θεολογικής Σχολής του Νόβγκοροντ, οπότε, προαγόμενος σε αρχιμανδρίτη, έγινε ηγούμενος της Μονής του Αγίου Αντωνίου του Νόβγκοροντ.

Το 1783 χειροτονήθηκε επίσκοπος και στις 26 Δεκεμβρίου ανέλαβε την Επισκοπή Ολόνετς και Καργοπόλεως, στη βόρεια Ρωσία.[2] Στις 28 Νοεμβρίου 1786 διορίστηκε αρχιεπίσκοπος Αικατερινοσλάβ και Χερσωνοταυρίδος, διαδεχόμενος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Έλληνα Νικηφόρο Θεοτόκη, ο οποίος μετατέθηκε στην Αρχιεπισκοπή Άστραχαν και Σταυρουπόλεως. Με τη διαδοχή αυτή άλλαξε και η ονομασία της επισκοπής που ανέλαβε ο Αμβρόσιος, από «Σκλαβηνίου και Χερσωνοταυρίδος» σε «Αικατερινοσλάβ και Χερσωνοταυρίδος». Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Νέας Ρωσίας κατοικήθηκε από αποίκους και «Παλαιούς Πιστούς» (σχισματικούς), κάτι που απαιτούσε ιδιαίτερη πνευματική και ηθική φροντίδα και καθοδήγηση από τον ποιμένα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος ασχολήθηκε με ιεραποστολική δράση και μετέστρεψε πολλούς Παλαιούς Πιστούς στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Φρόντισε επίσης για την ανατροφή των παιδιών των κληρικών, τη βελτίωση των ναών και του ηθικού επιπέδου των ιερέων.

Είχε την τιμή να βάλει τον ακρογωνιαίο λίθο στα θεμέλια του Καθεδρικού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Μεγάλη Αικατερίνη τού δώρισε έναν διαμαντένιο σταυρό ραμμένο σε ένα επανωκαλύμμαυχο.

Από νεαρής ηλικίας ο Αμβρόσιος είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη ως ιεροκήρυκας με μεγάλες ρητορικές ικανότητες. Ως επιστέγασμα, ο επικήδειος λόγος του δεινού αυτού ρήτορα στην κηδεία του Πρίγκιπα Ποτέμκιν το 1791 θεωρείται ένα αριστούργημα της ρωσικής λογοτεχνίας γενικότερα, για τούτο τυπώθηκε και γνώρισε πολλές εκδόσεις υπό τον τίτλο «Τελευταίος ασπασμός». Ο Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Ευγένιος (Μπολχοβιτίνοφ) απεκάλεσε αυτόν τον λόγο «πρότυπο συγκινητικής ευγλωττίας». Πολλά κηρύγματα του Αμβροσίου τυπώθηκαν επίσης, και πολλά άλλα σώζονται σε χειρόγραφα στη Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης. Γνώριζε τη γαλλική γλώσσα και μετέφρασε στη ρωσική το έργο του Μίλτον «Χαμένος Παράδεισος» όχι από το αγγλικό πρωτότυπο, αλλά από τη γαλλική μετάφραση του έργου. Συνέγραψε επίσης Σύντομη εισαγωγή στη ρωσική ρητορική (Μόσχα 1778, β΄ έκδ. 1791). Με βάση και τη συμμετοχή του στη σύνταξη ενός ετυμολογικού λεξικού, ο Αμβρόσιος έγινε μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας (της μετέπειτα Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών) το 1785. Απεβίωσε στην Πολτάβα σε ηλικία 47 ετών. Στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αικατερινοσλάβ και Χερσωνοταυρίδος τον διαδέχθηκε ο Ρουμάνος κληρικός Γαβριήλ (κατά κόσμο Γρηγόριος Μπενουλέσκου-Μποντόνι).


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Словарь русских писателей XVIII века. Выпуск 3: Р—Я» (Ρωσικά) Nauka. Αγία Πετρούπολη. 2010. ISBN-13 978-5-02-025203-5.
  2. Девятисотлетие русской иерархии, 988-1888 — М.: тип. Э, Лисснера и Ю. Романа, 1888, σελ. 73

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 712