Αλήθεια και Μέθοδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αλήθεια και μέθοδος: Βασικές αρχές μιας φιλοσοφικής Ερμηνευτικής (γερμ. Wahrheit und Methode: Grundzüge einer philosophischen Hermeneutik) είναι ο τίτλος του πιο γνωστού βιβλίου του Γερμανού φιλοσόφου Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, που εκδόθηκε το 1960 στο Τύμπινγκεν από τον εκδοτικό οίκο Mohr/Siebeck.

Στο Αλήθεια και Μέθοδος, που θεωρείται το «έργο ζωής» του, ο Γκάνταμερ προτείνει μια οικουμενική Φιλοσοφική Ερμηνευτική, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο του βιβλίου, και ταυτόχρονα ολοκληρώνει την οντολογική στροφή της Ερμηνευτικής,[1] φέρνοντας στο προσκήνιο το ερώτημα, πώς πλάθει ο άνθρωπος στην ιστορική πορεία του τον εαυτό του και τον κόσμο του μέσω της κατανοητικής διαδικασίας. Στην προσπάθειά του να προσεγγίσει αυτή τη διαδικασία, ο Γκάνταμερ προτείνει και νέες φιλοσοφικές εννοιοδοτήσεις της αλήθειας (Wahrheit), του νοήματος (Sinn), της γνώσης (Erkenntnis) και της κατανόησης (Verstehen).

Ο Γκάνταμερ διακρίνει τη Φιλοσοφική Ερμηνευτική από τη Γενική Ερμηνευτική, δηλαδή από την τέχνη της απλής ερμηνείας και εξήγησης κειμένων, όπως την ασκούσαν ως τότε κυρίως οι θεολόγοι, οι φιλόλογοι και οι νομικοί.[2] Η Ερμηνευτική, με αυτή την έννοια, δεν είναι ούτε θεωρία, αλλά ούτε και μέθοδος ή μεθοδολογία.[3] Η Ερμηνευτική ασχολείται πρωτίστως με τη διαδικασία του κατανοείν και της ορθής, κατά τα πράγματα, ερμηνείας του νοήματος που πρέπει να κατανοηθεί. Δεν περιορίζεται στην εξεύρεση της επιστημονικής αλήθειας μέσω μεθόδων, αποδείξεων και εξηγήσεων, όπως κάνουν οι μεμονωμένες επιστήμες και η επιστημολογία που διέπει την εγκυρότητά τους. Αλήθεια μπορεί να αποκαλύπτει και η τέχνη και η ιστορία, τις οποίες ο Γκανταμερ κατατάσσει στις επιστήμες του πνεύματος (Geisteswissenschaften) με την ευρεία έννοια. Αυτή την αλήθεια τη γνωρίζει κανείς μέσω του κατανοείν σε μορφή διαλόγου, στον οποίο τίθεται απέναντι ένας συνομιλητής ή ένα κείμενο, ένας πίνακας ζωγραφικής ή ένα αρχιτεκτόνημα, ένα μουσικό έργο ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να φέρει νόημα που πρέπει να γίνει κατανοητό. Η Ερμηνευτική είναι αρμόδια να νομιμοποιήσει αυτή την αλήθεια που υπερβαίνει την επιστημονική μεθοδολογία.

Απόλυτη αλήθεια όμως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί· μπορεί να επιτευχθεί μόνο διϋποκειμενικό νόημα μέσω της επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους. Κατά τούτο η ερμηνευτική διαδικασία υπόκειται στην ιστορική μεταβολή. Στις συνθήκες «διαλόγου» με ένα φορέα νοήματος συγκροτείται όμως και ο ερμηνευτής. Με αυτή την έννοια, η Ερμηνευτική είναι και διαδικασία αναστοχασμού γύρω από τον εαυτό.

Ο ερμηνευτικός κύκλος και το πρόβλημα των προκαταλήψεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το νόημα κατά τη Φιλοσοφική Ερμηνευτική δεν προϋπάρχει λογικά, εκτός αν είναι δόγμα. Το νόημα προκύπτει με διαρκή κίνηση από το γενικό στο ειδικό και αντίστροφα, ωσότου εξαλειφθούν – προσωρινά βεβαίως – τα κενά και οι εσωτερικές αντιφάσεις της ερμηνείας. Από λογική άποψη, λοιπόν, η κατανοητική διαδικασία έχει κυκλική δομή· συνιστά έναν ερμηνευτικό κύκλο.[4] Στην πράξη όμως προσεγγίζω ένα συνομιλητή, ένα κείμενο ή ένα έργο τέχνης με μια συγκεκριμένη υπόθεση, την οποία αναθεωρώ σταδιακά, όσο περισσότερο εμβαθύνω στο νόημα που προσπαθώ να κατανοήσω. Αυτή η υπόθεση είναι μια πρότερη γνώμη ή μια προκατάληψη για το εκάστοτε θέμα. Θα αποκτήσει το κύρος αλήθειας στον βαθμό που, μέσω του «διαλόγου» με τον φορέα νοήματος, είμαι διατεθειμένος να ελέγξω την εγκυρότητα και την προέλευση της δικής μου γνώμης και να την αντιπαραθέσω προς το νόημα του φορέα. Η αλήθεια που θα προκύψει θα περικλείει τη δική μου γνώμη και το νόημα του φορέα και κατά τούτο θα συνιστά διεύρυνση των οριζόντων μου.

Στην εκ των προτέρων κρίση (Vorurteil) ή γνώμη (Vormeinung) για τα πράγματα δίνει ιδιαίτερη προσοχή ο Γκάνταμερ[5] θεωρώντας τη αναπόσπαστο στοιχείο του εγχειρήματος κατανόησης στον βαθμό που ο ερμηνευτής είναι διατεθειμένος να αλλάξει κρίση ή γνώμη στην πορεία της ερμηνευτικής διαδικασίας. Η έννοια της εκ των προτέρων κρίσης απέκτησε τους αρνητικούς συνειρμούς της αβάσιμης προκατάληψης και δυσφημίστηκε από την άτεγκτη προσήλωση του Διαφωτισμού στον ορθό λόγο, ο οποίος παρέβλεψε ότι ακόμα και το πιο ελεύθερο πνεύμα παραμένει ανθρώπινο και υπόκειται σε περιορισμούς, συνεπώς και σε προκαταλήψεις. Η εμμονή του Διαφωτισμού με την ορθολογικότητα δεν εξάλειψε κάθε πηγή αυθεντίας, όπως διακήρυττε· απλώς κατέστησε την ορθολογικότητα έσχατη πηγή αυθεντίας στη θέση της παράδοσης.

Στην κριτική αυτή του Διαφωτισμού αξίζει να προστεθεί και η άποψη του Παναγιώτη Κονδύλη, ότι ο ορθολογισμός των Νέων Χρόνων μεταχειρίστηκε μεταφυσικές έννοιες και μεταφυσικούς τρόπους σκέψης στον βαθμό που έθετε αξιώσεις κυριαρχίας.[6] Ο άνθρωπος δύσκολα θα φτάσει ποτέ στην απόλυτη, καθολική και τελεσίδικη αλήθεια, και τούτο όχι επειδή ο νους του είναι πεπερασμένος, όσο επειδή ο άνθρωπος πιστεύει σε ηθικές κανονιστικές αρχές που δεν τεκμηριώνονται λογικά[7] και ακόμη επειδή ο άνθρωπος ζει σε ένα κόσμο μεταβλητό και συχνά αστάθμητο, στον οποίο η πιθανότητα έχει μεγαλύτερη πρακτική αξία από την αλήθεια.[8] Η ενίσχυση του ορθού λόγου και της ελευθερίας στον Διαφωτισμό φόρτισαν αρνητικά την έννοια της αυθεντίας με τα χαρακτηριστικά της απαίτησης τυφλής υπακοής. Η αυθεντία όμως πρέπει να αποκτάται με την αναγνώριση και την ανωτερότητα στην κρίση και τη διορατικότητα και όχι κατ’ απονομή. Με αυτή την έννοια είναι και η αυθεντία μια πηγή αλήθειας. Η ιστορική παράδοση, φερ’ ειπείν, συμπεριλαμβανομένης και της πνευματικής κληρονομιάς, διαθέτει για τον Γκάνταμερ αυξημένο κύρος αυθεντίας. Εξάλλου, καθώς η ορθολογική επιστήμη υπόκειται και αυτή στην εξέλιξη και τη μεταβολή, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μέρος της ιστορίας και συνεπώς κάποιας παράδοσης.

Το ερμηνευτικό πρόβλημα της εφαρμογής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κατανοείν κατά τον Γκάνταμερ δεν περιορίζεται στην ερμηνεία και την εξήγηση, όπως πίστευε η παραδοσιακή επιστήμη της ερμηνευτικής, αλλά συμπεριλαμβάνει και την εφαρμογή σε μια δεδομένη κατάσταση. «Στο κατανοείν συμβαίνει πάντοτε κάτι σαν εφαρμογή του κατανοητέου κειμένου στην παρούσα κατάσταση του ερμηνευτή», γράφει ο Γκάνταμερ.[9] Η ερμηνεία του νόμου, για παράδειγμα, είναι ταυτόχρονα και εφαρμογή του σε μια συγκεκριμένη περίπτωση· η εφαρμογή σε άλλη περίπτωση απαιτεί νέα ερμηνεία. Στη σχέση του γενικού (του κατανοητέου νοήματος) προς το ειδικό (τα πραγματικά δεδομένα μίας περίπτωσης) εκφράζεται επομένως μια ιδιαίτερη λογική δομή, που δεν ανήκει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο αλλά εξαρτάται από τον ανθρώπινο παράγοντα του ερμηνευτή και δεν μπορεί να αντικειμενικοποιηθεί.[10]

Η γένεση του ιστορικού συνειδέναι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ιδιαίτερη κατηγορία του ερμηνευτικού συνειδέναι είναι κατά τον Γκάνταμερ και το ιστορικό συνειδέναι (historisches Bewusstsein), δηλαδή το κατανοείν την υλική και άυλη κληρονομιά του παρελθόντος από τη σκοπιά του εκάστοτε παρόντος. Επειδή ακριβώς η κληρονομιά αυτή ανήκει στο παρελθόν, στην ιστορία, δεν μας είναι κατ’ αρχάς οικεία αλλά απόμακρη. Άρχισε όμως να μας γίνεται οικεία με τη γενικότερη βελτίωση των μεθόδων του κατανοείν και της ερμηνείας του ευρύτερου κοσμικού γίγνεσθαι κατά τους Νέους Χρόνους.[11] Τότε άρχισε να γίνεται αντιληπτό σε όσους προσέγγιζαν δογματικά την Αγία Γραφή, την αρχαία ελληνική και λατινική λογοτεχνία, την κλασική τέχνη και γενικά την παράδοση με σκοπό την καθοδήγηση του παρόντος, ότι η πιστή, κατά γράμμα ερμηνεία δεν ήταν επαρκής για την κατανόηση χωρίς την ιστορική προσέγγιση των συνθηκών διαμόρφωσης της παράδοσης, δηλαδή των ίδιων των προς κατανόηση έργων αλλά και του ιστορικού πλαισίου στο οποίο δημιουργήθηκαν. Στην τομή αυτή βλέπει ο Γκάνταμερ όχι τόσο τη διαφωτιστική αποτίναξη του ζυγού του δογματισμού, όσο τη στροφή από το δογματικό στο ιστορικό συνειδέναι και ταυτόχρονα τη μετουσίωση των επιμέρους κλάδων της παλαιάς θεολογικής, φιλολογικής και νομικής Ερμηνευτικής σε μία ενιαία, οικουμενική Φιλοσοφική Ερμηνευτική. Την εξέλιξη αυτή αποδίδει ο Γκάνταμερ κυρίως στον Σλάιερμάχερ και στις αντιπαραθέσεις του με θεολόγους και φιλολόγους, αλλά και στον Χέγκελ.[12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Tsai 2011, ιδίως σσ. 26-28.
  2. Tsai 2011, σ. 12.
  3. Gadamer 1990 [1960], σ. 3.
  4. Gadamer 1990 [1960], σσ. 194, 270-276.
  5. Gadamer 1990 [1960], σσ. 194, 270-312.
  6. Κονδύλης 2012· Κονδύλης 2015.
  7. Κονδύλης 2012, σ. 28.
  8. Κονδύλης 2012, σσ. 58, 223-248.
  9. Gadamer 1990 [1960], σ. 313.
  10. Florian 2010, σσ. 89-91.
  11. Conrad, Burkhard (23 Σεπτεμβρίου 2019). «Über die „Entstehung des geschichtlichen Bewusstseins" im 19. Jahrhundert – eine Notiz zu Hans-Georg Gadamer». Rotsinn: Das ideengeschichtliche Blog eines Laiendominikaners (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2023. 
  12. Gadamer 1990 [1960], σ. 182-208

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Apel, Karl-Otto (επιμ.) 1971. Hermeneutik und Ideologiekritik. Frankfurt am Main: Suhrkamp, ISBN 978-3518063576.
  • Figal, Günter (επιμ.) 2007. Hans-Georg Gadamer: Wahrheit und Methode, Klassiker Auslegen τ. 30, Berlin: Akademie-Verlag.
  • Franken, Florian 2010. Das Problem der Anwendung bei Gadamer und Wittgenstein. Στο: Richard Heinrich, Elisabeth Nemeth, Wolfram Pichler (επιμ.), Image and Imaging in Philosophy, Science, and the Arts, Papers of the 33rd International Wittgenstein Symposium August 8 – 14, 2010 Kirchberg am Wechsel, σσ. 89–91. Kirchberg am Wechsel: Austrian Ludwig Wittgenstein Society.
  • Gadamer, Hans-Georg 1966. Die Universalität des hermeneutischen Problems. Philosophisches Jahrbuch 73:2, σσ. 215-225.
  • Gadamer, Hans-Georg 1990 [1960]. Gesammelte Werke I. Hermeneutik I. Wahrheit und Methode: Grundzüge einer philosophischen Hermeneutik, Unveränderte Taschenbuchausgabe 1999, Uni-Taschenbücher τ. 2115. Tübingen: Mohr/Siebeck.
  • Grondin, Jean 2000. Einführung zu Gadamer, Uni-Taschenbücher (UTB). Tübingen: Mohr Siebeck.
  • Hofer, Michael - Wischke, Mirko (επιμ.) 2003. Gadamer verstehen – Understanding Gadamer. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft.
  • Kasten, Madeleine - Paul, Herman - Sneller, Rico (επιμ.) 2012. Hermeneutics and the Humanities: Dialogues with Hans-Georg Gadamer. Leiden: Leiden University Press, ISBN 978 90 8728 154 0.
  • Κονδύλης, Παναγιώτης 2012. Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, τ. Α΄: Από τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του Διαφωτισμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. ISBN 978-960-524-372-2.
  • Κονδύλης, Παναγιώτης 2015. Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, τ. Β΄: Από τον Χέγκελ και τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ και τον Βίττγκενσταϊν. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. ISBN 978-960-524-373-9.
  • Tsai, Wei-Ding 2011. Die ontologische Wende der Hermeneutik: Heidegger und Gadamer. Διδακτορική διατριβή, Ludwig-Maximilians-Universität München (https://edoc.ub.uni-muenchen.de/12956/1/Tsai_Wei-Ding.pdf).