Αδένωμα της υπόφυσης
Αδένωμα της υπόφυσης | |
---|---|
Θέση της υπόφυσης (πορτοκαλί χρώμα) στη βάση του κρανίου. | |
Συνώνυμο | νευροενδοκρινικός όγκος υπόφυσης (PitNET) |
Ειδικότητα | Ενδοκρινολογία, οφθαλμολογία, νευροχειρουργική, ογκολογία |
Νοσηρότητα | 0.0757% |
Ταξινόμηση | |
ICD-O | 8272/3 |
Αδένωματα της υπόφυσης είναι όγκοι της πρόσθιας υπόφυσης. Οι περισσότεροι όγκοι της υπόφυσης είναι βραδείας ανάπτυξης και καλοήθεις. Ταξινομούνται με βάση το μέγεθος ή τα κύτταρα προέλευσης.[1][2]
Το αδένωμα της υπόφυσης μπορεί να περιγραφεί ως μικροαδένωμα, μακροαδένωμα και γιγάντιος όγκος με βάση το μέγεθος. Το μικροαδένωμα είναι όγκος μικρότερος από 10 mm, ενώ το μακροαδένωμα περιγράφει όγκο μεγαλύτερο από 10 mm. Οι γιγάντιοι όγκοι της υπόφυσης είναι μεγαλύτεροι από 40 mm.[1]
Με βάση τα κύτταρα προέλευσης, υπάρχουν τα εκκριτικά αδενώματα της υπόφυσης στα οποία ο κυτταρικός τύπος που τα συνθέτει προκαλεί αυξημένη έκκριση μιας ή πολλαπλών ορμονών της πρόσθιας υπόφυσης. Εναλλακτικά, υπάρχουν μη εκκριτικά αδενώματα που δεν εκκρίνουν ορμόνες, αλλά μπορούν δυνητικά να συμπιέσουν τις γύρω περιοχές της πρόσθιας υπόφυσης οδηγώντας σε ορμονικές ανεπάρκειες.[1] Μπορούν επίσης να συμπιέσουν τα οπτικά νεύρα οδηγώνας στη σταδιακή απώλεια της όρασης.[3][4]
Τα αίτια του αδενώματος της υπόφυσης παραμένουν άγνωστα. Τα περισσότερα από τα αδενώματα της υπόφυσης είναι σποραδικά. Σε μια μελέτη με 410 αδενώματα υπόφυσης, το 43% ήταν μη εκκριτικά αδενώματα, το 40% ήταν αδενώματα που εκκρίνουν προλακτίνη, το 11% ήταν αδενώματα που εκκρίνουν αυξητική ορμόνη (GH) και το 6% ήταν αδενώματα που εκκρίνουν αδρενοκορτικοτρόπο ορμόνη (ACTH).[1][5]
Για τη διάγνωση του αδενώματος της υπόφυσης πραγματοποιούνται η φυσική εξέταση, η εξέταση λειτουργίας της όρασης για τον εντοπισμό ελλειμμάτων του οπτικού πεδίου, η εξέταση των ορμονικών επιπέδων στο αίμα και στα ούρα, και η μαγνητική τομογραφία.[3] Για τα περισσότερα αδενώματα, η πρώτη γραμμή αντιμετώπισης περιλαμβάνει την ελάχιστα επεμβατική χειρουργική επέμβαση (διασφηνοειδή) για την αφαίρεση του όγκου,[6][7] που ακολουθείται από την ακτινοθεραπεία, και την μετεγχειρητική φαρμακευτική αγωγή για την αποκατάσταση της κανονικών επιπέδων των ορμονών στον οργανισμό.[3] Για μια ειδική κατηγορία αδενωμάτων, τα προλακτινωμάτα (που εκκρίνουν προλακτίνη), η πρώτη γραμμή αντιμετώπισης περιλαμβάνει τη χρήση είτε της βρωμοκρυπτίνης είτε της καβεργολίνης.[6]
Ανατομία και λειτουργίες της υπόφυσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η υπόφυση είναι ένας ενδοκρινής αδένας που εκκρίνει τις εξής ορμόνες[3]:
- Αδρενοκορτικοτρόπο ορμόνη (ACTH) - η ACTH ενεργοποιεί τα επινεφρίδια να απελευθερώσουν ορμόνες όπως η κορτιζόλη και η αλδοστερόνη. Οι ορμόνες αυτές ρυθμίζουν τον μεταβολισμό υδατανθράκων/πρωτεϊνών και την ισορροπία νερού/νάτριου.
- Αυξητική ορμόνη (GH) — αυτή είναι η κύρια ορμόνη που ρυθμίζει το μεταβολισμό και την ανάπτυξη.
- Ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) και θυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) — αυτές οι ορμόνες ελέγχουν την παραγωγή ορμονών φύλου (οιστρογόνα και τεστοστερόνη) και είναι σημαντικές για τη ρύθμιση της εμμήνου ρύσεως στις γυναίκες.
- Ορμόνη διέγερσης μελανοκυττάρων (MSH) — η MSH ρυθμίζει την παραγωγή μελανίνης, μιας σκούρας χρωστικής ουσίας, μέσω των μελανοκυττάρων στο δέρμα. Η αυξημένη παραγωγή μελανίνης προκαλεί μελάγχρωση ή μαύρισμα του δέρματος. Ορισμένες καταστάσεις που προκαλούν υπερβολική παραγωγή MSH μπορεί να οδηγήσουν σε σκουρόχρωμο δέρμα.
- Προλακτίνη (PRL) — Αυτή η ορμόνη διεγείρει την έκκριση του μητρικού γάλακτος.
- Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH) – η TSH διεγείρει τον θυρεοειδή αδένα να απελευθερώσει θυρεοειδικές ορμόνες. Οι ορμόνες του θυρεοειδούς ελέγχουν τον βασικό μεταβολικό ρυθμό και παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και στην ωρίμανση. Οι ορμόνες του θυρεοειδούς επηρεάζουν σχεδόν κάθε όργανο του σώματος.
- Βαζοπρεσίνη/Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH) — Αυτή η ορμόνη προάγει την κατακράτηση νερού.
Η υπόφυση συχνά αποκαλείται «κύριος αδένας» επειδή ελέγχει την έκκριση των περισσότερων ορμονών στο σώμα.[8] Χωρίζεται σε δύο διακριτά τμήματα: την πρόσθια υπόφυση και την οπίσθια υπόφυση.[9] Μαζί με τον υποθάλαμο αποτελούν το νευροενδοκρινικό σύστημα. Η υπόφυση και ο υποθάλαμος συνεργάζονται για να ρυθμίσουν τις καθημερινές λειτουργίες του σώματος καθώς επίσης παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη, και στην αναπαραγωγή. Ο υποθάλαμος εκκρίνει δύο τύπους ορμονών (απελευθερωτικές ορμόνες και ανασταλτικές ορμόνες) που ελέγχουν την έκκριση άλλων ορμονών από την πρόσθια υπόφυση. Η υπόφυση εκτελεί τις βασικές λειτουργίες της απελευθερώνοντας αρκετές ορμόνες σηματοδότησης που κατά συνέπεια ελέγχουν τις δραστηριότητες άλλων οργάνων.[3]
Συμπτώματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα συμπτώματα που προκαλούν τα εκκριτικά μικροαδενώματα συνήθως ανιχνεύονται νωρίς. Εκκρίνουν αυξημένο επίπεδο ορμονών που προκαλούν μη φυσιολογικές αλλαγές στο σώμα. Τα μακροαδενώματα συνήθως δεν εκκρίνουν ορμόνες. Αυτοί οι όγκοι συχνά ανακαλύπτονται επειδή προκαλούν συμπτώματα συμπιέζοντας τις κοντινές δομές του εγκεφάλου ή των κρανιακών νεύρων. Άλλα συμπτώματα γενικά οφείλονται σε ενδοκρινική δυσλειτουργία. Για παράδειγμα, αυτή η δυσλειτουργία μπορεί να προκαλέσει υπερπαραγωγή αυξητικών ορμονών, όπως στην ακρομεγαλία (γιγαντισμός), ή υποπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, όπως στον υποθυρεοειδισμό. Οι ορμονικές ανισορροπίες μπορούν να επηρεάσουν τη γονιμότητα, τις εμμηνορροϊκές περιόδους, την ανοχή στη ζέστη και στο κρύο, καθώς και το δέρμα και το σώμα με άλλους τρόπους.[3]
Λόγω της στρατηγικής θέσης της υπόφυσης μέσα στο κρανίο, οι όγκοι της υπόφυσης μπορούν να συμπιέσουν σημαντικές δομές του εγκεφάλου καθώς μεγεθύνονται. Η πιο κοινή περίσταση περιλαμβάνει συμπίεση των οπτικών νεύρων που οδηγεί σε σταδιακή απώλεια της όρασης. Αυτή η απώλεια όρασης συνήθως ξεκινά με επιδείνωση της περιφερειακής όρασης και στις δύο πλευρές.[3]
Θεραπεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η θεραπεία των όγκων της υπόφυσης δεν είναι σταθερή, καθώς εξαρτάται από πολλές περιστάσεις, όπως το μέγεθος του όγκου, ο χρόνος εξέλιξης, η ηλικία, η ύπαρξη ή μη συμπίεσης σε γειτονικές δομές, τα συνοδευτικά συμπτώματα, η λειτουργία της υπόφυσης και η ύπαρξη επιπλοκών. Όταν υπάρχουν συμπτώματα λόγω συμπίεσης γειτονικών δομών, η θεραπεία πρώτης επιλογής είναι η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική επέμβαση, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί διασφηνοειδώς (μέσω του σφηνοειδούς οστού του κρανίου).[7]
Επιδημιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αδενώματα της υπόφυσης εντοπίζονται κυρίως τυχαία σε απεικονιστικές μεθόδους που λαμβάνονται για άλλους λόγους. Δεδομένης της αθόρυβης φύσης των αδενωμάτων της υπόφυσης, του μικρού μεγέθους και της τυχαίας διάγνωσης, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια ο επιπολασμός των αδενωμάτων της υπόφυσης στο γενικό πληθυσμό. Ο εκτιμώμενος επιπολασμός των αδενωμάτων της υπόφυσης προκύπτει από την αυτοψία και τα ακτινολογικά δεδομένα. Σε μια μετα-ανάλυση η συχνότητα των αδενωμάτων της υπόφυσης ήταν 16,7% κατά μέσο όρο - στις αυτοψίες 14,4% και στις ακτινολογικές εξετάσεις 22,5%. Η πιο δημοφιλής μελέτη έδειξε συχνότητα 115 ανά 100.000 πληθυσμού.[1]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Russ, Sophia· Anastasopoulou, Catherine (2024). Pituitary Adenoma. Treasure Island (FL): StatPearls Publishing.
- ↑ Banskota, Samridhi; Adamson, David C. (2021-04-30). «Pituitary Adenomas: From Diagnosis to Therapeutics». Biomedicines 9 (5): 494. doi: . ISSN 2227-9059. PMID 33946142. PMC 8146984. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC8146984/.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 «Pituitary Adenomas». AANS (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2024.
- ↑ «Signs & Symptoms of Pituitary Tumors». www.cancer.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2024.
- ↑ Tritos, Nicholas A.; Miller, Karen K. (2023-04-25). «Diagnosis and Management of Pituitary Adenomas: A Review». JAMA 329 (16): 1386–1398. doi: . ISSN 0098-7484. https://jamanetwork.com/journals/jama/article-abstract/2804060.
- ↑ 6,0 6,1 Tritos, Nicholas A.; Miller, Karen K. (2023-04-25). «Diagnosis and Management of Pituitary Adenomas: A Review». JAMA 329 (16): 1386–1398. doi: . ISSN 0098-7484. https://jamanetwork.com/journals/jama/article-abstract/2804060.
- ↑ 7,0 7,1 Senior, Brent A.; Ebert, Charles S.; Bednarski, Karen K.; Bassim, Marc K.; Younes, Mahar; Sigounas, Dimitri; Ewend, Mathew G. (2008-10). «Minimally Invasive Pituitary Surgery» (στα αγγλικά). The Laryngoscope 118 (10): 1842–1855. doi: . ISSN 0023-852X. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1097/MLG.0b013e31817e2c43.
- ↑ Tsukamoto, Taro; Miki, Yukio (2023-08-01). «Imaging of pituitary tumors: an update with the 5th WHO Classifications—part 1. Pituitary neuroendocrine tumor (PitNET)/pituitary adenoma» (στα αγγλικά). Japanese Journal of Radiology 41 (8): 789–806. doi: . ISSN 1867-108X. PMID 36826759. PMC PMC10366012. https://link.springer.com/article/10.1007/s11604-023-01400-7.
- ↑ Melmed, Shlomo; Kaiser, Ursula B.; Lopes, M. Beatriz; Bertherat, Jerome; Syro, Luis V.; Raverot, Gerald; Reincke, Martin; Johannsson, Gudmundur και άλλοι. (2022-11-25). «Clinical Biology of the Pituitary Adenoma». Endocrine Reviews 43 (6): 1003–1037. doi: . ISSN 1945-7189. PMID 35395078. PMC 9695123. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/35395078/.