Αγήσανδρος ο Ρόδιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγήσανδρος ο Ρόδιος
Γέννηση0ος αιώνας π.Χ.
Ρόδος
Θάνατος1ος αιώνας π.Χ.
Χώρα πολιτογράφησηςΡόδος
Ιδιότηταγλύπτης
ΚίνημαΕλληνιστική τέχνη
Καλλιτεχνικά ρεύματαΕλληνιστική τέχνη

Με την ονομασία Αγήσανδρος ο Ρόδιος είναι γνωστός ένας ή περισσότεροι γλύπτες ελληνιστικής τεχνοτροπίας του 1ου αιώνα π.Χ./μ.Χ. από τη Ρόδο.[1] Σε περίπτωση όπου ήταν παραπάνω από ένα άτομα με το ίδιο όνομα, είναι πολύ πιθανό πως διατηρούσαν συγγενικούς δεσμούς. Τα έργα τα οποία αποδίδονται στον Αγήσανδρο είναι το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα καθώς και τμήματα των γλυπτών της Σπερλόνγκα, ενώ και στα 2 έργα εργάστηκε μαζί με τους γλύπτες Αθηνόδωρο και Πολύδωρο.

Γλυπτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αναφορά του Αγήσανδρου σε ιστορικά έργα γίνεται μόνο από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στη Φυσική ιστορία του,[2] ωστόσο συναντάται ως επιγραφή σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς να είναι βέβαιο πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Έως την ανακάλυψη των γλυπτών της Σπερλόνγκα το 1959, το μόνο γνωστό έργο που του αποδίδονταν ήταν το σύμπλεγμα του Λαοκόωντος, το οποίο σύμφωνα με τα γραπτά του Πλινίου, ο Αγήσανδρος έφτιαξε μαζί με τους γλύπτες Αθηνόδωρο και Πολύδωρο, και κατά μερίδα συγχρόνων ιστορικών τέχνης οι 3 αυτοί γλύπτες είτε δημιούργησαν το γλυπτό ως αντίγραφο παλαιότερου έργου,[3] είτε η τεχνοτροπία που χρησιμοποίησαν προϋπήρχε για 2 αιώνες κατά το ελληνιστικό της ύφος.[1]

Συγκεκριμένα η ομάδα γλυπτών στα γλυπτά της Σπερλόνγκα με τη θεματολογία της Σκύλλας, διαθέτει επιγραφή με το όνομα του Αγησάνδρου και των άλλων 2 γλυπτών με τον προσδιορισμό του πατρώνυμου τους, αν και με διαφορετική σειρά από αυτή που καταγράφει ο Πλίνιος. Θεωρείται πως οι γλύπτες έζησαν πριν το 26 π.Χ., καθώς έχει καταγραφεί πως το έτος αυτό κατέρρευσε ο χώρος όπου στεγάζονταν τα γλυπτά. Η θεματολογία των έργων αυτών είναι βασισμένη στην Οδύσσεια,[3] και τα αγάλματα έχουν παρόμοια τεχνοτροπία με αυτό του Λαοκόωντος και των γιων του, το οποίο ωστόσο είναι ανώτερης ποιότητας, ενώ η παράσταση της ομάδας γλυπτών της Σκύλλας είναι πολύ μεγαλύτερη.[1]

Τόσο τα γλυπτά της Σπερλόνγκα όσο και αυτό του συμπλέγματος του Λαοκόοντα πιθανώς δημιουργήθηκαν στην Ιταλική χερσόνησο για εύπορους Ρωμαίους αξιωματούχους και θαυμαστές της τέχνης μετά από σχετικές αναθέσεις των έργων, και καταγράφεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο πως τα παραπάνω έργα αποτελούσαν ιδιοκτησία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου κατά την εποχή που έζησε.

Επιγραφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σειρά αναφοράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αγήσανδρος αναφέρεται πρώτος από τον Πλίνιο ως ο καλλιτέχνης δημιουργός του Λαοκόοντα, με τον Αθηνόδωρο δεύτερο, και τον Πολύδωρο τρίτο.[2] Ωστόσο στα γλυπτά της Σπερλόνγκα το όνομα του αναγράφεται δεύτερο -ως Αγήσανδρος του Παιωνίου-, μετά από αυτό του Αθηνόδωρου -ο οποίος αναφέρεται ως Αθηνόδωρος του Αγήσανδρου-, και ακολουθεί το όνομα του Πολύδωρου -Πολύδωρος του Πολυδώρου-.[4]

Θεωρείται πως η σειρά με την οποία αναφέρονται τα ονόματα έχει ειδικό βάρος, και σε περίπτωση όπου ο Πλίνιος δεν έκανε κάποιο σφάλμα ως προς την προτεραιότητα αναφοράς των ονομάτων, πως δεν μπορεί να πρόκειται για τον ίδιο Αγήσανδρο. Στην περίπτωση αυτή, είναι πιθανό πως οι 2 Αγήσανδροι ήταν εγγονός και παππούς. Μια επιγραφή σε βάζο του 42 π.Χ., αναφέρει Αθηνόδωρος του Αγησάνδρου, αλλά και πάλι δεν είναι ξεκάθαρο πέρα αμφιβολίας το πως τα ονόματα αυτά σχετίζονται με τις υπόλοιπες αναφορές, αν και τα ονόματα θεωρούνται χαρακτηριστικά για το νησί της Ρόδου. Ο Πολύδωρος φαίνεται να είναι ο λιγότερο καταξιωμένος από τους 3, καθώς και στις 2 περιπτώσεις αναφέρεται τελευταίος. Ο Αθηνόδωρος όμως διαθέτει και αρκετές άλλες αναφορές σε βάσεις γλυπτών -με το όνομα του να αναγράφεται παρά να είναι χαραγμένο-, ενώ υπάρχουν επιγραφικά στοιχεία και για έναν ιερέα με το όνομα Αθηνόδωρος ο οποίος έζησε στη Λίνδο το 22 π.Χ. του οποίου αδερφός ήταν κάποιος Αγήσανδρος του Αγησάνδρου.[5][6][7]

Συχνότητα εμφάνισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αγήσανδρος του Παιονίου, εμφανίζεται συχνά ως αναφορά σε αναθηματικές επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες και μια πολύ μεγάλη στη Ρόδο στην οποία αναφέρονται πάνω από 20 συγγενικά άτομα, και ως πατέρας του Παιονίου αναφέρεται το όνομα Αγήσανδρος.[8] Έχουν γίνει εκτιμήσεις χρονολόγησης για τη συγκεκριμένη ομάδα επιγραφών η οποία χρονολογείται ανάμεσα στο 60 με 50 π.Χ. και θεωρείται πως ταυτοποιεί τον συγκεκριμένο Αγήσανδρο με τον δημιουργό των γλυπτών της Σπερλόνγκα.[9]

Είναι πιθανό πως οι γλύπτες αυτοί είχαν τα ονόματα γλυπτών παλαιότερης περιόδου, ίσως ως μέλη της ίδιας οικογενείας ή/και συνέχισης της γλυπτικής παράδοσης.[3]

Περίοδος δραστηριοποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ακριβής περίοδος όπου έζησε ο Αγήσανδρος δεν έχει γίνει αποδεκτή ομόφωνα από τους ειδικούς, με την εξέταση να γίνεται τόσο από άποψη γλυπτικής τεχνοτροπίας όσο και των επιγραφών που ανακαλύφθηκαν μετέπειτα. Ο ιστορικός της τέχνης του 18ου αιώνα, Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν, ήταν βέβαιος πως ο δημιουργός του συμπλέγματος του Λαοκόοντα ήταν σύγχρονος του Λυσίππου ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ.,[10] [7]ενώ άλλες ιστορικές εκτιμήσεις τον τοποθετούν στην εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βεσπασιανού κατά τη δεκαετία του 70 μ.Χ.. Ο Πλίνιος αποτελεί τη μοναδική ιστορική αναφορά για τον Αγήσανδρο και τους άλλους γλύπτες, και καθώς πέθανε το 79 μ.Χ., ο θάνατος του σηματοδοτεί το απώτατο χρονικό σημείο έως το οποίο είναι δυνατό να δημιουργήθηκε το γλυπτό του Λαοκόοντα, με τον ίδιο τρόπο όπου η κατάρρευση του σπηλαίου όπου στεγάζονταν τα γλυπτά της Σπερλόνγκα το 26 μ.Χ. οριοθετεί την πλέον ύστερη ημερομηνία δημιουργίας για τα γλυπτά αυτά. Η σύγχρονη βιβλιογραφία θεωρεί ως πιθανότερη την περίοδο μεταξύ 50 και 70 μ.Χ. ως περίοδο κατασκευής των παραπάνω γλυπτών αν και οι διαφωνίες μεταξύ των ειδικών συνεχίζονται.[11]

Υπάρχει επίσης άλλη ανεξάρτητη μελέτη κατά την οποία θεωρείται πως μόνο ένας Αθηνόδωρος, αυτός του Αγησάνδρου, εργάστηκε ως γλύπτης,[12] και πως πρόκειται για τον ίδιο ο οποίος δημιούργησε την επιγραφή στη Λίνδο το 42 π.Χ., ένα προβεβλημένο έργο το οποίο θα ανατίθονταν μόνο σε κάποιον έμπειρο γλύπτη. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η ανάλυση των διαθέσιμων ιστορικών στοιχείων και επιγραφών προτείνει πως ο Αθηνόδωρος ήταν καταξιωμένος γλύπτης περί το 10 π.Χ., και εργάστηκε στην Ιταλία για σημαντικό χρονικό διάστημα της μετέπειτα εργασίας του. Λίγο πριν το 10 π.Χ., ήταν ο 2ος γλύπτης του συμπλέγματος του Λαόκοοντα, πιθανώς υπό τον πατέρα του τον Αγήσανδρο, και καιρό αργότερα διετέλεσε ο επικεφαλής γλύπτης στη Σπερλόνγκα. Ήταν πιθανώς συγγενής με τον Αγήσανδρο του Παιονίου της Σπερλόνγκα, αν και αυτός ο Αγήσανδρος δεν ήταν ο πατέρας του και υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για το πως αυτός ο Αγήσανδρος συνδέεται με τους υπόλοιπους.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Boardman, 199–201
  2. 2,0 2,1 Πλίνιος, Φυσική ιστορία, xxxvi. 36.4 (αγγλική μετάφραση)
  3. 3,0 3,1 3,2 Stewart, Andrew W. (1996), «Hagesander, Athanodorus and Polydorus», στο: Hornblower, Simon, επιμ., Oxford Classical Dictionary, Oxford: Oxford University Press 
  4. Rice, 239
  5. «Inscription on Agesander's ship, relief on the Acropolis of Lindos,... News Photo | Getty Images». www.gettyimages.co.uk. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2016. 
  6. Rice, 235–236, and Part II
  7. 7,0 7,1 Lessing, Gotthold Ephraim (1 Ιανουαρίου 1836). Laocoon; Or The Limits of Poetry and Painting. J. Ridgway & Sons. 
  8. Rice, 225–230
  9. Rice, 233
  10. Mason, Charles Peter (1867), «Agesander (2)», στο: Smith, William, επιμ., Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, 1, Boston: Little, Brown and Company, σελ. 68–69, http://www.ancientlibrary.com/smith-bio/0077.html, ανακτήθηκε στις 2016-08-09 
  11. Sauron, Gilles, "Un conflit qui s'éternalise: La guerre de Sperlonga", Revue Archéologique, Nouvelle Série, Issue 2 (1997), pp. 261–296, Presses Universitaires de France, JSTOR
  12. Rice, 237, η υπόθεση που έκανε το 1986 αμφισβητείται από τους μετέπειτα ερευνητές, για παράδειγμα τον Sauron, ο οποίος εξακολουθεί να θεωρεί πιθανή την ύπαρξη πάνω από ενός Αθηνόδωρου ο οποίος ήταν γλύπτης
  13. Rice, 237, 249–250

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Boardman, John ed., The Oxford History of Classical Art, 1993, OUP, ISBN 0198143869
  • Rice, E. E., "Prosopographika Rhodiaka", The Annual of the British School at Athens, Vol. 81, (1986), pp. 209–250, JSTOR