Αβιωτίκιον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στο βυζαντινό δίκαιο το αβιωτίκιον ήταν το κληρονομικό δικαίωμα του δημοσίου στην περιουσία όσων ανθρώπων πέθαιναν άτεκνοι και χωρίς να έχουν συντάξει διαθήκη.

Το δικαίωμα αυτό αφορούσε το ένα τρίτο της περιουσίας και στηριζόταν σε μια διαπλασθείσα συνήθεια, η οποία ανέτρεψε αντίθετες διατάξεις της βυζαντινής νομοθεσίας. Το αβιωτίκιον μνημονεύεται σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα του 13ου αιώνα και μεταγενέστερα, που χορηγούν σημαντικά προνόμια και φορολογικές απαλλαγές σε μονές, χωροδεσπότες, κ.ά.. Με τα χρυσόβουλλα αυτά, οι ιδιοκτησίες τους και οι εγκατεστημένοι σε αυτές πάροικοι ή και «προσκαθήμενοι» απαλλάσσονταν, μεταξύ άλλων, και από τη «δημοσιακή» απαίτηση του αβιωτικίου. Η απαλλαγή αυτή σήμαινε ταυτοχρόνως και την υποκατάστασή τους στο κληρονομικό δικαίωμα του δημοσίου πάνω στο 1/3 της κληρονομίας του παροίκου που πέθαινε άτεκνος. Οι ευεργετούμενοι (χωροδεσπότες, μοναστήρια, κ.λπ.), ακόμα και τα όργανα του δημοσίου, δεν αρκούνταν, όπως φαίνεται, στο ποσοστό του 1/3, αλλά με την αφορμή της εισπράξεως του αβιωτικίου γίνονταν κύριοι ολόκληρης της περιουσίας των παροίκων που πέθαιναν. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε και τη διάταξη του πρώτου κεφαλαίου της Νεαράς 26 του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου το 1306. Με αυτή, προκειμένου να περισταλούν οι καταχρήσεις, παραχωρήθηκε νομοθετικώς πλέον το αβιωτίκιον σε όλους τους χωροδεσπότες των παροίκων, αλλά στο 1/3 της κληρονομίας. Η διάταξη όμως αυτή δεν ίσχυσε στην πράξη, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό: και μετά το έτος 1306 συναντάται η έκδοση αυτοκρατορικών χρυσόβουλλων, με τα οποία ύστερα από σχετική αίτηση των ενδιαφερόμενων μονών παρέχεται απαλλαγή από το αβιωτίκιον. Με τη χορήγηση αυτής της απαλλαγής, οι χωροδεσπότες, ανενόχλητοι από κάθε «δημόσια επήρεια», ασκούσαν τα δικαιώματα του δημοσίου όπως ακριβώς και πριν από τη Νεαρά 26. Και αυτό επειδή η κεντρική εξουσία, σοβαρά εξασθενημένη τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει και συνεχώς υποχωρούσε στις αξιώσεις των ισχυρών χωροδεσποτών και κυρίως των μονών.

Μια διαφορετική περίπτωση εφαρμογής του αβιωτικίου αποτελεί η πόλη της Μονεμβασίας. Αυτό προκύπτει από δύο αργυρόβουλλα, που εκδόθηκαν από τους δεσπότες της Πελοποννήσου Θεόδωρο και Δημήτριο Παλαιολόγο το 1442 (ή το 1397) και το 1450 υπέρ της Μονεμβασίας, ύστερα από παράκληση των «εποίκων» της πόλεως. Εκεί το κληρονομικό δικαίωμα του δημοσίου στο ένα τρίτο της κληρονομούμενης περιουσίας απαιτείτο όχι μόνο στην περίπτωση εκείνων που πέθαιναν «άπαιδες» και χωρίς διαθήκη, αλλά και όσων είχαν προ του θανάτου τους συντάξει διαθήκη. Το δικαίωμα τούτο του δημοσίου γεννιόταν όταν τον κληρονομούμενο, ελλείψει κοντινών συγγενών, κληρονομούσαν μακρινοί συγγενείς. Στην περίπτωση που δεν υπήρχαν ούτε μακρινοί συγγενείς, τότε ολόκληρη η περιουσία του περιερχόταν στην κυριότητα του δημοσίου και δεν έμενε προς όφελος της τοπικής κοινωνίας. Με τα αργυρόβουλα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις το έσοδο του κράτους από το αβιωτίκιον έπρεπε να διατεθεί για τη συντήρηση και βελτίωση των τειχών της Μονεμβασίας.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τουρτόγλου, Μενέλαος Α.: Το ομώνυμο λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδ. 2006, τόμος 1, σελ. 122