Ίνγκεμποργκ Έρικσντατερ της Νορβηγίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ίνγκεμποργκ Έρικσντατερ της Νορβηγίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1297[1][2]
Νορβηγία
Θάνατος1357[1]
Σουηδία
Χώρα πολιτογράφησηςΣουηδία
Νορβηγία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΣουηδικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΒάλντεμαρ, δούκας της Φινλανδίας (από 1312)[3]
ΓονείςΈρικ Β´ της Νορβηγίας[4] και Ισαβέλλα Μπρους
ΑδέλφιαΜαργαρίτα της Νορβηγίας
ΟικογένειαΟίκος του Σβέρε
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ίνγκεμποργκ Έρικσντατερ δούκισσα του Έλαντ, σουηδ.: Ingeborg, hertiginna av Öland, νορβηγικά: Ingebjørg Eiriksdatter‎‎, (1297–1357) ήταν Νορβηγή πριγκίπισσα και Σουηδή δούκισσα. Ήταν δούκισσα του Ούπλαντ, Έλαντ και της Φινλανδίας. Ως χήρα, είχε μία θέση στην κυβέρνηση της αντιβασιλείας του ανιψιού της Μάγκνους Δ΄, ο οποίος βασίλευσε ως βασιλιάς, τόσο της Σουηδίας, όσο και της Νορβηγίας.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν κόρη του βασιλιά Έρικ Β΄ της Νορβηγίας και της Iσαβέλλας Μπρους. Ο πατέρας της Έρικ Β΄ απεβίωσε στις 15 Ιουλίου 1299, όταν η Ίνγκεμποργκ ήταν ενός ή δύο ετών. Τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του, Χάακον Ε΄, καθώς ο Έρικ Β΄ απεβίωσε χωρίς γιους. Το 1300 η μητέρα της Ίνγκεμποργκ κανόνισε τον αρραβώνα της τρίχρονης κόρης της με τον Γιόν Μάγκνουσον, κόμη του Όρκνεϋ (απεβ. 1311). Ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Δεν είναι σαφές, εάν ο αρραβώνας ακυρώθηκε, ή αν απεβίωσε πριν την ενηλικίωσή της.

Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε έναν διπλό γάμο το 1312 στο Όσλο (άλλο γάμο που κανόνισε η μητέρα της), η Ίνγκεμποργκ παντρεύτηκε τον μικρότερο αδερφό του Σουηδού βασιλιά Μπίργκερ, τον Βάλντεμαρ δούκα της Φινλανδίας, ενώ η μικρότερη εξαδέλφη της Ίνγκεμποργκ, το μοναδικό νόμιμο παιδί του βασιλιά Χάακον Ε', παντρεύτηκε τον Μπίργκερ. ο μεγαλύτερος αδερφός Έρικ, δούκας του Σέντερμανλαντ. Η προίκα της πρεσβυτέρας Ίνγκεμποργκ περιελάμβανε το νησί Έλαντ, όπου κατά καιρούς αναφερόταν ως δούκισσα του Έλαντ. Το 1316 απέκτησε έναν γιο, που πιθανότατα απεβίωσε νέος.

Τη νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 1317, ο σύζυγός της Βάλντεμαρ και ο αδελφός του Έρικ συνελήφθησαν και αλυσοδέθηκαν κατά τη διάρκεια μίας κλήσης στον μεγαλύτερο αδελφό τους βασιλιά Μπίργκερ στο Nύκοπινγκ. Στη φυλάκιση του συζύγου και του κουνιάδου της, αυτή και η εξαδέλφη και κουνιάδα της, Ίνγκεμποργκ Χάακονσντοτερ, έγιναν οι ηγέτες των οπαδών των συζύγων τους. Στις 16 Απριλίου 1318, «οι δύο δούκισσες Ίνγκεμποργκ» συνήψαν συνθήκη στο Kάλμαρ με τον Δανό δούκα Κρίστοφερ του Χάλαντ-Σάμσε και τον αρχιεπίσκοπο Έσγκαρ του Λουντ να ελευθερώσουν τους συζύγους τους και να μην συνάψουν ειρήνη με τους βασιλείς της Σουηδίας και της Δανίας πριν συμφωνήσουν αυτό, και οι δύο δούκισσες υποσχέθηκαν να τιμήσουν τις υποσχέσεις που έδωσαν ως αντάλλαγμα στα ονόματα των συζύγων τους. Αργότερα την ίδια χρονιά, οι σύζυγοί τους επιβεβαιώθηκαν ότι απεβίωσαν. Είτε πέθαναν από την πείνα, είτε δολοφονήθηκαν.

Χηρεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι «δύο δούκισσες Ίνγκεμποργκ» αναφέρονται έτσι μία φορά το 1318 ως ενεργώσες για λογαριασμό της κυβέρνησης μαζί με τον Mατς Κέτιλμουντσον. Φαίνεται λοιπόν ότι η Ίνγκεμποργκ είχε θέση εκείνη την εποχή στην υπό κηδεμονία κυβέρνηση του ανήλικου γιου της εξαδέλφης της Ίνγκεμποργκ, του βασιλιά Μάγκνους Δ΄, αν και δεν υπάρχει λίστα με αυτά τα μέλη της έδρας και καμία άλλη απόδειξη ότι ήταν πράγματι σε αυτήν. Η κουνιάδα της παρέμεινε μία ισχυρή πολιτικός για δεκαετίες. Η Ίνγκεμποργκ Έρικσντοτερ ονομαζόταν δούκισσα του Öland τουλάχιστον από το 1340, επιζώντας από τον εκλιπόντα σύζυγό της πολύ μετά το τέλος του και έμεινε στη Σουηδία μέχρι την τελευτή της.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]