Τρόοδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 34°55′0″N 32°50′0″E / 34.91667°N 32.83333°E / 34.91667; 32.83333

Τρόοδος
Χάρτης
Ύψος1.952 μέτρα
ΧώρεςΚύπρος
Αυτό το λήμμα αφορά την οροσειρά Τροόδους. Για την κοινότητα, δείτε: Τρόοδος (κοινότητα).

Το ορεινό σύμπλεγμα Τρόοδος (γενική: του Τροόδους), είναι η κύρια οροσειρά της Κύπρου με κορυφές που φτάνουν σε υψόμετρο τα 1953 μέτρα (κορυφή Όλυμπος ή Χιονίστρα). Χαρακτηρίζεται από τις ψηλές βουνοκορφές του, την πυκνή βλάστιση Μάυρης Πέυκης και τα γραφικά χωριά του. Τρόοδος ονομάζεται και η περιοχή κοντά στην κορυφή της Χιονίστρας, που αποτελεί και το κεντρικό τμήμα της οροσειράς. Εκεί συναντούνται οι τρεις δρόμοι που συνδέουν το βουνό με τη Λευκωσία, τη Λεμεσό και τον Πρόδρομο, απ' όπου και προέρχεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, η ονομασία Τρόοδος (τρεις οδοί - Τρόοδος). Κατά άλλη άποψη ίσως προήλθε από την πιθανή αρχική ονομασία[1] “Το-ορο-Άδος”Άδωνης: αρχαία Κυπριακή διάλεκτο Αδος. [2] [3]

Ο ορεινός όγκος του Τροόδους καταλαμβάνει το κεντρικό και νοτιοδυτικό μέρος του νησιού, με κορυφογραμμή που εκτείνεται σε κατεύθυνση από τα δυτικά-βορειοδυτικά προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά. Η έκτασή του καλύπτει το 1/3 του νησιού, ενώ αποτελεί το κυρίαρχο μορφολογικό και γεωλογικό γνώρισμα της Κύπρου. Η οροσειρά του Τροόδους καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από δασικές εκτάσεις κωνοφώρων και διαθέτει πλούσια χλωρίδα με σημαντικό αριθμό ενδημικών φυτών. Επίσης παίζει σημαντικότατο ρόλο στην υδατική οικονομία της Κύπρου, καθώς από το Τρόοδος απορρέουν οι κυριότεροι ποταμοί του νησιού, συμβάλλοντας, επιπλέον, ουσιαστικά στον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων στα παράλια. Λόγω του φυσικού περιβάλλοντος, του κλίματος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, το Τρόοδος αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης περιηγητών και τόπο αναψυχής.

Φυσική Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωμορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οροσειρά του Τροόδους παρουσιάζει ποικιλόμορφο ανάγλυφο. Το κεντρικό μέρος χαρακτηρίζεται από ομαλές πλαγιές και αποστρογγυλεμένες κορυφές, ενώ περιμετρικά ακολουθεί πιο τραχύ ανάγλυφο που χαρακτηρίζεται από απότομες πλαγιές και βαθιές κοιλάδες με πυκνό υδρογραφικό δίκτυο. Οι νοτιοδυτικές παρυφές χαρακτηρίζονται από υψώματα με σχετικά επίπεδες επιφάνειες, τα οποία χωρίζονται από βαθιές κοιλάδες [4]. Τα όρια του Τροόδους είναι τα παράλια στα βορειοδυτικά, δυτικά και νότια και η προσχωσιγενής πεδιάδα της Μεσαορίας στα βόρεια και βορειοανατολικά. Οι σημαντικότερες κορυφές του Τροόδους είναι από τα δυτικά προς τα ανατολικά: ο Τρίπυλος (1362μ.), ο Κύκκος (1318μ.), η Χιονίστρα ή Όλυμπος (1951μ.), η Μαδαρή (1613μ.), η Παπούτσα (1554μ.) και τα Κιόνια (1423μ.).

Γεωλογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση των πετρωμάτων του οφιολιθικού συμπλέγματος Τροόδους σε σύγκριση με τον ωκεάνιο φλοιό

Το όρος Τρόοδος δημιουργήθηκε στο βυθό της Τηθύος Θάλασσας κατά το ανώτερο Κρητιδικό (πριν 90 εκ. χρόνια) με ανύψωση του ωκεάνιου πυθμένα στα όρια καταβύθισης της αφρικανικής πλάκας κάτω από την ευρασιατική. Ακολούθησε η ανύψωση και σταδιακή ανάδυση του βουνού μέσα από τη θάλασσα, κυρίως κατά την περίοδο της Αλπικής Ορογένεσης κατά το Ολιγόκαινο και Μειόκαινο. Κυριότερος γεωλογικός σχηματισμός της οροσειράς είναι το οφιολιθικό σύμπλεγμα, ο οποίος αποτελεί κομμάτι του ωκεάνιου φλοιού. Η ανύψωση και η διαφορική διάβρωση έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση πλήρους σειράς των πετρωμάτων του μανδύα σε τοπογραφική αναστροφή, με τα πλουτώνια πετρώματα να απαντώνται γύρω από την κορυφή της Χιονίστρας. Ακολουθούν φλεβικά, ηφαιστειακά και χημικά ιζήματα. Το οφιολιθικό σύμπλεγμα του Τροόδους θεωρείται το πιο πλήρες και καλά μελετημένο παγκόσμια [5]. Εκτός από το οφιολιθικό σύμπλεγμα, στο νοτιοδυτικό μέρος του ορεινού όγκου παρατηρείται ένας ιδιαίτερος γεωλογικός σχηματισμός, η Γεωτεκτονική Ζώνη των Μαμωνιών. Αποτελείται από σειρά εκρηξιγενών, ιζηματογενών και σε πολύ μικρότερη αναλογία μεταμορφωμένων πετρωμάτων, ηλικίας από 210 μέχρι 95 εκατομμυρίων ετών. Τα πετρώματα αυτά εκτιμάται ότι είναι εξ ολοκλήρου αλλόχθονα σε σχέση με τον οφιόλιθο του Τροόδους. Με την επώθησή τους στο οφιολιθικό σύμπλεγμα του Τροόδους δημιούργησαν ένα συνονθύλευμα κατακερματισμένων και διαταραγμένων πετρωμάτων (mélange) [6].

Το οφιολιθικό σύμπλεγμα του Τροόδους κρύβει τεράστιο ορυκτό πλούτο. Πλούσια κοιτάσματα αμιάντου, χρωμίτη, χαλκούχων σιδηροπυριτών, όπως επίσης χρυσού και αργύρου είναι διάσπαρτα στην οροσειρά. Η εκμετάλλευση του χαλκού έπαιξε ιστορικά καθοριστικό ρόλο στην οικονομία και τον πολιτισμό της Κύπρου. Η Κύπρος κατέστη ένα από τα πρώτα κέντρα εντατικής εκμετάλλευσης του χαλκού στην αρχαιότητα, ενώ η λατινική ονομασία του χαλκού (cuprum) προέρχεται από την ονομασία του νησιού (αρχικά aes cuprium - κυπριακός χαλκός και αργότερα cuprum) [7].

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τρόοδος, όπως και ολόκληρη η Κύπρος, χαρακτηρίζονται από κλίμα μεσογειακό με ξηρά και θερμά καλοκαίρια και ψυχρούς και υγρούς χειμώνες. Σημαντική είναι η επίδραση του υψομέτρου, η οποία προκαλεί πτώση της θερμοκρασίας και αύξηση των κατακρημνισμάτων. Στον Πρόδρομο (υψόμετρο 1420 μ.) οι μέσες ημερήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται γύρω στους 22 °C τον Ιούλιο και γύρω στους -8 °C τον Ιανουάριο. Τα κατακρημνίσματα στις ψηλότερες περιοχές ξεπερνούν τα 1000 χιλιοστά. Σε υψόμετρα άνω των 650 μ. σημειώνονται χιονοπτώσεις για περιπου 2-3,5 ευδομαδες κάθε χειμώνα, και σε υψόμετρα άνω των 900 2-2,5 μηνες ενώ στην κορυφή της Χιονίστρας (1951 μ.) το έδαφος καλύπτεται από χιόνι για 5-6 μήνες το χρόνο. Η ακραία ελάχιστη θερμοκρασία που σημειώθηκε στον Πρόδρομο μεταξύ των ετών 1991 και 2005 ήταν -17,2 °C και η ακραία μέγιστη για το ίδιο χρονικό διάστημα ήταν 25°C [8].

Χλωρίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συστάδα μαύρης πεύκης με υπόροφο φτέρης στο Τρόοδος

Λόγω της ποικιλίας στο γεωλογικό υπόθεμα και στις οικολογικές συνθήκες, στο Τρόοδος απαντάται πλούσια χλωρίδα η οποία περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ενδημικών φυτών. Αν και στην υπόλιπη Κύπρο το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της βλάστησης είναι η Τραχεία πεύκη (Pinus brutia), στο Τρόοδος λόγο του μεγάλου υψομέτρου κύριο δέντρο της βλάστισης άνω των 1000μ. είναι η Μαύρη πεύκη (Pinus Nigra). Σε υψόμετρα πάνω από 600 μ. και κυρίως σε βραχώδεις πλαγιές σχηματίζονται επίσης πυκνοί θαμνώνες (maquis) της ενδημικής λατζιάς (Quercus alnifolia). Άλλα δέντρα και θάμνοι που συναντά κανείς συχνά στο Τρόοδος είναι:

  • η Αντρουκλιά (Arbutus andrachne),
  • το Κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens),
  • η Περνιά (Quercus coccifera ssp. calliprinos),
  • η Δρυς (Quercus infectoria),
  • το Σφεντάμι (Acer obtusifolium),
  • η Αγριελιά (Olea europaea var. sylvestris),
  • η Μοσφιλιά ή Κράταιγος (Crataegus azarolus, C. monogyna),
  • το ρούδι (Rhus coriaria) και
  • η αγριοτριανταφυλλιά (Rosa canina).

Στις ψηλότερες περιοχές του Τροόδους, πέραν τις κυριάρχης Μάυρης πέυκης, απαντόνται πολλα Έλατα (Abies cilicica) οι οποίες συνοδεύονται από ψυχροβιότερα είδη όπως είναι:

  • η Αγριομηλιά ή Σορβιά (Sorbus aria),
  • είδη Αοράτου (Juniperus oxycedrus, J. excelsa, J. foetidissima),
  • η ενδημική Αγριοτριανταφυλλιά (Rosa chionistrae) και
  • η Βερβερίς (Berberis cretica).

Κοντά στους ποταμούς και σε υγρές θέσεις σχηματίζονται παρόχθια δάση Πλατανιού (Platanus orientalis) και σκλήθρου (Alnus orientalis), ενώ φιλοξενούνται και άλλα είδη απαιτητικά σε υγρασία όπως: η Μυρσίνη ή Μυρτιά (Myrtus communis), η δάφνη (Laurus nobilis) και η αροδάφνη (Nerium oleander).

Σε περιορισμένη έκταση γύρω από την κορυφή του Τριπύλου υπάρχουν συστάδες του ενδημικού Κέδρου (Cedrus brevifolia), οι οποίες αποτελούν υπολείμματα πολύ πιο εκτεταμένων δασών της αρχαιότητας.

Πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κυρίαρχο στοιχείο της πανίδας του Τροόδους είναι το κυπριακό αγρινό (Ovis gmelini ophion), του οποίου περιοχή εξάπλωσης είναι το Δάσος Πάφου. Αποτελεί ενδημικό είδος της Κύπρου και είχε κινδυνεύσει από εξαφάνιση τη δεκαετία του 1930. Έκτοτε έχουν ληφθεί αυστηρά μέτρα για την προστασία του και σήμερα ο πληθυσμός του αριθμεί περίπου 3000 άτομα [9]. Άλλα είδη θηλαστικών που ζουν στην οροσειρά του Τροόδους είναι η αλεπού (Vulpes vulpes), ο λαγός (Lepus europaeus), ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus europaeus), καθώς και αριθμός μικρών τρωκτικών και νυχτερίδων. Από τα ερπετά αξίζει να αναφερθεί η φίνα ή οχιά (Macrovipera lebentina) η οποία φωλιάζει συχνά κάτω από τη σκιά των λατζιών. Επίσης το Τρόοδος φιλοξενεί πλούσια πτηνοπανίδα, από την οποία ξεχωρίζουν ο κλόκκαρος (Corvus corax) και το περδικοσιάχινο (Hieraetus fasciatus), ο σταυρομύτης (Loxia curvirostra), ο δεντροβάτης (Certhia brachydactyla dorotheae), το αηδόνι (Luscinia megarhynchos), και η ενδημική σκαλιφούρτα (Oenathe cypriaca). Σε οριακά επίπεδα έχει φτάσει ο πληθυσμός του γύπα του πυρόχρου (Gyps fulvus), για τον οποίο έχει εκπονηθεί και υλοποιείται σχέδιο προστασίας που περιλαμβάνει επιτήρηση, παρακολούθηση μέσω ραδιοπομπών και τάισμα των πουλιών σε ειδικούς χώρους, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο δηλητηρίασής τους [10].

Διαχείριση και Προστασία Περιβάλλοντος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Τρόοδος υπάρχουν σήμερα τα ακόλουθα κρατικά δάση: Δάσος Τροόδους (110 τετραγωνικά χιλιόμετρα), Δάσος Πάφου (600 τ.χλμ), Δάσος Αδελφοί (118τ. χλμ), Δάσος Μαχαιρά (60,6 τ.χλμ) και Δάσος Λεμεσού (69 τ.χλμ). Τα κρατικά δάση βρίσκονται στη δικαιοδοσία του Τμήματος Δασών της Δημοκρατίας. Εντός των ορίων του κρατικού δάσους απαγορεύεται δια νόμου οικιστική ή οποιεσδήποτε άλλες αναπτύξεις, καθώς αυτό προορίζεται αποκλειστικά για εκπλήρωση δασοπονικών σκοπών [11]. Για περαιτέρω προστασία της βιοποικιλότητας έχουν οριστεί τέσσερις Περιοχές Προστασίας της Χλωρίδας και της Πανίδας: Η κορυφή του Τριπύλου (823 εκτάρια) για προστασία των συστάδων του κυπριακού κέδρου και του αγρινού, καθώς και η Μαδαρή (1187,8 εκτάρια), οι Μαύροι Κρεμμοί στο Δάσος Πάφου (2557,6 εκτάρια) και έκταση 220 εκταρίων του Δάσους Τροόδους για προστασία σπάνιων ή απειλούμενων φυτών και των βιοτόπων τους. Επίσης το μεγαλύτερο μέρος του Δάσους Τροόδους (περίπου 90 τ.χλμ.) έχει κηρυχθεί σε εθνικό πάρκο, με κύρια λειτουργία την αναψυχή του κοινού [12]

Ανθρώπινη Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιοχές και Πληθυσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του Πεδουλά, ορεινού χωριού στην περιοχή Μαραθάσας

Διοικητικά η οροσειρά του Τροόδους χωρίζεται ανάμεσα σε τέσσερις επαρχίες, την επαρχία Λευκωσίας στα βόρεια, την επαρχία Πάφου στα δυτικά, την επαρχία Λεμεσού στα νότια και την επαρχία Λάρνακας στα ανατολικά. Πολυάριθμα χωριά βρίσκονται διάσπαρτα σ' ολόκληρη την οροσειρά, εκτός από το Δάσος Πάφου στα δυτικά, στο οποίο δεν διαμένουν μόνιμοι κάτοικοι. Τα ορεινά χωριά του Τροόδους είναι κυρίως συγκεντρωμένα στις κοιλάδες της Μαραθάσας και της Σολέας στα βόρεια, της περιοχής Πιτσιλιάς στο κέντρο, των Κρασοχωριών της επαρχίας Λεμεσού και Πάφου στα νότια και σε μέρος της περιοχής Ορεινής στα ανατολικά.

Ο πληθυσμός των χωριών του Τροόδους έχει μειωθεί σημαντικά μέσα στον 20ό αιώνα λόγω της αστυφιλίας. Χωριά που αριθμούν πάνω από 1000 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είναι η Κακοπετριά στην κοιλάδα της Σολέας (1198 κάτοικοι), η Κυπερούντα (1497 κάτοικοι) και το Πελέντρι (1185 κάτοικοι) στην περιοχή της Πιτσιλιάς και το Παλαιχώρι στα όρια της Πιτσιλιάς και της Ορεινής (1196 κάτοικοι) [13].

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλαγιές με αμυγδαλιές και αμπέλια κοντά στο χωριό Λαγουδερά

Η οικονομία της περιοχής βασίζεται μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία. Το κλίμα των ψηλότερων περιοχών ευνοεί την καλλιέργεια φυλλοβόλων οπωροφόρων, όπως είναι οι μηλιές και οι κερασιές που αποτελούν βασικό προϊόν των χωριών της Μαραθάσας και της Πιτσιλιάς. Μεγάλες εκτάσεις χρησιμοποιούνται επίσης για την καλλιέργεια του αμπελιού, ιδιαίτερα στα ημιορεινά χωριά της επαρχίας Λεμεσού, τα οποία είναι γνωστά για την παραγωγή κρασιού.

Συρρίκνωση έχει παρουσιάσει ο τομέας της μεταλλουργίας, καθώς η εξόρυξη αμιάντου και χρωμίου έχουν διακοπεί μέσα στη δεκαετία του 1980, ενώ εξόρυξη χαλκού διεξάγεται μόνο σε περιορισμένη κλίμακα στο μεταλλείο της Σκουριώτισσας, στην κοιλάδα της Σολέας.

Οι υλοτομίες έχουν επίσης πάψει να παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της περιοχής, καθώς τα δάση της Κύπρου έχουν μικρή παραγωγικότητα εξαιτίας του κλίματος. Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί βάρος στις λειτουργίες αναψυχής και προστασίας των δασών.

Πολιτιστική Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάσπαρτες σε όλη την περιοχή του Τροόδους βρίσκονται εκκλησίες και μοναστήρια, τα οποία αποτελούν εξαίρετα μνημεία βυζαντινής τέχνης. Χαρακτηριστικές είναι οι εκκλησίες με αμφικλινή ξύλινη στέγη καλυμμένη από επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια, ρυθμός που επικράτησε στην περιοχή από το 12ο αιώνα. Δέκα ναοί του Τροόδους έχουν ενταχθεί στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO με τον τίτλο «Τοιχογραφημένοι ναοί στην περιοχή του όρους Τρόοδος», κυρίως για τις τοιχογραφίες που καλύπτουν το εσωτερικό τους και οι οποίες αποτελούν εξαίρετα δείγματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής μνημειακής ζωγραφικής [14].

Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι κοντά στο χωριό Πλατανιστάσα

Στον κατάλογο έχουν ενταχθεί οι ακόλουθες εκκλησίες:

Αναψυχή και Τουρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρη στο κλίμα, το φυσικό περιβάλλον, την ποικιλότητα του τοπίου και την πολιτιστική του κληρονομιά, το Τρόοδος προσφέρει πολυάριθμες ευκαιρίες άθλησης, αναψυχής και τουρισμού. Μέσα στα κρατικά δάση της Κύπρου υπάρχουν 52 σηματοδοτημένα μονοπάτια μελέτης της φύσης με συνολικό μήκος 232,5 χιλιόμετρα [15]. Επιπλέον για την αναψυχή του κοινού λειτουργεί μεγάλος αριθμός οργανωμένων εκδρομικών χώρων. Σ' ό,τι αφορά τα αθλήματα, ιδανικές συνθήκες ορεινής ποδηλασίας προσφέρει το δασικό οδικό δίκτυο, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται η οργάνωση δικτύου ποδηλατικών διαδρομών. Επίσης, κατά τους χειμερινούς μήνες στην περιοχή της Χιονίστρας λειτουργεί χιονοδρομικό κέντρο με πίστες αλπικού σκι και μακράς διαδρομής. Για τη διαμονή των επισκεπτών υπάρχουν ξενοδοχεία και αγροτουριστικά καταλύματα σε πολλά χωριά τριγύρω, με τις Πλάτρες να είναι το κατεξοχήν θέρετρο της περιοχής. Αξίζει να αναφερθεί ότι το Τρόοδος έχει καταταχθεί μέσα στους δέκα καλύτερους αναδυόμενους αγροτικούς τουριστικούς προορισμούς της Ευρώπης κατά το Φόρουμ "Άριστοι Ευρωπαϊκοί Προορισμοί" στη Λισαβόνα τον Οκτώβριο του 2007 [16].

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/download/1401/1277 Αρχειοθετήθηκε 2016-03-06 στο Wayback Machine. |(Σελ.νβ, ή δευτέρα μεταξύ τών σπουδαιότερων μονών της Κύπρου, Έκτίσθη επί Μανουήλ Κομνηνού (1144—1180) 2 επί του ορούς 'Αώου τής επαρχίας:Λευκωσία
  2. http://books.google.com/books?id=tD4lJxC95mEC&pg=PA103&dq=aoos+adonis&hl=el&cd=4&redir_esc=y#v=onepage&q=aoos%20adonis&f=false
  3. Ἀφαίρεση, Ὑφαίρεση ἀποβολὴ, Γραμματική Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
  4. Παναγίδης, Ι. (1997). Η Γεωλογία της Κύπρου, Κεφάλαιο ΙΙ - Γεωμορφολογία. Λευκωσία: Τυπογραφεία Πρίντκο. σελίδες 9–12. ISBN 9963-1-7505-8. 
  5. «Γεωλογία της Κύπρου - Τρόοδος». Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακή Δημοκρατία. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2008. 
  6. Ξενοφώντος, Κ. (1997). Η Γεωλογία της Κύπρου, Κεφάλαιο ΙΙΙ - Γενική Γεωλογία. Λευκωσία: Τυπογραφεία Πρίντκο. σελίδες 9–12. ISBN 9963-1-7505-8. 
  7. Παναγίδης, Ι. (1997). Η Γεωλογία της Κύπρου, Κεφάλαιο V - Ορυκτός Πλούτος. Λευκωσία: Τυπογραφεία Πρίντκο. σελίδες 9–12. ISBN 9963-1-7505-8. 
  8. «Μηνιαία κλιματολογικά στοιχεία 1991-2000 για το Μετεωρολογικό Σταθμό του Προδρόμου». Μετεωρολογική Υπηρεσία, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακή Δημοκρατία. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2008. 
  9. «Πληθυσμιακή κατάσταση του αγρινού στην Κύπρο». Ταμείο Θήρας Κύπρου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2008. 
  10. «Χλωρίδα και Πανίδα της Κύπρου». Τμήμα Δασών, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακή Δημοκρατία. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2008. 
  11. «Κυπριακή Δημοκρατία, ο Περί Δασών Νόμος» (PDF). Τμήμα Δασών, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακή Δημοκρατία. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 29 Νοεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2008. 
  12. «Κριτήρια και Δείκτες για Αειφόρο Ανάπτυξη των Κυπριακών Δασών» (PDF). Τμήμα Δασών, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακή Δημοκρατία. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2008. [νεκρός σύνδεσμος]
  13. «Απογραφή πληθυσμού 2001». Στατιστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2008. 
  14. «Μνημεία της Κύπρου». Τμήμα Αρχαιοτήτων, Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, Κυπριακή Δημοκρατία. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2008. 
  15. «Μονοπάτια Μελέτης της Φύσης». Τμήμα Δασών, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακή Δημοκρατία. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2008. 
  16. «The ten best European rural tourist destinations». Press Room of the European Union. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2008. 

Βιβλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Joseph Eddy Fontenrose: The Myth of the Hunter and the Huntress

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]