Πύλη:Λογοτεχνία/Επιλεγμένο λήμμα/Αρχείο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία[επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή των βυζαντινών χρόνων που είναι γραμμένη σε μη λόγια γλώσσα. Οι απαρχές της χρησιμοποίησης στην λογοτεχνία μιας γλώσσας που πλησιάζει την κοινή εντοπίζονται στον 12ο αι., σε κείμενα όπως ο Διγενής Ακρίτης και τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα. Ο όρος «βυζαντινή» στα σχετικά εγχειρίδια χρησιμοποιείται συνήθως με μια σημασία κάπως ευρύτερη από τα αυστηρά χωρικά και χρονικά όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμπεριλαμβάνει και έργα που γράφτηκαν σε περιοχές που είχαν περιέλθει σε δυτική κυριότητα (όπως το Χρονικό του Μορέως και την πρώιμη κρητική λογοτεχνία)

Το μεγαλύτερο τμήμα των λογοτεχνικών κειμένων που σώζονται είναι έμμετρα, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Τα δημοφιλέστερα είδη, με ποσοτικά κριτήρια, ήταν έμμετρες μυθοπλαστικές αφηγήσεις, ερωτικού ή αλληγορικού περιεχομένου.

Οι πρώτοι λογοτεχνικοί «πειραματισμοί» με την χρήση της δημώδους γλώσσας εμφανίζονται κατά τον 12ο αιώνα, όμως εντείνονται κατά τον 14ο, απ' όπου και προέρχονται τα περισσότερα σωζόμενα έργα. Ο όρος δημώδης γλώσσα στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα γλωσσικό επίπεδο χαμηλότερο από το λόγιο, που δεν ταυτίζεται όμως με την ομιλουμένη γλώσσα, αλλά έχει υποστεί την επίδραση της λόγιας παράδοσης σε λεξιλογικό, μορφολογικό και συντακτικό επίπεδο. Η γλώσσα αυτή δεν εμφανίζει διαλεκτικά στοιχεία. Η εισαγωγή της δημώδους γλώσσας δεν επέφερε ριζική τομή στη λογοτεχνική παραγωγή, δηλαδή δεν αντικατέστησε τη λόγια γλώσσα, αλλά αναπτύχθηκε παράλληλα με αυτήν. Παρόλο που βάση της γλώσσας της δημώδους λογοτεχνίας ήταν η λαϊκή ομιλουμένη γλώσσα, οι λογοτεχνικοί πειραματισμοί δεν είχαν λαϊκή προέλευση, αντιθέτως ξεκίνησαν από τους κύκλους των λογίων και αποδέκτες της φαίνεται πως ήταν αρχικά τα ανώτερα στρώματα.

Πάπισσα Ιωάννα[επεξεργασία κώδικα]

H Πάπισσα Ιωάννα είναι μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη που δημοσιεύτηκε το 1866 με το χαρακτηρισμό «μεσαιωνική μελέτη» σύμφωνα με την άποψη του ίδιου του συγγραφέα. Σε αυτό εξιστορείται ο βίος της Ιωάννας, μίας γυναίκας που κατάφερε να αναρριχηθεί στην ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και να φτάσει μέχρι και το αξίωμα του Πάπα, προσποιούμενη ότι ήταν άντρας. Το μυθιστόρημα βασίζεται στο σχετικό μεσαιωνικό θρύλο της Πάπισσας Ιωάννας, σύμφωνα με τον οποίο μια γυναίκα βρέθηκε στο θρόνο του Βατικανού κατά την περίοδο 855 - 858. Το μυθιστόρημα αυτό θεωρείται το σημαντικότερο από τα έργα του Ροΐδη και ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά μυθιστορήματα, το οποίο τελικά αφορίστηκε "ως αντιχριστιανικόν και κακόηθες", με την υπ' αριθ. 5688/4-4-1866 εγκύκλιο της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ ο ίδιος ο Ροΐδης διώχθηκε δικαστικά.

Ερωτόκριτος[επεξεργασία κώδικα]

Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα σε πίνακα του Θεόφιλου

Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα.

Ο Μέγας Ανατολικός[επεξεργασία κώδικα]

Ο Μέγας Ανατολικός είναι μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, την περίοδο 1990-92, σε οκτώ τόμους. Η συγγραφή του διήρκεσε από το 1945 μέχρι το 1951, ενώ η τελική του μορφή οριστικοποιήθηκε περίπου το 1970. Χαρακτηρίζεται ως το «έργο ζωής» τού Εμπειρίκου και ένα από τα τολμηρότερα βιβλία στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Αποτελεί το ογκωδέστερο ελληνικό μυθιστόρημα, το οποίο περιλαμβάνει, στην τελική μορφή του, πέντε μέρη που εκτείνονται σε 100 αριθμημένα κεφάλαια και περίπου 2.100 σελίδες. Η ελευθεροστομία του και το άκρως ερωτικό περιεχόμενό του προκάλεσαν αντιδράσεις, επιτρέποντας τη σύγκρισή του με άλλα γνωστά έργα της ερωτικής λογοτεχνίας, όπως τις 120 Μέρες των Σοδόμωντου Μαρκήσιου ντε Σαντ.

Το μυθιστόρημα πραγματεύεται το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεανίου «Μέγας Ανατολικός» από το λιμάνι του Λίβερπουλ στη Νέα Υόρκη, το οποίο ξεκινά στις 22 Μαΐου του 1867, στην ακμή της Βικτοριανής εποχής. Σύμφωνα με την περιγραφή που δίνεται, το εκτόπισμα του πλοίου υπερβαίνει τους 25.000 τόννους, το μήκος του είναι άνω των 690 ποδιών, το πλάτος του άνω των 80, ενώ το βάθος του αγγίζει τα 58 πόδια, μεγέθη που το καθιστούν το μεγαλύτερο πλοίο της υφηλίου. Το ταξίδι του «Μεγάλου Ανατολικού» τού Ανδρέα Εμπειρίκου, συνδέεται με τον ιστορικό πλου τού τροχήλατου Great Eastern που συνέδεσε τη Μεγάλη Βρετανία με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 1860.