Ερωτόκριτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ερωτόκριτος
Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα
σε πίνακα του Θεόφιλου
ΣυγγραφέαςΒιτσέντζος Κορνάρος
ΓλώσσαΚρητική διάλεκτος
Ημερομηνία δημοσίευσης17ος αιώνας
Μορφήποίημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ερωτόκριτος είναι έμμετρο μυθιστόρημα[1] ή έπος, που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη, πιθανότατα κατά την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα. Αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους αποδιδόμενους στην κρητική διάλεκτο, εκ των οποίων οι τελευταίοι 12 αναφέρονται στον ίδιο τον ποιητή. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο, που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος, και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με το έργο Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας την περίοδο της Βενετοκρατίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στη λαϊκή παράδοση και παραμένει ένα εξαιρετικά δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη επίσης και στη μελοποίησή του από τον Χριστόδουλο Χάλαρη και την ερμηνεία του από τον Νίκο Ξυλούρη.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:

  • Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά (Πεζόστρατος), ο Ερωτόκριτος. Ο Ερωτόκριτος φανερώνει τον έρωτά του για την κόρη του βασιλιά στον φίλο του Πολύδωρο, ο οποίος όμως του προτείνει να μη διανοηθεί να φανερώσει τον Έρωτά του στον Βασιλιά, διότι θα βάλει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. Ο Ερωτόκριτος συμφωνεί και επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά ερωτικά τραγούδια. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή και επιζητά να μάθει ποιος είναι. Αλλά και όλο το παλάτι, ακόμη και ο ίδιος ο βασιλιάς Ηράκλης, αναρωτιούνται ποιος είναι ο άγνωστος τροβαδούρος που κάθε βράδυ γλυκαίνει τον ύπνο του παλατιού με τα ερωτικά τραγούδια του. Ο βασιλιάς αποφασίζει να μάθει την ταυτότητα του νέου και διατάζει τους στρατιώτες του να στήσουν ένα βράδυ ενέδρα ώστε να τον συλλάβουν και να τον παρουσιάσουν μπροστά του. Η ενέδρα αποτυγχάνει καθώς ο Ερωτόκριτος μαζί με τον καλύτερό του φίλο Πολύδωρο, σκοτώνουν δύο από τους στρατιώτες του βασιλιά και ξεφεύγουν. Ακούγοντας τον φίλο του Πολύδωρο, που του τονίζει πως αν αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, ελλοχεύει ο κίνδυνος της ατίμωσης όχι μόνο του ιδίου αλλά και του πατέρα του, ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει τον έρωτα για την Αρετούσα. Πριν φύγει, ζητάει από τη μητέρα του να μην επιτρέψει σε κανέναν να μπει στο δωμάτιό του, μιας και εκεί κρύβει τους στίχους από τα ερωτικά τραγούδια που έγραψε για την Αρετούσα. Στο διάστημα της απουσίας του, ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Βασίλισσα μαζί με την πριγκίπισσα Αρετούσα τον επισκέπτονται, η μητέρα του για να τιμήσει την επίσκεψη τους, ανοίγει όλα τα δωμάτια του σπιτιού τους. Η Αρετούσα μπαίνει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και βρίσκει μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Αμέσως καταλαβαίνει πως αυτός είναι ο άγνωστος τραγουδιστής και το εκμυστηρεύεται στην παραμάνα της, τη Φροσύνη. Όταν ο Ερωτόκριτος επιστρέφει, για να δει τον πατέρα του, ο οποίος ενδιάμεσα έχει γίνει καλά, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει από τη μάνα της πως μόνο η Αρετούσα είχε επισκεφτεί στο δωμάτιό του. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα τού στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Ο Ερωτόκριτος καταλαβαίνει ότι το πάθος του βρίσκει ανταπόκριση, αρχίζει να συχνάζει πάλι στο παλάτι και οι δύο ερωτευμένοι βεβαιώνονται με τα μάτια για την αμοιβαία αγάπη τους.
  • Β. Ο Βασιλιάς, για να διασκεδάσει την κόρη του, που τη βλέπει μελαγχολική, οργανώνει ένα κονταροκτύπημα. Παίρνουν μέρος αφέντες και αρχοντόπουλα από διάφορους ελληνικούς τόπους που είχαν φημισμένα κάστρα: τη Μυτιλήνη, το Ανάπλι (Ναύπλιο), την Πάτρα, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Έγριπο, την Αξιά (Νάξο). Έρχονται ακόμη ο αφέντης της Μακεδονίας, ο γιός του Βασιλιά του Βυζαντίου, και το ρηγόπουλο της Κύπρου. Μετέχουν επίσης και ξένοι: ο φοβερός Καραμανίτης (Τούρκος) Σπιθόλιοντας και ο Σκλαβούνος (Δαλματός Σλάβος). Τελευταίος έρχεται ο Κρητικός Χαρίδημος, αφέντης της Γορτύνης. Ο Βασιλιάς ανακοινώνει πως ο νικητής θα λάβει ως έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι, το οποίο θα ετοιμάσει η Αρετούσα. Ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
  • Γ. Το πάθος της Αρετούσας γίνεται τώρα σφοδρότερο. Με δική της πρωτοβουλία, παρά τις συμβουλές της παραμάνας της Φροσύνης, αρχίζει να συναντάται με τον Ερωτόκριτο τη νύχτα, σ’ ένα καγκελόφραχτο παράθυρο του παλατιού. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Ο Ερωτόκριτος παίρνει την απόφαση να φανερώσει τον έρωτά του στον πατέρα του Πεζόστρατο, πιστό σύμβουλο τον βασιλιά, ζητώντας τον να ζητήσει εκ μέρους του το χέρι της Αρετούσας. Ο Πεζόστρατος κάνει τη χάρη του υιού του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως ο βασιλιάς θα θυμώσει με αυτή την πρόταση. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και αποφασίζει να τον εξορίσει, ενώ παράλληλα επιπλήττει τον Πεζόστρατο, τον οποίο δεν τιμωρεί λόγω της παλιάς τους φιλίας. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από τον βασιλιά του Βυζαντίου και ο Βασιλιάς αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη και του χαρίζει ένα δακτυλίδι της, ως δακτυλίδι του αρραβώνα τους, ζητώντας τον να το φοράει για πάντα - ακόμη και στον θάνατο, θα είναι ζευγάρι. Ο Ερωτόκριτος φεύγει για την εξορία του αποχαιρετώντας τους γονείς του, ενώ ζητά από τα θεϊκά Άστρα και τον Ήλιο να τιμωρήσουν τον σκληρό βασιλιά.
  • Δ. Ο Ηράκλης, υποψιαζόμενος ότι η κόρη του αγαπά τον Ερωτόκριτο, αποφασίζει να επισπεύσει τον γάμο με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου. Η Αρετούσα αρνιέται, ο βασιλιάς επιμένει, και τελικά η νέα φυλακίζεται μαζί με την παραμάνα της που προσπαθεί να τη δικαιολογήσει. Ύστερα από τρία χρόνια ένας βόρειος αντίπαλος, οι Βλάχοι (Ρουμάνοι) με τον βασιλιά τους Βλαντίστρατο (Vladislav) εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα, παραβαίνοντας την εξορία του. Με τη βοήθεια μιας μάγισσας, αποκτά ένα μαγικό υγρό που αλείφοντας το στο πρόσωπό του, γίνεται αγνώριστος και στο πρόσωπο και στη φωνή του. Έτσι, επιστρέφει στην Αθήνα και παίρνει μέρος στις μάχες που ακολουθούν. Ο Ερωτόκριτος αποδεικνύεται σπουδαίος πολεμιστής και αποκτάει γρήγορα μεγάλη φήμη στο Παλάτι, ενώ γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών. Ο ίδιος ο βασιλιάς μάλιστα, αναζητά τον άγνωστο πολεμιστή και του προσφέρει σπουδαία δώρα, τα οποία όμως ο Ερωτόκριτος αρνείται. Σε μια μάχη μάλιστα, που ο βασιλιάς και ο σωματοφύλακας του, ο φίλος του Ερωτόκριτου Πολύδωρος, βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ο Ερωτόκριτος κατανικάει τους εχθρούς, σώζοντας και τον στρατό και τον φίλο του και τον βασιλιά από βέβαιο θάνατο. Εξασφαλίζει ακόμη και την τελική νίκη σε μία μονομαχία που γίνεται, έπειτα από συμφωνία των δύο αντιπάλων, ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων Άριστο, που έχει φτάσει από τη Φραγκιά (τη λατινική Δύση). Ο Άριστος σκοτώνεται στη μονομαχία και οι Βλάχοι με μια επιβλητική νεκρική πομπή παίρνουν μαζί τους το σώμα του και αποχωρούν από την Αθήνα.
  • Ε. Νικητής αλλά και σοβαρά πληγωμένος ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται, αγνώριστος πάντοτε, στο παλάτι. Γίνεται τέλος καλά, λέει στον βασιλιά ότι ονομάζεται Κριτίδης, και αρνούμενος κάθε άλλη ανταμοιβή ζητά να πάρει γυναίκα του τη φυλακισμένη ακόμη Αρετούσα. Ο βασιλιάς του εκμυστηρεύεται πως δυστυχώς η κόρη του δεν δέχεται κανένα προξενιό, αποκαλύπτοντας του τον λόγο της φυλακίσεώς της. Ο Ερωτοκριτος επιμένει να τη δει και πείθει τον βασιλιά να του επιτρέψει να την επισκεφθεί στο κελί της. Την επισκέπτεται ο ίδιος στη φυλακή και διατυπώνει την πρόταση του, αλλά η κόρη αρνιέται με επιμονή. Ο ξένος θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη της, της αφήνει τάχα ως δώρο το δαχτυλίδι που είχε δώσει η ίδια στον Ερωτόκριτο για τον αρραβώνα τους και όταν αυτή έκπληκτη το αναγνωρίζει, τον διατάσσει επιτακτικά να της πει που το βρήκε. Ο Κριτίδης/Ερωτόκριτος, πλάθει μια ιστορία κατά την οποία αποκαλύπτει στην πριγκίπισσα πως το δαχτυλίδι αυτό, της έδωσε πριν καιρό, ένας νεαρός που βρήκε να αργοπεθαίνει μετά από μάχη με δύο θηρία στο δάσος. Ο νεαρός ενώ αργοπέθαινε, του έδωσε το δαχτυλίδι, λέγοντας ξεψυχώντας «σε έχασα Αρετούσα μου». Η Αρετούσα, αναγνωρίζοντας το δαχτυλίδι, θρηνεί τον αγαπημένο της. Τότε ο άγνωστος μελαχρινός νέος, με το μαγικό υγρό, παίρνει πάλι την όψη του Ερωτόκριτου και αναγνωρίζεται από την Αρετούσα. Τελικά το ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε γενική χαρά, ο βασιλιάς συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του, και ο Ερωτόκριτος, όπως στα παραμύθια, ανεβαίνει στον θρόνο της Αθήνας.

Πρότυπο και άλλες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άμεσο πρότυπο του έργου είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Πιερ ντε λα Συπέντ, που τυπώθηκε το 1487 και γνώρισε μεγάλη διάδοση με μεταφράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από ιταλική μετάφραση, καθώς είναι απίθανο να γνώριζε γαλλικά. Δεν πρόκειται όμως για δουλική μίμηση αλλά δημιουργική διασκευή, στην οποία αναγνωρίζονται αρετές σε σχέση με το γαλλικό πρότυπο και τις άλλες διασκευές: η πλοκή είναι περισσότερο οργανωμένη, τα πρόσωπα λιγότερα, περιορίζονται κάποιες επαναλήψεις και επιπλέον υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων. Μέχρι το πρώτο μισό του έργου, ο Κορνάρος ακολουθεί την πλοκή του προτύπου του. Από το σημείο όμως της αποτυχημένης προτάσεως γάμου προς τον Βασιλιά, τα δύο έργα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Στο Paris et Vienne, οι δύο νέοι απάγονται και επιχειρούν να δραπετεύσουν, μετά όμως από λίγο καιρό η κοπέλα συλλαμβάνεται από ανθρώπους του πατέρα της, ενώ ο Paris ταξιδεύει στην ανατολή. Η ευεργεσία του προς τον πατέρα της Vienne, που συντελεί στην επανασύνδεση του ζευγαριού, δεν είναι η σωτηρία του βασιλείου από εχθρούς, όπως στον Ερωτόκριτο, αλλά η απελευθέρωση του βασιλιά από την αιχμαλωσία, όταν εκείνος, επιχειρώντας να οργανώσει σταυροφορία, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το τέλος των δύο έργων είναι ανάλογο, με τον «άγνωστο» ευεργέτη να κάνει πρόταση γάμου στη Vienne και εκείνη να δέχεται μόνο μετά την αναγνώρισή του.

Εκτός από τη γαλλική μυθιστορία, εμφανής είναι και η επίδραση του Orlando Furioso του Αριόστο, στα σημεία με περισσότερο επικό χαρακτήρα.

Εκτός από τη δυτική επίδραση, ρόλο στη σύνθεση του Ερωτόκριτου έπαιξε και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, δημοτική (δημοτικά τραγούδια και παροιμίες) και έντεχνη (Ερωφίλη, Απόκοπος, Πένθος θανάτου και άλλα δημώδη κείμενα).

Χαρακτήρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρ' όλο που ως προς την εξέλιξη της υποθέσεως ο Ερωτόκριτος ακολουθεί όλα τα χαρακτηριστικά των αντιστοίχων ιπποτικών μυθιστοριών, παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες ως προς τη δομή, με χαρακτηριστικά που προέρχονται από άλλα λογοτεχνικά είδη. Εκτός από τα επικά στοιχεία, είναι έντονη και η παρουσία δραματικών χαρακτηριστικών: η διαίρεση σε πέντε μέρη απηχεί την πενταμερή διαίρεση του κλασικού δράματος, ενώ θεατρικό χαρακτήρα προσδίδει και η συχνή παρουσία του διαλόγου. Στο χειρόγραφο του έργου δεν παρουσιάζεται η πενταμερής διαίρεση, η οποία εμφανίζεται μόνο στις έντυπες εκδόσεις, θεωρείται όμως από τους μελετητές οργανική και συνδεδεμένη με τη σύλληψη του έργου από τον ποιητή.[2]

Το επικό-ηρωικό και το ερωτικό στοιχείο που αναφέρονται ως θεματικοί πυρήνες ήδη στους πρώτους στίχους («και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη / του Έρωτα η μπόρεση και της φιλιάς η χάρη»), συνυπάρχουν στο έργο μοιρασμένα συμμετρικά, με το ερωτικό να υπερτερεί στο πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο μέρος, ενώ το ηρωικό στο δεύτερο και το τέταρτο, και παράλληλα είναι αλληλένδετα συνδεδεμένα μεταξύ τους, με το ένα να τροφοδοτεί το άλλο[3]: ο έρωτας του Ερωτόκριτου για την Αρετούσα είναι κίνητρο για τη συμμετοχή του στην κονταρομαχία, ενώ η ανδρεία του και η προσφορά στον βασιλιά της χώρας είναι το γεγονός που επιτρέπει την ευόδωση της σχέσης.

Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας

Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι
κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι.

Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600.

Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και το θέμα της αστάθειας της Μοίρας και της Τύχης, ενώ καθοριστική είναι και η σημασία του θέματος των κοινωνικών διακρίσεων: ο έρωτας των δύο ηρώων έρχεται σε αντίθεση με τις καθιερωμένες κοινωνικές συμβάσεις και τους φέρνει σε σύγκρουση με το περιβάλλον τους, τελικά όμως στο τέλος του έργου «νικούν» οι προσωπικές αρετές.

Σημαντική καινοτομία του Κορνάρου είναι η ανάδειξη της ψυχολογικής καταστάσεως των ηρώων και η πειστική αιτιολόγηση των κινήτρων της συμπεριφοράς τους.

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γλώσσα του Ερωτοκρίτου είναι η κρητική διάλεκτος και ειδικότερα το ιδίωμα της Σητείας. Χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικοί διαλεκτικοί τύποι όπως τα άρθρα τση (της) και τσι (τις), η ερωτηματική αντωνυμία (ε)ίντα στη θέση του τι,[4] τα άρθρα τον, την, το σε θέση αναφορικής αντωνυμίας (Δεν είχαν την αποκοτιά στα θέλου να μιλήσου), σίγηση του τελικού -ν στη γενική πληθυντικού και στο γ' πληθυντικό πρόσωπο (των αρμάτω, μιλήσου), τοποθέτηση της αντωνυμίας μετά το ρήμα (επίταξη του κλιτικού, π.χ. εχάσαν τα), χρήση τής παρεκτεταμένης αντωνυμίας αυτόνος και αυτείνος (κατά το εκείνος). Ειδικότερα βασίζεται στο ανατολικό κρητικό ιδίωμα και εμφανίζει τα τυπικά χαρακτηριστικά του, όπως χρήση της αντωνυμίας τως αντί τους (τα πάθη τως), τη χρήση της αύξησης η- στους παρελθοντικούς χρόνους (ήκαμε, ήβανε), την αποβολή του -ι- μετά από -σ- (απουράνωση, π.χ. να τσ' αξώση), καθώς και τον παθητικό αόριστο -θηκα, -θηκες, -θηκε (αντί του δυτικοκρητικού -θη, -θης, -θη(ν), π.χ. εχάθηκε αντί εχάθη).

Μερικά χαρακτηριστικά τής φωνητικής τού Ερωτοκρίτου είναι[5]: α) αφομοίωση ή σίγηση των ενήχων μ, ν εντός λέξεως, όταν ακολουθεί λ, ρ ή διαρκές τριβόμενο θ, φ, χ (π.χ. τη χέρα, έλαψα, μέφεται, αθιβολή), β) τροπή τού άρθρου η και οι σε ημίφωνο [j], όταν κατά τη συνεκφορά ακολουθεί φωνήεν α, ε, ο (π.χ. η jάλλη, οι jαθρώποι), γ) σίγηση του υποτακτικού φωνήεντος ι κατά τη συνίζηση, όταν προηγείται διαρκές φατνιακό (συριστικό) σύμφωνο, δηλαδή στα συμπλέγματα σι, ξι, ψι, ζι (π.χ. ανιψός, άξος, ξάζω).

Βέβαια ο Κορνάρος, όπως και οι άλλοι Κρητικοί συγγραφείς της περιόδου, δεν περιορίζεται στους αυστηρούς κανόνες τού ενός ιδιώματος, αλλά χρησιμοποιεί και στοιχεία του άλλου, κυρίως για την εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Η γλώσσα του Ερωτoκρίτου βασίζεται στην ομιλουμένη κρητική διάλεκτο (κυρίως στο ιδίωμα της Σητείας), διαφοροποιείται όμως από αυτήν, εάν συγκριθεί με τις κωμωδίες ή τα διάφορα έγγραφα, αφού παρουσιάζει ελάχιστες λέξεις που προέρχονται από τα Ιταλικά, ενώ αντίθετα έχει συχνά λογιότερα λεξιλογικά στοιχεία.[6] Οι γλωσσικές επιλογές του Κορνάρου χαρακτηρίζονται ως ακριβείς και εκφραστικές[7] αλλά παράλληλα λιτές, όπως μαρτυρεί η περιορισμένη παρουσία κοσμητικών επιθέτων. Αντίθετα, είναι πλούσιες οι παραστατικές εικόνες και οι εκτενείς παρομοιώσεις.

Εξίσου φροντισμένη είναι και η στιχουργία του κειμένου: αποφεύγονται οι χασμωδίες και δεν υπάρχουν ατέλειες στην ομοιοκαταληξία. Και η στιχουργία, όπως και η γλώσσα, διαφοροποιείται σε κάποια χαρακτηριστικά από του δημοτικού τραγουδιού: Εμφανίζεται εναλλαγή στη θέση των τονιζόμενων συλλαβών μέσα στον στίχο (ακόμη και σε μονές συλλαβές, παρ' όλο που στον ίαμβο τονίζονται οι ζυγές), συχνή παρουσία διασκελισμών και στίξη στο εσωτερικό του στίχου, στοιχεία που συντελούν στη ρυθμική ποικιλία και στην αποφυγή της μονοτονίας.[8]

Χειρόγραφη και έντυπη παράδοση του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ἐρωτόκριτος, εξώφυλλο της πρώτης έντυπης έκδοσης, Βενετία 1713

Το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλον τον 17ο αιώνα. Το 1713 τυπώθηκε στη Βενετία από έναν Κρητικό, ο οποίος είχε συγκεντρώσει πολλά χειρόγραφα του έργου, στα οποία στηρίχθηκε για να παραδώσει μια αρκετά έγκυρη και αξιόπιστη έκδοση. Δεν σώζεται κανένα από τα χειρόγραφα του έργου εκτός από ένα ανολοκλήρωτο, του 1710. Είναι διακοσμημένο με καλαίσθητες μικρογραφίες, αλλά λιγότερο έγκυρο ως προς την παράδοση του κειμένου σε σχέση με τη βενετσιάνικη έκδοση, γιατί αλλοιώνει σε κάποια σημεία τον ιδιωματικό χαρακτήρα της γλώσσας. Πιθανότατα σταμάτησε να αντιγράφεται μετά την κυκλοφορία της έντυπης εκδόσεως του έργου, το 1713. Ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις της αρχικής έκδοσης και η πρώτη νεότερη έκδοση έγινε το 1915 από τον Στέφανο Ξανθουδίδη.

Διάδοση και απήχηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απήχηση του έργου ήταν πολύ μεγάλη. Παρατηρούνται επιδράσεις του σε μαντινάδες και επιπλέον στην Κρήτη δημιούργησε μυθολογική παράδοση: τα ονόματα των ηρώων έχουν επιβιώσει ως σήμερα ως βαφτιστικά και η λαϊκή φαντασία ονόμασε «παλάτι του Ηράκλη» τους στύλους του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Η μεγάλη διάδοση του έργου μαρτυρείται από λόγιους και ξένους περιηγητές καθ' όλον τον 18ο και 19ο αιώνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι άνθρωποι στην Κρήτη γνώριζαν όλο το έργο απ' έξω. Ακόμη και ο Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι στη Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα η κατανόηση του έργου ήταν πολύ εύκολη, παρά την έντονα ιδιωματική γλώσσα του.

Από το επεισόδιο του κονταροχτυπήματος

Ὡς εἶδεν ὁ Σπιθόλιοντας τὰ αἵματα κι ἐτρέχα
στὸ στῆθος του καὶ στὸ μερὶ καὶ τὸ κορμὶ του ἐβρέχα
ἐμούγκρισε, ἐταράχτηκε κι ὡσὰ λιοντάρι ἀγριεύει
καὶ νὰ βαρῆ τοῦ Κρητικοῦ τόπο νὰ βρῆ γυρεύγει·
μηδὲ ποτὲ τὸ πέλαγος ἔτοιας λογῆς μανίζει
σ' τσ' ἀνεμικὲς τοῦ Γεναριοῦ, ὅντε βροντᾶ κι ἀφρίζει,
σ' καιρὸ ποὺ ἀνακατώνεται μὲ ταραχὴ μεγάλη,
κι ὅντε σκορπᾶ τὰ κύματ' ὄξω στό περιγιάλι,
σὰν ἤκαμε ὁ Σπιθιόλοντας στὰ αἵματα ὁποὺ ἐθώρει
κ' ἐτρέχαν καὶ νὰ γδικιωθῆ ἀκόμη δὲν ἐμπόρει.

Ερωτόκριτος, μέρος Β΄, στίχοι 1107-1116.

Η μεγαλύτερη όμως απόδειξη της απηχήσεως του έργου είναι η επίδραση που άσκησε στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη.

Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αιώνα το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Φωτεινός είχε διασκευάσει το έργο σε μια λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξαιτίας της ιδιωματικής γλώσσας.

Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το 1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Το έργο επίσης έχει μελοποιηθεί πολλές φορές και είναι δημοφιλέστατο άκουσμα στην Κρήτη.

Φιλολογικά προβλήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φιλολογικά προβλήματα που σχετίζονται με τον Ερωτόκριτο είναι τρία: το βασικότερο, από το οποίο εξαρτώνται τα άλλα, είναι το ζήτημα της ταυτότητας του ποιητή, καθώς το όνομα Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν διαδεδομένο στην Κρήτη. Τα άλλα δύο σημαντικά προβλήματα είναι το θέμα της χρονολόγησης του έργου και το θέμα του ιταλικού προτύπου στο οποίο βασίστηκε ο ποιητής. Για το θέμα του ποιητή, είναι αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές[9] η ταύτισή του με τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου, αδερφό του Βενετοκρητικού συγγραφέα Ανδρέα Κορνάρου. Ο Βιτσέντζος, σύμφωνα με αρχειακές πηγές, γεννήθηκε το 1553 και πέθανε το 1613 ή 1614. Με βάση αυτά τα στοιχεία προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Ερωτόκριτος γράφτηκε ανάμεσα στα 1590 και 1610.[10] Σχετικά με το ιταλικό πρότυπο στο οποίο βασίστηκε ο Κορνάρος, από τις διάφορες διασκευές του γαλλικού έργου έχουν ξεχωρίσει από την έρευνα δύο, μία πεζή του 1543 και μία έμμετρη του Angelo Albani, με τίτλο Innamoramento de due fidelissimi amanti Paris en Vienna, του 1626. Από εξέταση όλων των ιταλικών διασκευών σε σχέση με τον Ερωτόκριτο [11] έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι η πεζή διασκευή ήταν αυτή που χρησιμοποίησε ο Κορνάρος, άποψη την οποία αποδέχονται αρκετοί φιλόλογοι.[12] Αυτή η άποψη συμφωνεί και με την προτεινόμενη ταύτιση του ποιητή. Αντιθέτως, η άποψη ότι ο Κορνάρος χρησιμοποίησε τη διασκευή του Albani [13] οδηγεί σε χρονολόγηση του ποιήματος μετά το 1626 και επομένως δεν ευνοεί την αποδοχή της ταυτίσεως του ποιητή με τον Βιτσένζο Κορνάρο του Ιακώβου.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο όρος «μυθιστορία» (απόδοση του romance) που αναφέρεται στο αφηγηματικό είδος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και έχει ιπποτικό χαρακτήρα και θέμα τις περιπέτειες ενός ερωτικού ζευγαριού, θεωρείται περισσότερο ακριβής από τον όρο «μυθιστόρημα» για να χαρακτηρίσει αφηγηματικά κείμενα όπως ο Ερωτόκριτος. Ωστόσο στην ελληνική βιβλιογραφία απαντάται συχνά και ο όρος μυθιστορία. Για τον όρο και την ιστορία του είδους στην Ελλάδα βλ. R. Beaton: Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
  2. D. Holton, Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, Καστανιώτης, Αθήνα 2000.
  3. Ε. Καψωμένος, «Η δομή της αφήγησης στον Ερωτόκριτο», Κώδικες και σημασίες, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 1990, σελ. 41.
  4. Η ετυμολογική αρχή δεν είναι αποσαφηνισμένη: εικάζεται ότι προέρχεται από πλήρη τύπο τι είν(αι) τα ή, κατ' άλλη άποψη, από ερωτηματική φράση για(τί) είν(αι) τα. Βλ. πλήρη ανάλυση στον Y. Tarabout, «L'interrogatif είντα ou ίντα "quoi?" du grec moderne dialectal» — 1978, Bulletin de la Société de Linguistique de Paris 73, σελ. 301-10.
  5. Βλ. Γ. Χατζιδάκι, 1915: 460-2.
  6. Βλ. G. Horrocks, Greek: A history of the language and its speakers, Addison Wesley Publishing Company, 1997, σελ. 308-310 (ελλ. μτφρ. υπό Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου, Αθήνα 2006, σελ. 560-5)· Γ. Χατζιδάκι, «Περί της γλώσσης και της γραμματικής τού Ερωτοκρίτου», στον Στέφ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκριτος, Ηράκλειο 1915, σελ. 458-68.
  7. Στ. Αλεξίου, «Εισαγωγή» στο Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, επιμέλεια Στ. Αλεξίου, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1995, σελ. λα΄
  8. Αλεξίου 1995, σελ. κθ΄-λ
  9. Αλεξίου 1995, σελ.ιστ΄-ιζ΄, Holton 1996, σελ. 369
  10. Παλαιότερα πιστευόταν ότι το έργο ήταν αρκετά μεταγενέστερο και είχε ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Ηρακλείου από τους Οθωμανούς (1648-1669), όταν προστέθηκε το επεισόδιο της μονομαχίας του Κρητικού με τον Καραμανίτη, που απηχεί τον πόλεμο με τους Οθωμανούς. (Βλ. Λ. Πολίτη Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978, σελ. 80). Αυτή η άποψη όμως έχει ανατραπεί σήμερα, βλ. Αλεξίου 1995, σελ. ιζ-ιη΄)
  11. Γ. Μαυρομμάτης, Το πρότυπο του Ερωτόκριτου, Ιωάννινα 1982
  12. Αλεξίου 1995, σελ. κε΄-κστ΄, Holton 1996, σελ. 262
  13. Υποστηρίζεται από τον Σπ. Ευαγγελάτο, βλ. Σπ. Ευαγγελάτος, «Για τη χρονολόγηση του Ερωτόκριτου» στο: Ερωτόκριτος. Ο ποιητής και η εποχή του, αφιέρωμα της εφημερ. Καθημερινή (ένθετο «Επτά Ημέρες»), 11 Ιουνίου 2000, σελ. 29

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλεξίου Στ., «Εισαγωγή» στο: Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, επιμέλεια Στ. Αλεξίου, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1995
  • Ερωτόκριτος. Ο ποιητής και η εποχή του, αφιέρωμα της εφημερίδας Καθημερινή (ένθετο «Επτά Ημέρες»), 11 Ιουνίου 2000
  • D. Holton, Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, Καστανιώτης, Αθήνα, 2000

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]