Ομαδική θεραπεία ατόμων με άνοια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η θεραπεία ατόμων με άνοια σε ομάδες είναι μέθοδος που χρησιμοποιείται για την πρόληψη, συντήρηση και εκπαίδευση εξασθενημένων γνωστικών, κινητικών και κοινωνικών δεξιοτήτων ατόμων με άνοια. Σκοπός είναι η καλυτέρευση της ποιότητας ζωής των ατόμων αυτών.

Θεωρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεραπευτική ομάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεραπεία είναι ο προσδιορισμός ενός προβλήματος, η θεραπευτική παρέμβαση και η επίλυσή του. Στην άνοια, o σκοπός της θεραπευτικής ομάδας είναι να αναπτυχθεί το αίσθημα της χαράς, να αυξηθούν οι πηγές της ψυχολογικής στήριξης και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ατόμων με άνοια.[1][2]

Οι τρόποι που μπορούν να υλοποιηθούν οι παραπάνω στόχοι είναι πολλοί και δεν απαιτείται το άτομο να έχει καλή μνήμη για να ωφεληθεί από την θεραπευτική ομάδα. Μια ομαδική δραστηριότητα είναι η κατασκευή αντικειμένων από πηλό. Τα άτομα κατασκευάζουν αντικείμενα και στο τέλος βλέπουν το αποτέλεσμα της δημιουργίας τους και αισθάνονται χρήσιμα.[1]

Οι θεραπευτικές ομάδες είναι σημαντικές για τους παρακάτω λόγους:

  • Τα ηλικιωμένα άτομα υποτιμούν τα επιτεύγματά τους και μέσα στην ομάδα γίνονται πιο πρόθυμα και δημιουργικά
  • Τα άτομα μοιράζονται ιδέες, μαθαίνουν και αλλάζουν σε καινούριες συμπεριφορές[3]
  • Καλλιεργείται το αίσθημα του ανήκειν[4]
  • Προσφέρεται η υποστήριξη και η κατανόηση των κοινών δυσκολιών, που έχουν τα μέλη της ομάδας[3]
  • Έρευνες δείχνουν, ότι η ομαδική θεραπεία ωφελεί περισσότερο τα άτομα με άνοια από την ατομική θεραπεία.[5][6]

Ο ηγέτης-θεραπευτής της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο άνθρωπος, που καθοδηγεί την θεραπευτική ομάδα λαμβάνει υπόψιν του ότι το κάθε μέλος της ομάδας είναι ξεχωριστό, χρησιμοποιεί τα δυναμικά στοιχεία του κάθε μέλους,[2] είναι ενήμερος για τον τρόπο που αναπτύσσεται μια ομάδα και κατανοεί τον ρόλο, που λαμβάνει το κάθε άτομο στην ομάδα.[7] Επιπλέον, ο ηγέτης είναι απαραίτητο να έχει σεβασμό και συμπόνια για τα άτομα με άνοια και συνείδηση για τα θέματα της ομάδας και της μη - λεκτικής επικοινωνίας.[8] Μία θεραπευτική ομάδα αποτελείται από τέσσερα ή παραπάνω μέλη με έναν κοινό σκοπό: χρειάζεται να υπάρχει όσον δύναται μονιμότητα (των μελών), να υπάρχουν όρια στο χρόνο και στο χώρο (συνάντηση σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, όπου δεν θα τους ενοχλήσει κάποιος), συλλογικοί στόχοι και σύμφωνοι τρόποι επίτευξης αυτών , κριτήρια συμμετοχής, κώδικες δεοντολογίας, διαφοροποίηση στους ρόλους των μελών και τέλος την εθελοντική απόφαση του κάθε μέλους να βρίσκεται σε αυτήν (την ομάδα). Ο ηγέτης της ομάδας παρουσιάζει τα μέλη, που επιθυμούν να προσφέρουν και να ωφελήσουν την ομάδα. Τα μέλη εξελίσσονται όταν δεσμεύουν τον εαυτό τους και προσπαθούν να αναπτυχθούν. Κατά την διάρκεια, που επιτυγχάνονται οι κοινοί σκοποί, τα μέλη της ομάδας συνήθως αναλαμβάνουν διάφορα καθήκοντα (για παράδειγμα μια γραμματέας, ένας ταμίας) ή συναισθηματικούς ρόλους (για παράδειγμα μία συμπονετική μητέρα, ένας άνθρωπος με πειθώ). Επιπρόσθετα, ο ηγέτης χρειάζεται να γνωρίζει αυτό, που συμβαίνει στην ομάδα και στο κάθε άτομο ξεχωριστά σε κάθε συνεδρία και να θέτει ερωτήσεις προς τα μέλη στο τέλος της κάθε συνεδρίας, όταν το βρίσκει απαραίτητο. Οι πληροφορίες, που παίρνει ο ηγέτης αφορούν στο πόσο σημαντική βρίσκουν τα μέλη την ομάδα και τι επιθυμούν να αλλάξει.[3] Ο ηγέτης είναι σημαντικό να βλέπει την ομάδα ως μια οντότητα που έχει δικαιώματα.[9]

Η ανάγκη μετατρέπεται σε δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια δυσκολία των ατόμων με άνοια είναι η έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών.[10] Στην αξιολόγηση λαμβάνεται υπόψιν ο βαθμός εξασθένησης της μνήμης (βραχυπρόθεσμη, μακροπρόθεσμη, σημαντική ή καθόλου σημαντική), η ικανότητα λήψης αποφάσεων του ατόμου για τα πράγματα που του συμβαίνουν, η ύπαρξη πρακτικών δεξιοτήτων και ποιες είναι αυτές και ο τρόπος επικοινωνίας (λεκτικός ή μη - λεκτικός).[11] Η ομάδα γίνεται για όλα τα άτομα και η διάρκεια συνήθως είναι 14 συνεδρίες αλλά υπάρχουν άτομα, που χρειάζονται περισσότερη προσοχή. Τα άτομα αυτά είναι άνθρωποι, που έχουν επίγνωση των δυσκολιών τους, ενδιαφέρονται πολύ να τις αντιμετωπίσουν και έχουν την ανάγκη να τις συζητούν μέσα στην ομάδα. Οι πρώτες συνεδρίες γίνονται για να αναπτυχθεί μια θεραπευτική σχέση με τον θεραπευτή, χτίζοντας την εμπιστοσύνη μεταξύ της ομάδας και του καθοδηγητή της. Εν συνεχεία (10 συνεδρίες), τα άτομα συζητούν τα προβλήματα, που θα ήθελαν να εστιάσει η συγκεκριμένη ομάδα. Στο τέλος, υπάρχει η ελπίδα να μπορούν τα μέλη της ομάδας να βάζουν στόχους, που θα τους επιτυγχάνουν μόνα τους (εκτός ομάδας) και θα δίνουν μια αναφορά στη συνεδρία για το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους. Τα μέλη μπορούν να ενθαρρύνονται, ώστε να κρατάνε σημειώσεις για αυτό, που θα επιθυμούσαν να κάνουν στην επόμενη συνεδρία και αν το θέλουν να ζητήσουν την βοήθεια του ηγέτη-θεραπευτή. Μετά από 14 συνεδρίες επαναξιολογούνται τα μέλη της ομάδας και μια καινούρια ομάδα θέτει τις βάσεις της για όσους έχουν επιτυχία.[12]

Τα θεραπευτικά οφέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτό που συμβαίνει στις ομάδες είναι πολύ σημαντικό, όπως για παράδειγμα τη διασκέδαση και την ικανοποίηση του ατόμου. Το μεγαλύτερο όφελος, που παίρνει το άτομο από την ομάδα, είναι, να αλλάξει συμπεριφορά εκτός ομάδας τον πραγματικό κόσμο.[13] Οι αλλαγές αυτές χρειάζονται υποστήριξη και ενθάρρυνση από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, τον θεραπευτή και το υπόλοιπο προσωπικό.[14] Υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ του θεραπευτικού οφέλους και της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας. Η θεραπευτική αποτελεσματικότητα είναι η ικανότητα του θεραπευτή-ηγέτη, να δημιουργήσει ευκαιρίες για θετικές συμπεριφορές μέσα στην ομάδα. Η αλλαγή όμως έχει όρια, αν εστιαστεί μόνο μέσα στην ομάδα. Το θεραπευτικό όφελος είναι αυτό, που κερδίζει το άτομο και αλλάζει την συμπεριφορά του εκτός ομάδας, με τρόπους που αναπτύσσουν την πνευματική του Υγεία.[15]

Προετοιμασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιλογή των ατόμων μιας ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ανάγκες των ατόμων με άνοια είναι διαφορετικές από άτομο σε άτομο. Ο θεραπευτής-ηγέτης πιθανόν να μην γνωρίζει τον τρόπο, που θα αντιμετωπίσει ορισμένες δυσκολίες (όπως για παράδειγμα τον πόνο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Σε αυτές τις καταστάσεις ο θεραπευτής-ηγέτης χρειάζεται να γνωρίζει,ότι μπορεί να απευθυνθεί αλλού για βοήθεια.[16] Η καταγραφή σε μια λίστα των ατόμων, που θα συμμετάσχουν στην ομάδα, εξυπηρετεί τον θεραπευτή για την οργάνωσή της. Επίσης, όσον αφορά την επιλογή των ατόμων χρειάζεται τα μέλη να έχουν παρόμοιες σκέψεις και επικοινωνία. Ο θεραπευτής χρειάζεται, να κάνει έλεγχο για τη μονιμότητα της ομάδας, να παρατηρεί αισθητηριακές δυσκολίες και σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους, να βάζει δυο άτομα με τα ίδια χαρακτηριστικά σε μια ομάδα (εάν η ομάδα είναι μικρή), να πραγματοποιεί μια συνέντευξη στο κάθε μέλος της λίστας, που έχει καταγράψει, να συνεχίσει να αναζητεί άτομα, που να ταιριάζουν μεταξύ τους, να ολοκληρώνει τη λίστα κρατώντας δυο θέσεις κενές και τέλος, ο θεραπευτής να γράφει ένα γράμμα σε κάθε μέλος, όπου θα σημειώνεται το πότε, γιατί, πως, με ποιους και το που θα γίνει η ομάδα.[17]

Η καταγραφή της ομαδικής συνεδρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σκοπός της καταγραφής στην ομαδική συνεδρία είναι η περιγραφή του τι συνέβη σε κάθε συνεδρία, ανεξαρτήτως του σκοπού και του περιεχομένου. Συγκεκριμένα, οι ομαδικές καταγραφές γίνονται, για να παρακολουθεί ο θεραπευτής την όποια εξέλιξη της ομάδας, την αλλαγή των μελών σε κάθε συνεδρία και τις δραστηριότητες ή συμπεριφορές, που λειτούργησαν θετικά. Συν της άλλης, η καταγραφή της ομαδικής συνεδρίας θυμίζει στους θεραπευτές τις αλλαγές, που επιθυμούν, να πραγματοποιήσουν στην ομάδα, βοηθάει τους καθοδηγητές για την προετοιμασία της συνεδρίας, παρέχει μια αναφορά της δουλειάς τους (για τυχόν εποπτείες), εξυπηρετεί την ενημέρωση των υπολοίπων μελών του προσωπικού και τέλος, προσφέρεται διαφήμιση της ομάδας και των θεραπευτών της.[18]

Η αξιολόγηση της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λόγος, που αξιολογείται η ομάδα, είναι για να ενημερωθεί ο θεραπευτής, αν υπάρχει διαφορά σε αυτά που κάνει στην ομάδα, για να έχει επίγνωση της δουλειάς του, για να συγκρίνει τη δουλειά του με άλλους θεραπευτές και για να αποδείξει τη χρησιμότητα της δουλειάς του.[3] Η αξιολόγηση σχεδιάζεται και πραγματοποιείται, προτού ξεκινήσει η ομάδα.[19] Οι δυσκολίες μιας αξιολόγησης υπάρχουν και αφορούν τις δυνατότητες της ομάδας,την συμπεριφορά του ατόμου στην πραγματική του ζωή, την αξιοπιστία των απαντήσεων από τα μέλη της ομάδας, το μη επιτυχές αποτέλεσμα των μετρήσεων[20] (είναι μικρό για να μετρηθεί), την διαφορετική οπτική γωνία, που το άτομο και ο θεραπευτής βλέπουν και αξιολογούν την κατάσταση, την δυσκολία κατανόησης του ερωτηματολογίου από άτομα με γνωστικές εκπτώσεις, τις προσωπικές απόψεις του κάθε παρατηρητή (αντικειμενικός), την πηγή της βελτίωσης (φάρμακα ή κοινωνικοποίηση) και την διατήρηση ή βελτίωση μιας δεξιότητας. Εν περιλήψει, η βελτίωση στην πραγματικότητα πιθανόν να ευθύνεται σε παράγοντες εκτός ομάδας.[21]

Πράξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες συνεδρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες συνεδρίες βοηθούν στην αποδοχή της ομάδας και τον σκοπό της από τα μέλη της, στην ανάπτυξη της σχέσης εμπιστοσύνης με τους θεραπευτές, στην αποδοχή και στον σεβασμό των υπολοίπων μελών και στην αίσθηση ασφάλειας εντός ομάδας.[22] Τα άτομα με άνοια δυσκολεύονται να αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης, καθώς ανησυχούν, ότι φαίνονται οι γνωστικές τους ελλείψεις και θα τοποθετηθούν σε ένα ίδρυμα εξαιτίας αυτών.Τα άτομα αυτά χρειάζονται, να καθησυχάζονται συχνά.[23] Οι συγγενείς καλό θα ήταν να μην παρευρίσκονται στις πρώτες συνεδρίες, γιατί χαλάει η δυναμική της ομάδας (πιο δυναμική η σχέση με τους συγγενείς παρά με τα μέλη), δεν αναπτύσσεται το αίσθημα της σιγουριάς, της συνέπειας και επηρεάζεται ο ρόλος του θεραπευτή προς το μέλος της ομάδας.[24]

Η καθοδήγηση της ομάδας: θεραπευτικοί παράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ρόλος του θεραπευτή-ηγέτη είναι να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον, ώστε να νιώσει το άτομο αποδοχή από τα υπόλοιπα μέλη αλλά και τον θεραπευτή και να μπορέσει, να δημιουργήσει θεραπευτικές συμπεριφορές. Οι θεραπευτικοί παράγοντες αναφέρονται στο αίσθημα της ελπίδας, στην καθοδήγηση, στην αναγνώριση παρόμοιων προβλημάτων στα μέλη,[25] στο αίσθημα αποδοχής, στην εξωστρέφεια, στο αίσθημα της κάθαρσης, στον αλτρουισμό,[26] στην μάθηση, στην κατανόηση εαυτού,[27] σε υπαρξιακούς παράγοντες και στο αίσθημα της υπευθυνότητας.[28]

Οι δυσκολίες της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυσκολίες της ομάδας σημειώνονται στην μη επικοινωνία μεταξύ του θεραπευτή και των μελών, τα γεγονότα, που λαμβάνουν χώρα εκτός ομάδας και έχουν επίπτωση στις συνεδρίες, στην φορτισμένη διάθεση και στην μη κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά έστω και ενός μέλους, στις προσωπικές πληροφορίες, που δίνει ένα άτομο στους θεραπευτές χωρίς την παρουσία της ομάδας, στην επιθυμία των θεραπευτών να μάθουν την αλήθεια για τα λεγόμενα των μελών, στην δημιουργία συγκεκριμένων ομάδων από ορισμένα μέλη και στην αποφυγή θεμάτων, που δυσαρεστούν τα μέλη.[29]

Τα συναισθήματα της ομάδας:Η σιωπή, η χαρά και η λύπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ομάδα συμβαίνουν διάφορες καταστάσεις που αξίζει να αναφερθούν:

  • Η σιωπή
  • Η κυριαρχία, που ζητάει ένα άτομο
  • Η λύπη[13]
  • Το γέλιο[30]
  • Τα άτομα, που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν την ομάδα
  • Εξωτερικές πιέσεις
  • Η κατάκριση του θεραπευτή από την ομάδα
  • Ο χαρακτηρισμός του θεραπευτή ως ανόητος μέσα στην ομάδα.

Ο θεραπευτής χρειάζεται να ελίσσεται σε αυτές τις καταστάσεις.[31]

Η λήξη της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μέλη της ομάδας έχουν ενημερωθεί για τον αριθμό των συνεδριών, που θα συμβούν και ο θεραπευτής χρειάζεται να το διατηρήσει. Οι τελευταίες έξι συνεδρίες χρειάζεται να οργανωθούν για της λήξη της ομάδας. Τα μέλη βιώνουν διάφορα συναισθήματα όταν λήγει μια ομάδα, όπως θυμό προς τον θεραπευτή, θλίψη, ανάγκη για τη συνέχειά της, ενόχληση και έλλειψη ενέργειας.[32] Ο θεραπευτής βιώνει το τέλος με θλίψη, ειδικά αν πρόκειται για μια επιτυχημένη ομάδα. Όσο πιο επιτυχημένη και ευχάριστη είναι η ομάδα, τόσο περισσότερο θα στοιχίσει η λήξη της. Ο θεραπευτής δένεται με την ομάδα και θα βιώσει μια λύπη και ο ίδιος.[33] Η λήξη της ομάδας βοηθάει τα μέλη της και τον θεραπευτή να χαλαρώσουν και να επαναφορτίσουν τις μπαταρίες τους. Ο θεραπευτής και τα μέλη χρειάζονται χρόνο για να αξιολογήσουν για το τι πραγματικά συνέβη στην ομάδα και αυτό τον χρόνο τον δίνουν οι τελευταίες συνεδρίες.[34][35]

Τα προβλήματα του καθοδηγητή και χρήσιμες προτάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια σειρά από θέματα που μπορεί να απασχολήσουν τον θεραπευτή αναφέρονται παρακάτω:

  • Θλίψη και ήττα
  • Ο θεραπευτής είναι ο ανόητος στην ομάδα
  • Η αποφασιστικότητα του θεραπευτή και τα αποτελέσματα αυτής
  • Η αξιολόγηση προς τον θεραπευτή
  • Ενοχές για την μη επιτυχία της ομάδας
  • Η μη επικοινωνία της ομάδας
  • Το μεγάλο δέσιμο μεταξύ των θεραπευτών (ανταλλαγή σκέψεων, προβληματισμών).[36][37]

Ο θεραπευτής βιώνοντας την εμπειρία της ομάδας μαθαίνει, να εμπιστεύεται και να ελέγχει τα συναισθήματά του,[38] τα οποία είναι χρήσιμα στον θεραπευτή όπως το μικροσκόπιο στους μικροβιολόγους. Η ομορφιά της θεραπευτικής ομάδας είναι η ευελιξία της. Ο θεραπευτής χρειάζεται να διαβάζει οτιδήποτε, μπορεί να του χρησιμέψει στην ομάδα, να αναλαμβάνει διαφορετικές ομάδες με διαφορετικές ανάγκες, να συμβουλεύεται τον/την επόπτη/τρια του, να μοιράζεται την δουλειά του με τους συναδέλφους του, να διοργανώνει μια συνάντηση τον μήνα με τους συναδέλφους για να μοιράσουν ιδέες και σκέψεις, να επισκέπτεται και άλλα πλαίσια που διοργανώνουν θεραπευτικές ομάδες, να εκπαιδεύεται σαν επαγγελματίας με σεμινάρια και να ερευνά οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, χωρίς να χάνει τον προσανατολισμό του προς την ομάδα.[39]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Bender 2004, σελ. 3.
  2. 2,0 2,1 Wescott 2011, σελ. 109.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Melia 2012, σελ. 3.
  4. Wescott 2011, σελ. 110.
  5. Bender 2004, σελ. 4.
  6. Wescott 2011, σελ. 106.
  7. Melia 2012, σελ. 8.
  8. Wescott 2011, σελ. 105.
  9. Bender 2004, σελ. 55.
  10. Wescott 2011, σελ. 103.
  11. Bender 2004, σελίδες 67-68.
  12. Bender 2004, σελ. 73.
  13. 13,0 13,1 Melia 2012, σελ. 10.
  14. Wescott 2011, σελ. 108.
  15. Bender 2004, σελίδες 108-109.
  16. Bender 2004, σελ. 117.
  17. Bender 2004, σελ. 118.
  18. Bender 2004, σελ. 133.
  19. Bender 2004, σελ. 148.
  20. Cameron J. Camp; Michael J. Skrajner (Ιούνιος 2004). «Resident-Assisted Montessori Programming (RAMP): Training Persons with Dementia to Serve as Group Activity Leaders». The Gerontologist 44 (3): 426-431. doi:10.1093/geront/44.3.426. http://gerontologist.oxfordjournals.org/content/44/3/426.full. 
  21. Bender 2004, σελίδες 150-151.
  22. Bender 2004, σελ. 168.
  23. Bender 2004, σελίδες 171-172.
  24. Bender 2004, σελ. 179.
  25. Bender 2004, σελ. 184.
  26. Bender 2004, σελ. 185.
  27. Bender 2004, σελ. 186.
  28. Bender 2004, σελ. 187.
  29. Bender 2004, σελ. 207.
  30. Wescott 2011, σελίδες 106-107.
  31. Bender 2004, σελ. 220.
  32. Bender 2004, σελ. 234.
  33. Bender 2004, σελ. 235.
  34. Bender 2004, σελ. 237.
  35. Melia 2012, σελ. 7.
  36. Bender 2004, σελ. 243.
  37. Melia 2012, σελ. 1.
  38. Melia 2012, σελ. 15.
  39. Bender 2004, σελίδες 252-253.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bender, Mike (2004). Therapeutic Groupwork for People with Cognitive Losses. Bicester, Oxon, UK: Speechmark Publishing Ltd. ISBN 978-0863884061. 
  • Melia, Wendy (2012). Best Practice Guidelines for Dementia carer support group leaders. North Ryde, Australia: Alzheimer's Australia NSW.