Μουσακάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μια μερίδα ελληνικός μουσακάς.

Ο μουσακάς (Αραβικά: مسقعة μουσακά'α, σερβοκροατικά: musaka/мусака, Τούρκικα: musakka, Ουγγρικά: rakott padlizsán - από την Τούρκικη λέξη για την μελιτζάνα patlıcan) είναι η ονομασία που έχουν πολλά πιάτα με διαφορετικές μορφές, αλλά με κοινό χαρακτηριστικό συστατικό τις μελιτζάνες και που συναντώνται σε διάφορες μορφές στην Ελλάδα, σε όλα τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Ρουμανία), σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής (Αίγυπτος, Λίβανος), στην Τουρκία και στην Κεντρική Ευρώπη.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη μουσακάς προέρχεται από το αραβικό "musaqqa‘a", το οποίο σημαίνει κρύο. Η ρίζα "saqqa‘a" (θηλυκή παθητική μετοχή του ρήματος παγώνω) προέρχεται από τη λέξη "sa’a" που σημαίνει παγωμένο, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη λέξη "saqi’a" που μεταφράζεται ως άσπρο [1]. Όμως, αυτή δεν είναι η μοναδική ετυμολογική εξήγηση της λέξης μουσακάς. Ο 'Αλαν Ντέιβιντσον στο "Oxford Companion to Food" παραπέμπει μεν στην αραβική λέξη musaqqa (με την έννοια του υγραίνω), επισημαίνοντας παράλληλα ότι το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε στην Τουρκία πρώτα και ότι δεν είναι βέβαιο ότι το πιάτο προέρχεται από την αραβική παράδοση. Ακόμη, σύμφωνα με τον Κλίφορντ Ράιτ, ετυμολογικά ο μουσακάς μπορεί να βασίζεται στο παλαιστινιακό musakhkhan ("αυτό που έχει ζεσταθεί"), το οποίο ουσιαστικά είναι ένα πιάτο από ψιλοκομμένο κοτόπουλο μαγειρεμένο με κρεμμύδι, τυλιγμένο σε ειδικό ψωμί και ψημένο στο φούρνο. Τέλος, ο Αλέξανδρος Γιώτης, στο "Ιστορία μαγειρικής και διατροφής", γράφει για τη λέξη "μουχάσα", η οποία στα αραβικά παραπέμπει σε τεχνική παρά σε συνταγή.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση του μουσακά δεν είναι ιστορικά κατοχυρωμένη, πολλοί όμως υποστηρίζουν ότι το πιάτο προέρχεται από τον περσικό maguma, ένα φαγητό που αποτελεί συνδυασμό αρνιού και μελιτζάνας. Η ελληνική εκδοχή του μουσακά, όπως είναι ευρέως γνωστή σήμερα, εμφανίστηκε το 1910 με την κυκλοφορία των συνταγών του αρχιμάγειρα Νικολάου Τσελεμεντέ.[3] Η διαφορά έγκειται στην προσθήκη της μπεσαμέλ και στην αφαίρεση των πολλών μπαχαρικών από την εκτέλεση της συνταγής.[4][5] Ο ελληνικός μουσακάς είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πιάτα της ελληνικής κουζίνας και διαφέρει αρκετά σε σχέση με την μορφή των υπόλοιπων ομώνυμων πιάτων που συναντάμε σε άλλες χώρες.

Διαφορετικές εκδοχές ανά χώρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνική παραλλαγή μουσακά με κολοκυθάκια (μερίδα).

Στην ελληνική εκδοχή του μουσακά, οι μελιτζάνες κόβονται σε λεπτές φέτες και τηγανίζονται ελαφρά σε ελαιόλαδο. Στη συνέχεια, στρώνονται σε ταψί με ένα μείγμα από αλεσμένο αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κιμά, κρεμμύδια, σάλτσα ντομάτας και διάφορα καρυκεύματα.[6] Στην κορυφή των στρώσεων απλώνεται η μπεσαμέλ και τρίμματα φρυγανιάς ή τυριού.

Γνωστή επίσης είναι και η μακεδονική παραλλαγή με την προσθήκη τηγανισμένης πατάτας αλλά και η νηστίσιμη εκδοχή, με την αντικατάσταση του κιμά από μαγειρεμένο χταπόδι. Άλλες παραλλαγές στη συνταγή αφορούν λιγότερο παραδοσιακές εκδοχές όπου η μελιτζάνα αντικαθίσταται με κολοκυθάκια ή ο χορτοφαγικός μουσακάς όπου η μπεσαμέλ και ο κιμάς παράγονται από σόγια.

Αίγυπτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μουσακάς (αιγυπτιακή κουζίνα).

Η αιγυπτιακή εκδοχή παρασκευάζεται με στρώσεις μελιτζάνας, πράσινης πιπεριάς, κιμά και σάλτσας ντομάτας.

Λίβανος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λιβανέζικη παραλλαγή του μουσακά είναι ουσιαστικά ένα πιάτο από μελιτζάνες, ρεβύθια, πατάτες, σάλτσα ντομάτας και μπαχαρικά (κύμινο, σκόρδο, μαύρο πιπέρι). Σερβίρεται ζεστό με τη συνοδεία κους κους.

Τουρκία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τούρκικος τρόπος μαγειρέματος του μουσακά περιλαμβάνει το ψήσιμο ενός μείγματος από μελιτζάνες, κιμά (από κρέας αρνιού και μοσχαριού), κρεμμύδια, πιπεριές και σάλτσα ντομάτας. Στο τέλος, συνοδεύεται από πιλάφι.

Βουλγαρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Βουλγαρία βάζουν μελιτζάνα, πατάτα, κολοκύθι, τυρί λευκό, όλα ψιλοκομμένα και αντί για μπεσαμέλ βάζουν γιαούρτι.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. http://www.thefreedictionary.com/mousakas, τελευταία επίσκεψη: 02/10/2010
  2. http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=117960, τελευταία επίσκεψη: 02/10/2010
  3. «The Tselementes Effect on Greek Cooking». The Spruce. https://www.thespruce.com/tselementes-effect-greek-cooking-1705419. Ανακτήθηκε στις 2018-02-13. 
  4. http://www.theatlantic.com/food/archive/2010/07/classic-greek-cuisine-not-so-classic/59600/ τελευταία επίσκεψη: 02/10/2010
  5. Aglaia Kremezi (1996). "Nikolas Tselementes". In Walker, Harlan (Ed.) (1996). Cooks and Other People (Proceedings of the Oxford Symposium on Food and Cookery, 1995). Dover: Prospect Books. ISBN 0907325726. pp 162-169 από https://en.wikipedia.org/wiki/Nikolaos_Tselementes
  6. Μποκερίνι Λ. Ρ., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 59, σελίδα 43, Εκδοτικός οίκος Πάπυρος σε συνεργασια με την Grande Encyclopedie Larousse& Encyclopedia Britanika, 1990- 1996

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]