Κορράδος της Αντιόχειας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κορράδος της Αντιόχειας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1242
Θάνατος1320
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναΙωάννα της Σουαβίας
Κωνσταντία της Αντιόχειας
Bartolomeo de Antiochia
Francesco de Antiochia
ΓονείςΦρειδερίκος της Αντιόχειας και Margherita Conti
ΟικογένειαΟίκος των Χοενστάουφεν

Ο Κορράδος, γερμ.: Conrad von Antioch, ιταλ.: Corrado d'Antiochia (1240/41 - μετά το 1312) από τον Οίκο των Χοενστάουφεν ήταν απόγονος ενός νόθου κλάδου του Οίκου και ευγενής του βασιλείου της Σικελίας. Έγινε πρίγκιπας του Αμπρούτσο. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φρειδερίκου της Αντιόχειας, αυτοκρατορικού βικάριου της Τοσκάνης και της Μαργαρίτας Κόντι, κόρης του Τζοβάννι κυρίου του Πόλι. Ο Φρειδερίκος της Αντιόχειας ήταν νόθος γιος το Φρειδερίκου Β΄ της Γερμανίας (βασ. 1220-1250) και της ερωμένης του Ματθίλδης/Μαρίας της Αντιόχειας. Έτσι ο Κορράδος ήταν ανιψιός του Mανφρέδου της Σικελίας (1258-1266) και εξάδελφος του Κορράδου Ε΄ (Κορραδίνου) (1266-1268). Το επίθετό του, το οποίο είναι της εποχής του, προέρχεται από τη γιαγιά του. Μπορεί να αριθμηθεί "Κορράδος Α΄" για να τον ξεχωρίσουμε από τους απογόνους του με το ίδιο όνομα.

Η δραστηριότητα του Κορράδου περιορίστηκε κυρίως στα βόρεια του βασιλείου της Σικελίας και στο παπικό κράτος. Υπό τον Mανφρέδο, κυβερνούσε αρκετές κομητείες και κρατούσε πολλά κάστρα στην περιοχή του Αμπρούτσο. Πολέμησε ως εκπρόσωπος του Mανφρέδου για να επαναβεβαιώσει τον έλεγχο των Χοενστάουφεν στην κεντρική Ιταλία. Μετά το τέλος του Μανφρέδου, αναγκάστηκε να εξοριστεί από την κατάκτηση των Καπετιδών-Ανζού. Στην εξορία ο Κορραδίνος τον ανέβασε σε θέση, δίνοντάς του τον τίτλο του πρίγκιπα του Αμπρούτσο· ο Κορράδος συμμετείχε στην προσπάθεια του Κορραδίνου να ανακτήσει το βασίλειο. Μετά την αποτυχία αυτού το 1268, έγινε αιχμάλωτος πολέμου μέχρι το 1272. Τα υπόλοιπα σαράντα χρόνια της ζωής του, πέρασε ως επί το πλείστον ήσυχα στο κάστρο του στο Αντικόλι, εκτός από τα χρόνια 1282-86, στην αρχή του Πολέμου των Σικελικών Εσπερινών, όταν ξεκίνησε αρκετές εισβολές και επιδρομές στο Αμπρούτσο. Αυτά τελικά απέτυχαν να κλονίσουν τον έλεγχο των Καπετιδών-Ανζού.

Νεανική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερείπια του κάστρου της Άλμπα σήμερα.

Ο Κορράδος γεννήθηκε πιθανώς το ίδιο έτος με τον γάμο των γονιών του (1240) ή τον επόμενο χρόνο. [1] Ο πατέρας του απεβίωσε το 1256 και ο Κορράδος κληρονόμησε τις κομητείες Άλμπα, Τσελάνο και Λορέτο, καθώς και πολλές φεουδαρχικές ιδιοκτησίες στα βουνά Ρούφι, γύρω από τον ποταμό Aνιένε και στη Μαρσίκα. [2] Ένα από αυτά, η πόλη Aντίκολι Κοράντο, φέρει σήμερα το όνομά του. [3] Έλαβε επίσης τα Σαρατσινέσκο, Mόλα, Σαμπούτσι, Ρόκα ντέι Σόρτσι, Ρόκα ντέι Μούρι και το κάστρο του Πίλιο.

Τίποτε δεν είναι γνωστό για την παιδική ή νεανική ηλικία του Κορράδου. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο Χρονικό του Λορέτο για το έτος 1258, όταν ασκούσε ήδη την ηγεσία του Aμπρούτσο. Παρακολούθησε τη Συνέλευση που συγκλήθηκε από τον θείο του στη Φότζα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, όπου επιβεβαιώθηκε η κατοχή του στις κομητείες Άλμπα, Τσελάνο και Λορέτο, και του δόθηκε η κομητεία του Aμπρούτσο καθώς και ορισμένα μικρά κτήματα στην Καλαβρία. [1]

Σε κάποιο σημείο μεταξύ του 1258 και του 1261, ο Κορράδος νυμφεύτηκε τη Bεατρίκη Λάντσια, κόρη του Γκαλβάνο Λάντσια, στρατάρχη της Σικελίας. Είχαν πέντε γιους και τρεις κόρες. Δύο από τους γιους του, ο Μπαρτολομέο (1260–1311) και ο Φραντσέσκο (1265–1320), κατείχαν διαδοχικά το αξίωμα του αρχιεπισκόπου του Παλέρμου. Δύο από τις κόρες του, η Κωστάντσα (1270-1304) και η Τζιοβάννα (1280–1352), παντρεύτηκαν τα αδέλφια Μπαρτολομέο Α΄ και Κανγκράντε Α΄ ντελα Σκάλα αντίστοιχα [2]. Η μικρότερη κόρη του Τζιοβάννα, ήταν η τελευταία γνωστή εκ πατρός απόγονος του Οίκου των Χοενστάουφεν. [4]

Βικάριος στην Ανκόνα και το Σπολέτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1256 ο Mανφρέδος, που ενεργούσε ακόμη ως αντιβασιλέας εκ μέρους του ανιψιού του Κορραδίνου, διεκδίκησε τα δικαιώματα του Κορραδίνου στη Ρομάνια (Romandiola), στη μαρκιωνία της Ανκόνα και το δουκάτο του Σπολέτο, τα οποία διεκδίκησε επίσης ο πάπας. Σε μία γενική συζήτηση στη Νάπολη τον Οκτώβριο του 1261 ο Μανφρέδος, τώρα βασιλιάς, διόρισε τον Κορράδο ως γενικό βικάριό του στη μαρκιωνία, το δουκάτο και τη Ρομάνια και του ανέθεσε να ηγηθεί μίας εισβολής, για να καταλάβει τις αμφισβητούμενες επαρχίες. Ο στρατός που του δόθηκε, απαρτίζετο σχεδόν εξ ολοκλήρου από Σαρακηνούς από τη Λουτσέρα. [2]

Ο Κορράδος εισέβαλε στο δουκάτο του Σπολέτο το καλοκαίρι του 1262. Η επίθεσή του στο ίδιο το Σπολέτο απέτυχε, αλλά με τη βοήθεια της πόλης Mατελίκα κατάφερε να πάρει το φρούριο Καστέλ Σάντα Μαρία στην κορυφή του λόφου από την πόλη του Καμερίνο. Συνέχισε να κερδίζει ως συμμάχους του Mαννφρέδου στις περισσότερες πόλεις της μαρκιωνίας της Ανκόνα μέσω ενός συνδυασμού απειλών, δωρεών και παραχώρησης προνομίων. Τον Δεκέμβριο του 1263, μετά από περισσότερο από ένα χρόνο εκστρατείας, συνελήφθη με απάτη ενώ πολιορκούσε την Τρεία και φυλακίστηκε στο υπόγειο του πύργου. Ο πεθερός του οδήγησε αρκετές ανεπιτυχείς επιθέσεις στην πόλη, σε μία προσπάθεια να εξαναγκάσει την απελευθέρωσή του· τελικά κατάφερε να διαφύγει κρυφά ο Κορράδος από την πόλη τον Ιανουάριο του 1264. [2] Υπήρχε υποψία ότι ο podestà Μπαλιόνε Μπαλιόνι είχε χρηματιστεί, μία κατηγορία που ο πάπας Κλήμης Δ΄ κρατούσε ακόμη το 1266. [1]

Ο Κορράδος παρέμεινε στη μαρκιωνία της Ανκόνα το 1264, πράγμα για τον οποίο αφορίστηκε από τον πάπα Ουρβανό Δ΄. Το 1265 επέστρεψε στα φέουδά του στο Aμπρούτσο. [2]

Η εισβολή των Καπετιδών-Ανζού στη Σικελία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1265, με επικείμενη εισβολή στη Σικελία από τον Κάρολο Α΄ κόμη του Αντζού, ο Κορράδος συσκέφθηκε με τον Μανφρέδο στη Λουτσέρα Στη συνέχεια επέστρεψε στο Aμπρούτσο, για να συγκεντρώσει στρατεύματα. Ήταν ακόμα εκεί, όταν ο Κάρολος εισέβαλε στο βασίλειο και νίκησε τον Μανφρέδο στη Μάχη του Μπενεβέντο στις 26 Φεβρουαρίου 1266. Ο Κορράδος είχε αρκετές συγκρούσεις με τους υποστηρικτές του Καρόλου στο Αμπρούτσο, αλλά με το τέλος του Μανφρέδου στη μάχη αποφάσισε να κρυφτεί στα βουνά με τον πεθερό του Γκαλβάνο και τον αδελφό τού Γκαλβάνο, Φεντερίκο. [2]

Αν και ο Κορράδος και οι αδελφοί Λάντσια προσφέρθηκαν να υποταχθούν στον Κάρολο, η προσφορά τους απορρίφθηκε. Προσπάθησαν να φύγουν στην Καλαβρία, αλλά αυτό αποδείχθηκε αδύνατο, με τους κατασκόπους του Καρόλου να καθαρίζουν τα βουνά. Οι φυγάδες στη συνέχεια πέρασαν στην παπική περιοχή και, προσφέροντας πλήρη υποταγή, ζήτησαν από τον Κλήμη Δ΄ να παρέμβει εκ μέρους τους προς τον Κάρολο. Ο Κλήμης Δ΄ συμφώνησε και, με την έγκριση του Καρόλου, ήρε τον αφορισμό του Κορράδου. Ωστόσο, σύμφωνα με το Χρονικό του Λορέτο, ο Κάρολος αγνόησε τις προσφορές διαμεσολάβησης του Πάπα. Τελικά συνέλαβε τον Κορράδο και τον φυλάκισε σε μυστική τοποθεσία. [1] [2]

Τον Ιανουάριο του 1267 ο Κορράδος δραπέτευσε από τη φυλακή του μαζί με έναν σύντροφό του, τον Τζιοβάνι ντε Μαρέρι. Έφυγε στο κάστρο του στο Σαρατσινέσκο. Ο Κάρολος απείλησε να σκοτώσει την κόρη του Κορράδου, Bεατρίκη, την οποία είχε πάρει ως όμηρο, ενώ ο πατέρας της εξακολουθούσε να διαπραγματεύεται την υποταγή του, αλλά απογοητεύτηκε από την επικείμενη άφιξη ενός στρατού υπό τον Κορράδο, τον διεκδικητή Χοενστάουφεν στο βασίλειο της Σικελίας. [1] [2]

Η εισβολή του Κορραδίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Οκτώβριο του 1267, ο Κορράδος γνώρισε τον εξάδελφό του Κορραδίνο στη Βερόνα, ενώ ο τελευταίος ετοίμαζε την προέλασή του στη Σικελία. Έκανε τον όρκο υποτέλειας (homagium) στον Κορραδίνο και προσέφερε τις υπηρεσίες του. Σε αντάλλαγμα ο Κορραδίνος εξέδωσε ένα καταστατικό, που επιβεβαιώνει στον Κορράδο σε όλα τα φέουδα που είχε στην κατοχή του Mανφρέδου και του έδωσε τον νέο τίτλο του πρίγκιπα του Αμπρούτσο (princeps Aprutii). [1] Παρά την τιμή και τον βαθμό που υπονοούσε (αμέσως πιο κάτω από τον βασιλιά), ο Κορράδος δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε ποτέ τον τίτλο. [5]

Τον Νοέμβριο ο Ερρίκος της Καστίλλης, συγκλητικός στη Ρώμη και αρχηγός της υπέρ των Χοενστάουφεν μερίδας των Γιβελίνων στη Ρώμη, συνέλαβε τους ηγέτες της υπέρ των Καπετιδών-Ανζού/πάπα μερίδας των Γουέλφων και τους φυλάκισε στο Σαρατσίνεσκο υπό την επίβλεψη της μητέρας τού Κορράδου Mαργαρίτας και τής συζύγου του Bεατρίκης. Ως απάντηση σε αυτό, στις 25 Απριλίου 1268, ο Κλήμης Δ΄ εξέδωσε τη βούλα Die coena Domini (κατά το δείπνο του Κυρίου), αφορίζοντας τον Κορραδίνο και τους οπαδούς του, συμπεριλαμβανομένου του Κορράδου της Αντιόχειας. [1] [2]

Ο Κορράδος ακολούθησε τον Κορραδίνο στη Ρώμη, όπου η είσοδός του στις 24 Ιουλίου 1268 καλωσορίστηκε με εορταστικές εκδηλώσεις από τους Γιβελίνους. Όταν ο στρατός του Κορραδίνου μπήκε στο έδαφος της Σικελίας λίγες ημέρες αργότερα, ο Κορράδος ήταν επικεφαλής ενός σώματος πολιτοφυλακής της Τοσκάνης. Συνελήφθη στη μάχη του Tαλιακότσo (23 Αυγούστου) μαζί με τον Κορραδίνο. Ο τελευταίος εκτελέστηκε από τον Κάρολο στις 29 Αυγούστου, αλλά ο Κορράδος, ο οποίος φυλακίστηκε στην Παλεστρίνα, απαλλάχθηκε με τη μεσολάβηση του καρδινάλιου Τζιοβάνι-Γκαετάνο Ορσίνι (μέλλοντα πάπα Νικολάου Γ΄), του οποίου τα δύο αδέλφια, ο Ναπολεόνε και ο Ματτέο, ήταν μεταξύ των κρατουμένων που κατείχε η σύζυγος του Κορράδου. Τέλος, στα μέσα Σεπτεμβρίου, τα δύο αδέλφια αφέθηκαν ελεύθεροι και σε αντάλλαγμα ο Κορράδος μεταφέρθηκε σε παπική επιτήρηση. [1] [2]

Φυλάκιση και υποτέλεια στον πάπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κλήμης Δ΄ απεβίωσε το Νοέμβριο του 1268 και κατά τη διάρκεια των μακροχρόνιων παπικών εκλογών που ακολούθησαν, ο Κορράδος φυλακίστηκε στο Βιτέρμπο, όπου οι καρδινάλιοι εξέλεγαν νέο πάπα. Ο Γρηγόριος Ι΄ εξελέγη τελικά τον Σεπτέμβριο του 1271. Τον Μάρτιο του 1272, αμέσως μετά που ο Γρηγόριος Ι΄ έφτασε στο Βιτέρμπο, ελευθέρωσε τον Κορράδο και έλαβε σε αντάλλαγμα όρκο υποτέλειας. [1] Ήρε επίσης τον αφορισμό του για δεύτερη φορά. [2]

Μετά την απελευθέρωσή του, ο Κορράδος πήγε στο Αντίκολι, το φέουδό του στο παπικό κράτος. Ο θείος του Έντσο, που -όπως και ο πατέρας του Κορράδου- ήταν ένας παράνομος γιος του Φρειδερίκου Β΄, είχε αποβιώσει στη φυλακή στις 6 Μαρτίου 1272 και με τη διαθήκη του, που έγινε λίγο πριν από το τέλος του, κληροδότησε στον Κορράδο την κομητεία Μολίζε, την οποία κάποτε είχε στο βασίλειο της Σικελίας. Αυτό το κληροδότημα έδινε μία δυναμική προοπτική, καθώς ο Κορράδος ήταν -μετά τον πρόωρο θάνατο του Κορραδίνου- το μόνο άτομο ικανό να ξαναφτιάξει την εξουσία του Οίκου στην Ιταλία, και το Moλίζε βρισκόταν δίπλα στα εδάφη του στο Aμπρούτσο. Πράγματι ο Κορράδος κατέλαβε την πόλη Mάκια στο Moλίζε. [1] [2]

Τίποτε δεν είναι γνωστό για τις δραστηριότητες του Κορράδου μεταξύ 1272 και 1282. Εντούτοις είναι πιθανό ότι ήταν μεταξύ εκείνων των οπαδών των Χοενστάουφεν, όπως ο Ιωάννης Προκίδας, ο οποίος ενθάρρυνε τον Πέτρο Γ΄ της Αραγονίας, να κατακτήσει το βασίλειο της Σικελίας στο όνομα της συζύγου του Κωνσταντίας, κόρης του Μανφρέδου. [2]

Πόλεμος των Σικελικών Εσπερινών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακολουθώντας τους Σικελικούς Εσπερινούς το Μάρτιο του 1282, ο Πέτρος Γ΄ της Αραγονίας εισέβαλε στη Σικελία. Αποβιβάστηκε στο νησί τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο έγραψε στον Κορράδο από τη Μεσίνα, προτρέποντάς τον να εισβάλει στον Αμπρούτσο από τη βάση του στο Αντίκολι. Αυτή ήταν η αρχή ενός πολέμου, που θα διαρκούσε μέχρι το 1302. [2]

Το κάστρο και η πόλη της Άλμπα, όπως απεικονίστηκε τον 19ο αι. (λεπτομέρεια έργου του Έντουαρντ Λίαρ).

Σε απάντηση στο κάλεσμα του Πέτρου Γ΄, ο Κορράδος προσπάθησε να κερδίσει τα φρούρια κατά μήκος των συνόρων της Σικελίας μέσω μυστικών διαπραγματεύσεων. Ο πάπας Μαρτίνος Γ΄ απαίτησε να σταματήσει και, όταν δεν το έκανε, τον αφόρισε για τρίτη φορά στις 23 Νοεμβρίου. Στη συνέχεια ο Κορράδος εισέβαλε στο Aμπρούτσο με μία μικρή δύναμη για να πραγματοποιήσει αντάρτικο πόλεμο. Συχνά είχε την υποστήριξη των απλών ανθρώπων, και κατέλαβε τα κάστρα των Aντροντόκο, Φροντίνο, Mαρέρι και Πετρέλα Λίρι. [2] Τον Ιούνιο του 1283, ο γιος και ο κληρονόμος του Κάρολου Α΄ κόμη του Αντζού, ο Κάρολος Β΄ πρίγκιπας του Σαλέρνο, ο οποίος ενεργούσε ως αντιβασιλέας ενώ ο Κάρολος Α΄ συγκέντρωνε στρατεύματα και πλοία στη Γαλλία, διέταξε να κατεδαφιστούν αρκετά κάστρα κοντά στα σύνορα, για να αποφύγει το να περιέλθουν στα χέρια του Κορράδου. [1]

Μετά τη νίκη της Αραγονίας στη μάχη του Κόλπου της Νάπολης (5 Ιουνίου 1284), όπου συνελήφθη ο πρίγκιπας του Σαλέρνο, ο Κορράδος ηγήθηκε μίας άλλης εισβολής στο Αμπρούτσο, αυτή τη φορά με στόχο την ανάκτηση ης κομητείας και του κάστρου της Άλμπα. Σε αυτή την πρώτη προσπάθεια σταμάτησε κοντά στο κάστρο του Τσέλε από τον Στέφανο Κολόνα, άρχοντα του Γκενατσάνο στο Παπικό Κράτος, ο οποίος ενεργούσε ως άνθρωπος του Πάπα. Συνέχισε να σχεδιάζει την κατοχή του Aμπρούτσο, λαμβάνοντας ακόμη και χρήματα από την Κωνσταντία στη Σικελία. [1] Το τέλος του Καρόλου A΄ τον Ιανουάριο του 1285 παρείχε μία δεύτερη ευκαιρία, και ο Κορράδος κατέλαβε με επιτυχία πολλά κάστρα του Aμπρούτσο και ακόμη και την κομητεία της Άλμπα έως το 1286. Δεν μπορούσε να τα κρατήσει για πολύ. Ο πάπας έστειλε έναν στρατό υπό τον Τζιοβάνι ντ'Απία, για να τον απομακρύνει και ο Κορράδος υποχώρησε στο Αντικόλι. [2]

Απόσυρση και τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τρίτη εισβολή στο Aμπρούτσο ήταν η τελευταία μεγάλη πολιτική πράξη της ζωής του Κορράδου. Έζησε τις μέρες του στο Αντικόλι, όπου ζούσε ακόμη το 1301. [1] Σύμφωνα με την Ιστορία των Αυγούστων του Aλμπερτίνο Μουσάτο, ενός της εποχής του, στις 7 Μαΐου 1312 ένας ηλικιωμένος Κορράδος πήγε στη Ρώμη με επικεφαλής πενήντα ιππότες για να καλωσορίσει την άφιξη του Ερρίκου Ζ΄ της Γερμανίας για την αυτοκρατορική στέψη του. Αυτή ήταν μία μεγάλη συγκέντρωση των Γιβελίνων, οι οποίοι ήλπιζαν ότι ο Ερρίκος Ζ΄ θα αποκαταστήσει την αυτοκρατορία στην Ιταλία. [2]

Είναι πιθανό ότι το τέλος του Καρόλου Α΄ άνοιξε το δρόμο για συμφιλίωση με τον πρίγκιπα του Σαλέρνο, τώρα Καρόλου Β΄ της Σικελίας, διότι ο Κορράδος κατάφερε να μεταδώσει στους απογόνους του αρκετά φέουδα στο Αμπρούτσο και την Καλαβρία. [1] Έλαβε επίσης από τον Πέτρο Γ΄ της Αραγονίας την κομητεία Καπίτσι στη Σικελία. Κάποια στιγμή μετά το τέλος του, οι απόγονοί του χωρίστηκαν σε δύο κλάδους: ο ένας στο Αντίκολι και το Πίλιο και ο άλλος στο Καπίτσι. Ο κλάδος Καπίτσι εξαλείφθηκε τον 14ο αι., ενώ αυτός του Aντίκολι επέζησε για έναν αιώνα ακόμη. [2]

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 Raoul Manselli, "Antiochia, Corrado di", Dizionario Biografico degli Italiani, Vol. 3 (Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana, 1961).
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 2,16 2,17 Alberto Meriggi, "Corrado I di Antiochia", Enciclopedia Federiciana (Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana, 2005).
  3. Roberto Almagià (ed.), "Anticoli Corrado", Enciclopedia Italiana (Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana, 1929).
  4. Mario Carrara, Gli Scaligeri (Varese: Dall'Oglio, 1966).
  5. Pier Fausto Palumbo, Contributi sulla storia dell'età di Manfredi (Rome: 1959), p. 175.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Carosi, GP Discendenti del Barbarossa: Signori (1240–1430) di Anticoli Corrado . Καζαμάρι, 1983.
  • Γρηγόροβιος, Φερδινάνδος . Ιστορία της πόλης της Ρώμης στο Μεσαίωνα, τόμος. 5, μέρος 2. Cambridge University Press, 1897.
  • Ιορδανία, Édouard. Les origines de la domination angevine en Italie . 2 τόμοι Παρίσι: Alphonse Picard, 1909.
  • Meriggi, Alberto. Corrado I d'Antiochia: Un «Principe» ghibellino nelle vicende della seconda metà del XIII secolo . Urbino: QuattroVenti, 1990.
  • Pacifici, Vincenzo. "Tivoli e Corrado d'Antiochia", Archivio della Reale Società Romana di Storia Patria, 41 (1919): 269–88.
  • Pierattini, Camillo. Gli Antiochia, ultimi ghibellini della Val d'Aniene, στο Renato Lefevre (επιμ. ), Lunario Romano 1979: Fatti e figure del Lazio medievale, σελ. 487–502. Ρώμη: Elli Palombi, 1978.
  • Ridola, Pasquale. "Federico d'Antiochia ei suoi discendenti", Archivio storico per le napoletane Province, 11 (1886): 198-284, στις 220–56
  • Sacchetti Sassetti, Angelo. Corrado d'Antiochia ei signori di Mareri . Rieti, 1966.