Ερεικοειδή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ερεικοειδή
Το είδος Leptecophylla juniperina
Το είδος Leptecophylla juniperina
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Υπερσυνομοταξία: Σπερματόφυτα (Spermatophytes)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Dicotyledoneae)
Τάξη: Ερεικώδη (Ericales)
Οικογένεια: Ερεικοειδή (Ericaceae)
Juss.[1] 1789

Τα ερεικοειδή (λατινική και επιστημονική ονομασία Ericaceae) είναι μεγάλη οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που ανήκει στην τάξη του τσαγιού, τα ερεικώδη. Τα ερεικοειδή συναντώνται κατά κύριο λόγο σε όξινα και λιγότερο εύφορα εδάφη. Περιλαμβάνουν περίπου 4.250 γνωστά στην επιστήμη είδη φυτών[2], γεγονός που τα καθιστά τη 14η μεγαλύτερη σε αριθμό ειδών οικογένεια των αγγειόσπερμων φυτών.[3] Τα ευρύτερα γνωστά μέλη της περιλαμβάνουν ανάμεσα σε άλλα το ροδόδενδρο με τις αζαλέες, την κουμαριά, το μύρτιλο, το κράνμπερι και τα κοινά ρείκια, που σχηματίζουν τα λιβάδια των άγονων περιοχών («ερεικώνες»), όπως τα γένη ερείκη (Erica), κασσιόπη (Cassiope), Daboecia και Calluna.[4]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ερεικοειδή είναι μια μορφολογικώς ποικίλη ομάδα φυτών, καθώς περιέχει πόες, χαμαίφυτα, θάμνους και δέντρα, συνήθως αειθαλή[5]. Τα φύλλα τους είναι εναλλασσόμενα, σπειροειδή ή ομοκεντρικά, και απλά. Τα άνθη τους είναι μονόκλινα (δηλαδή ταυτοχρόνως αρσενικό και θηλυκό το καθένα), με σημαντική ποικιλομορφία. Τα πέταλα είναι σε πολλά είδη ενοποιημένα (συμπέταλα) με ακτινωτή συμμετρία, με σχήμα από σωληνόμορφο μέχρι χωνιού ή υδρίας. Ωστόσο πολλά άνθη στο γένος ροδόδενδρο παρουσιάζουν μια αμφίπλευρη συμμετρία (ζυγομορφικά).[6]

Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γάλλος βοτανολόγος Αντουάν Λωράν ντε Ζυσιέ υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο Ericaceae. Η ονομασία προέρχεται από το γένος Erica, που ονομάσθηκε από την αρχαία ελληνική λέξη ἐρείκη. Με τη σειρά της, η αρχαία λέξη, σύμφωνα με κάποιες πηγές, φαίνεται ότι σήμαινε τα σημερινά ρείκια. Το Erica συναντάται και πριν από την εποχή του Λινναίου, ο οποίος απλώς επισημοποίησε τη χρήση του το 1753, ενώ ο Ζυσιέ περιέγραψε τα Ericaceae[7] το 1789.

Ιστορικώς, η οικογένεια συμπεριελάμβανε τόσο υποοικογένειες όσο και φύλα. Το 1971 ο Στήβενς, που ανέτρεξε και παρέθεσε την ιστορία από το 1876 (και σε κάποιες περιπτώσεις από το 1839), ανεγνώρισε μια εξάδα υποοικογενειών (Rhododendroideae, Ericoideae, Vaccinioideae, Pyroloideae, Monotropoideae και Wittsteinioideae) και υποδιαίρεσε περαιτέρω τις 4 από αυτές σε φύλα, με τις Rhododendroideae να έχουν επτά φύλα (Bejarieae, Rhodoreae, Cladothamneae, Epigaeae, Phyllodoceae and Diplarcheae).[8] Εντός του φύλου Rhodoreae ενέταξε 5 γένη: το Rhododendron του Λινναίου, το Therorhodion του Small, το Ledum του Λινναίου, το Tsusiophyllum του Max. και τη Menziesia του J.E. Smith. Και τα πέντε εντάχθηκαν τελικώς στο τεράστιο γένος Rhododendron, μαζί με το γένος Diplarche από το μονοτυπικό φύλο Diplarcheae.[9]

Το 2002 η συστηματική έρευνα είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη των πρώην ανεξάρτητων οικογενειών Empetraceae, Epacridaceae, Monotropaceae, Prionotaceae και Pyrolaceae στα ερεικοειδή, με βάση έναν συνδυασμό μοριακών (DNA), μορφολογικών, ανατομικών και εμβρυολογικών δεδομένων, που αναλύθηκαν εντός φυλογενετικού πλαισίου.[10] Το γεγονός αυτό αύξησε σημαντικά τη μορφολογική ποικιλία και τη γεωγραφική κατανομή των ερεικοειδών. Μια γενικότερα αποδεκτή σημερινή ταξινόμηση της οικογένειας περιλαμβένει εννέα υποοικογένειες, 124 έως 126 γένη και περισσότερα από 4.000 είδη.[3] Οι υποοικογένειες είναι οι εξής:

Γεωγραφική κατανομή και οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ερεικοειδή συναντώνται σε όλη σχεδόν τη Γη. Απουσιάζουν μόνο από την ηπειρωτική Ανταρκτική, τα βορειότερα χερσαία μέρη της Αρκτικής, την κεντρική Γροιλανδία, τη βόρεια και κεντρική Αυστραλία, καθώς και από μεγάλο μέρος των χαμηλών περιοχών της τροπικής ζώνης.[3]

Η οικογένεια αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από φυτά που μπορούν να αναπτύσσονται σε όξινες και άγονες συνθήκες. Καθώς συμβαίνει και με άλλα ανθεκτικά φυτά, πολλά ερεικοειδή συμβιώνουν με μυκορριζικούς μύκητες για βοήθεια στην εξαγωγή θρεπτικών συστατικών από άγονα εδάφη και διαθέτουν αειθαλές φύλλωμα ώστε να μη χάνουν όσα θρεπτικά συστατικά έχουν απορροφήσει.[11] Αυτή η τάση δεν συναντάται στις δύο συγγενέστερες προς αυτά οικογένειες, τα Clethraceae και τα Cyrillaceae. Τα περισσότερα ερεικοειδή (εκτός από τις Monotropoideae και μερικά είδη των Epacridoideae) δημιουργούν μια χαρακτηριστική συσσωμάτωση μυκόρριζων, στα οποία μύκητες αναπτύσσονται μέσα και γύρω από τις ρίζες, παρέχοντας στο φυτό θρεπτικές ουσίες.[12] Οι Pyroloideae είναι μιξοτρόφοι και προσλαμβάνουν και έτοιμα σάκχαρα από τα μυκόρριζα.[13]

Σε πολλά μέρη του κόσμου ένας «ερεικώνας» είναι μια έκταση που χαρακτηρίζεται από μια ανοικτή κοινότητα χαμηλών θάμνων σε χαμηλής ποιότητας όξινα εδάφη και κυριαρχείται γενικώς από φυτά της οικογένειας των ερεικοειδών. Τυπικό παράδειγμα είναι το είδος Erica tetralix, που συναντάται και σε τυρφώνες, καθώς και τα Rhododendron groenlandicum και Kalmia polifolia. Στην ανατολική Βόρεια Αμερική, άλλα ερεικοειδή αναπτύσσονται συχνά σε δάσος βελανιδιάς, ένα ενδιαίτημα γνωστό ως «δάσος δρυός-ερείκης».[14]

Σε κάποιους ερεικώνες τα φυτά της οικογένειας χρησιμεύουν ως ξενιστές της πεταλούδας Plebejus argus.[15]

Υπάρχουν ενδείξεις ότι ευτροφικά ύδατα μπορούν να μετατρέψουν ερεικώνες με είδη όπως το Erica tetralix σε κανονικά λιβάδια.[16] Το άζωτο είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη παράμετρος ως προς αυτό και ίσως να προκαλεί μετρήσιμες μεταβολές στην κατανομή και την αφθονία μερικών ειδών ερεικοειδών.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Angiosperm Phylogeny Group III (2009). «An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG III». Botanical Journal of the Linnean Society 161 (2): 105-121. doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00996.x. 
  2. Christenhusz, M.J.M.; Byng, J.W. (2016). «The number of known plants species in the world and its annual increase». Phytotaxa 261 (3): 201-217. doi:10.11646/phytotaxa.261.3.1. http://biotaxa.org/Phytotaxa/article/download/phytotaxa.261.3.1/20598. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Stevens, P.F. (2001 κ.ε.): «Ericaceae» στην Angiosperm Phylogeny Website. Retrieved 29 December 2014.
  4. Kron, Kathleen A.; Powell, E. Ann; Luteyn, J.L. (2002). «Phylogenetic relationships within the blueberry tribe (Vaccinieae, Ericaceae) based on sequence data from MATK and nuclear ribosomal ITS regions, with comments on the placement of Satyria». American Journal of Botany 89 (2): 327-336. doi:10.3732/ajb.89.2.327. PMID 21669741. 
  5. Patterson, Patricia A. (1985). Field Guide to the Forest Plants of Northern Idaho. United States Department of Agriculture Forest Service. σελίδες 37–47. 
  6. Watson, L.· Dallwitz, M.J. (19 Αυγούστου 2014). «Ericaceae Juss». The families of flowering plants: descriptions, illustrations, identification, and information retrieval. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2014. 
  7. Jussieu, A.-L. de (1789). Genera plantarum ordines naturales disposita. Παρίσι: Herissant & Barrois. σελίδες 159–160. 
  8. Stevens (1971).
  9. Craven, L.A. (Απρίλιος 2011). «Diplarche and Menziesia transferred to Rhododendron (Ericaceae. Blumea 56 (1): 33-35. doi:10.3767/000651911X568594. http://www.repository.naturalis.nl/document/566126. 
  10. Kron, K.A.; Judd, W.S.; Stevens, P.F.; Crayn, D.M.; Anderberg, A.A.; Gadek, P.A.; Quinn, C.J.; Luteyn, J.L. (2002). «Phylogenetic Classification of Ericaceae: Molecular and Morphological Evidence». The Botanical Review 68 (3): 335-423. doi:10.1663/0006-8101(2002)068[0335:pcoema]2.0.co;2. 
  11. Keddy, P.A. (2007). Plants and Vegetation: Origins, Processes, Consequences. Cambridge University Press. 
  12. Cairney, J.W.G.; Meharg, A.A. (2003). «Ericoid mycorrhiza: a partnership that exploits harsh edaphic conditions». European Journal of Soil Science 54 (4): 735-740. doi:10.1046/j.1351-0754.2003.0555.x. https://archive.org/details/sim_european-journal-of-soil-science_2003-12_54_4/page/735. 
  13. Liu, Z.; Wang, Z.; Zhou, J.; Peng, H. (2010). «Phylogeny of Pyroleae (Ericaceae): implications for character evolution». Journal of Plant Research 124 (3): 325-337. doi:10.1007/s10265-010-0376-8. PMID 20862511. 
  14. «The Natural Communities of Virginia Classification of Ecological Community Groups (Version 2.6)». Virginia Department of Conservation and Recreation. Ιούλιος 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2014. 
  15. Thomas, C.D. (1985-08-01). «Specializations and polyphagy of Plebejus argus (Lepidoptera: Lycaenidae) in North Wales». Ecological Entomology 10 (3): 325-340. doi:10.1111/j.1365-2311.1985.tb00729.x. ISSN 1365-2311. 
  16. Keddy, P.A. (2010). Wetland Ecology: Principles and Conservation (2η έκδοση). Cambridge University Press. σελίδες 103–104. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Stevens, P.F. (1971). «A classification of the Ericaceae: subfamilies and tribes». Botanical Journal of the Linnean Society 64 (1): 1-53. doi:10.1111/j.1095-8339.1971.tb02133.x. 
  • Cafferty, Steve; Jarvis, Charles E. (Νοέμβριος 2002). «Typification of Linnaean Plant Names in Ericaceae». Taxon 51 (4): 751-753. doi:10.2307/1555030. 
  • Stevens, P.F.· Luteyn, J.· Oliver, E.G.H.· Bell, T.L.· Brown, E.A.· Crowden, R.K.· George, A.S.· Jordan, G.J.· Ladd, P.· Lemson, K.· McLean, C.B.· Menadue, Y.· Pate, J.S.· Stace, H.M.· Weiller, C.M. (2004). «Ericaceae». Στο: Kubitzki, K. Flowering Plants. Dicotyledons: Celastrales, Oxalidales, Rosales, Cornales, Ericales. The families and genera of vascular plants. 6. Springer. σελίδες 145–194. ISBN 9783540065128. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]