Διώξεις κατά των Αλβανών (1877-1878)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η απέλαση των Αλβανών κατά τα έτη 1877-1878 αναφέρεται σε γεγονότα αναγκαστικής μετανάστευσης των Αλβανικών πληθυσμών από περιοχές που ενσωματώθηκαν στο Πριγκιπάτο της Σερβίας και το Πριγκιπάτο του Μαυροβουνίου το 1878 μετά την αρχική τους απέλαση από το 1830 έως το 1876. Αυτοί οι πόλεμοι, μαζί με τον μεγαλύτερο Ρωσο-Οθωμανικό Πόλεμο (1877-78) κατέληξαν σε ήττα και σημαντικές εδαφικές απώλειες για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που καθορίστηκαν από το Συνέδριο του Βερολίνου. Η απέλαση αυτή ήταν μέρος των ευρύτερων διώξεων των Μουσουλμάνων στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια της γεωπολιτικής και εδαφικής παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[1][2]

Την παραμονή της σύγκρουσης μεταξύ του Μαυροβουνίου και των Οθωμανών (1876-1878), ένας σημαντικός Αλβανικός πληθυσμός κατοικούσε στο Σαντζάκι της Σκόδρας.[3] Κατά τον πόλεμο του Μαυροβουνίου κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που ακολούθησε, μετά την ισχυρή αντίσταση στις πόλεις της Ποντγκόριτσα και της Σπουζ προς τις μαυροβουνιακές δυνάμεις ακολούθησε η απέλαση των αλβανικών και σλαβικών μουσουλμανικών πληθυσμών, που εγκαταστάθηκαν στη Σκόδρα.[3][4]

Την παραμονή της σύγκρουσης μεταξύ Σερβίας και Οθωμανών (1876-1878), ένας σημαντικός, συμπαγής και κυρίως αγροτικός Αλβανικός πληθυσμός μαζί με μερικούς Τούρκους αστικών περιοχών (μερικοί από αυτούς ήταν Αλβανικής καταγωγής[1]) ζούσαν με τους Σέρβους εντός του Σαντζακίου της Νις.[1][5] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Αλβανικός πληθυσμός, ανάλογα με την περιοχή, αντέδρασε διαφορετικά στις Σερβικές δυνάμεις είτε προσφέροντας αντίσταση είτε καταφεύγοντας προς τα κοντινά βουνά και το Οθωμανικό Κοσσυφοπέδιο. [1] Αν και οι περισσότεροι από αυτούς τους Αλβανούς εκδιώχθηκαν από τις Σερβικές δυνάμεις, ένας μικρός αριθμός επιτρεπόταν να παραμείνει στην κοιλάδα Γιαμπλάνιτσα όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τους.[6][7][8] Σέρβοι από το Λαμπ μετακόμισαν στη Σερβία κατά τη διάρκεια και μετά τον πρώτο γύρο των εχθροπραξιών το 1876, ενώ οι εισερχόμενοι Αλβανοί πρόσφυγες από τότε το 1878 κατοίκησαν ξανά στα χωριά τους. [1] Οι Αλβανοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν επίσης δίπλα στα βορειοανατολικά σύνορα Σερβίας-Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε αστικές περιοχές και σε πάνω από 30 οικισμούς που βρίσκονται στο κεντρικό και νοτιοανατολικό Κοσσυφοπέδιο. [1]

Οι Οθωμανικές αρχές είχαν δυσκολίες να ανταποκριθούν στις ανάγκες των προσφύγων και ήταν εχθρικές προς τον τοπικό Σερβικό πληθυσμό που διέπραξε επιθέσεις κατά των προσφύγων.[9] Η απέλαση του αλβανικού πληθυσμού από αυτές τις περιοχές έγινε με τρόπο που σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εθνοκάθαρση, καθώς τα θύματα περιλάμβαναν αμάχους.[4] Αυτοί οι Αλβανοί πρόσφυγες και οι απόγονοί τους έγιναν γνωστοί στην Αλβανία ως Muhaxhir, (στον πληθυντικό: Muhaxhirë), μια λέξη για τους Μουσουλμάνους πρόσφυγες (που προέρχεται από τα Οθωμανικά Τουρκικά: Muhacir και η οποία παράγεται από την Αραβική λέξη: Muhajir). [9][10][11] Τα γεγονότα αυτής της περιόδου οδήγησαν σε τεταμένες σχέσεις και σύγκρουση μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών. [10][12][13][2]

Σαντζάκι της Σκόδρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την παραμονή της σύγκρουσης μεταξύ του Μαυροβουνίου και των Οθωμανών (1876-1878), ένας σημαντικός Αλβανικός πληθυσμός κατοικούσε στο Σαντζάκι της Σκόδρας.[3] Κατά τον πόλεμο του Μαυροβουνίου κατά των Οθωμανών, ο στρατός του Μαυροβουνίου κατάφερε να καταλάβει ορισμένες περιοχές και οικισμούς κατά μήκος των συνόρων, ενώ αντιμετώπισε μια ισχυρή αντίσταση από τους Αλβανούς στο Ούλτσιν, και μια συνδυασμένη Αλβανο-Οθωμανική δύναμη στις περιοχές Ποντγκόριτσα-Σπουζ και Γκούσινιε-Πλαβ.[14][3] Ως εκ τούτου, τα εδαφικά κέρδη του Μαυροβουνίου ήταν πολύ μικρότερα. Μερικοί Σλάβοι Μουσουλμάνοι και ο Αλβανικός πληθυσμός που ζούσε κοντά στο τότε νότιο σύνορο εκδιώχθηκαν από τις πόλεις της Ποντγκόριτσα και του Σπουζ.[4] Αυτοί οι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν στην πόλη Σκόδρα και τα περίχωρά της.[15][16] Ένας μικρότερος Αλβανικός πληθυσμός που σχηματίστηκε από την πλούσια ελίτ έφυγε εθελοντικά και εγκαταστάθηκε στην Σκόδρα μετά την ενσωμάτωση του Ούλτσιν στο Μαυροβούνιο το 1880.[15][17]

Σαντζάκι της Νις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τοπωνύμια όπως ο ποταμός Αρμπανάσκα, το Όρος Αρμπάνσκο, το βουνό Αρμπανάσκα, η Αρμπάνισα, Πετρίλα Αρμπανάσκα, Αρναούτσκι Πότοκ, Αλμπάν, Αρμπάνας, Γκινόφτς Κούλα, Μαράς, Γκινόφτς, Καστράτ, Τζάκε, Μπερισάνε, Μάντι, Μουζάτσε, Μάζαρατς κλπ. δείχνουν μια αλβανική παρουσία στις περιοχές Τόπλιτσα και του Νότιου Μοράβα (που βρίσκονται βορειοανατολικά του σύγχρονου Κοσσόβου) και στην κοιλάδα του Πρέσεβο από τα τέλη του Μεσαίωνα.[17][18][19][20] Οι Αλβανοί στην περιοχή ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, είχαν επαφή με Σλαβικούς πληθυσμούς και ως τέτοιοι πολλοί από αυτούς είχαν επίσης Ορθόδοξα Σλαβικά ονόματα όπως στο χωριό Αρμπάνας, τα ονόματα των κατοίκων ήταν: Στόγιαν, Νταγίν, Ντάνε Στόγιαν, Μάτι Μάρκο, Αντρία Μάρκο, Ντίμσα Μάρκο, Λούκα Γιούρκο, Νικόλα Λούκα, Στόγιαν Πιέτρι, Γκιούρα Μάρκο, Λαζάρ Στέπα, κλπ. [21]

Οι Αλβανοί στην περιοχή του Νις προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ όταν η περιοχή έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[18] Την παραμονή του ξεσπάσματος ενός δεύτερου γύρου εχθροπραξιών μεταξύ Σερβίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1877, υπήρχε ένας αξιοσημείωτος μουσουλμανικός πληθυσμός στις περιοχές Νις, Πίροτ, Βράνιε, Λέσκοβατς, Προκούπλιε και Κουρσούμλια.[1]Οι αγροτικές περιοχές των κοιλάδων Τόπλιτσα, Κοσάνιτσα, Πούτσα Ρέκα και Γιαμπλάνιτσα και η παρακείμενη ημιορεινή περιοχή κατοικούνταν από συμπαγή μουσουλμανικό αλβανικό πληθυσμό, ενώ οι Σέρβοι σε αυτές τις περιοχές ζούσαν κοντά στις εκβολές του ποταμού και τις πλαγιές των βουνών και οι δύο λαοί κατοικούσαν άλλες περιοχές της λεκάνης του ποταμού Μοράβα. [5] Ο περισσότερος μουσουλμανικός πληθυσμός της περιοχής αποτελούνταν από Αλβανούς που μιλούσαν την Γκεγκική διάλεκτο και οι Τούρκοι κατοικούσαν στα αστικά κέντρα.[1] Μέρος των Τούρκων ήταν Αλβανικής καταγωγής.[1] Οι μουσουλμάνοι στις πόλεις του Νις και του Πίροτ μιλούσαν Τούρκικα. Στο Βράνιε και το Λέσκοβατς μιλούσαν Τουρκικά και Αλβανικά. Οι Μουσουλμάνοι Ρομά ήταν επίσης παρόντες στην ευρύτερη περιοχή. [22] Υπήρχε επίσης μια μειονότητα Κιρκάσιων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860, κοντά στα τότε σύνορα γύρω από την περιοχή της Νις. [23]

Πληθυσμιακά δεδομένα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθος του μουσουλμανικού πληθυσμού σε αυτές τις περιοχές. Στις εκτεταμένες μελέτες του για τις μετακινήσεις πληθυσμών στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ο Αμερικανός ιστορικός Τζάστιν Μακάρθι σχετικά με τον μουσουλμανικό πληθυσμό του Σαντζακίου της Νις δίνει τον αριθμό των 131.000 μουσουλμάνων το 1876, ενώ μόνο 12.000 παρέμειναν το 1882.[24][25][26] Ενώ ο ιστορικός Νόελ Μάλκολμ θεωρεί ότι ο Αλβανικός πληθυσμός της περιοχής ανερχόταν γύρω στους 110.000.[10] Αλβανικοί ιστορικοί όπως ο Σαμπίτ Οκά[27] υποθέτουν ότι οι 110.000 είναι μια συντηρητική εκτίμηση που βασίζεται σε Αυστροουγγρικές στατιστικές και εκτιμά ότι 200.000 ήταν ο συνολικός Αλβανικός πληθυσμός της περιοχής.[28] Ο αλβανολόγος Ρόμπερτ Έλσι εκτιμά ότι ο αριθμός των αλβανών προσφύγων στο Κοσσυφοπέδιο ήταν περίπου 50.000.[29] Ο Αλβανός κοινωνιολόγος Γεζίμ Αλπίον υποστηρίζει ότι πάνω από 100.000 Αλβανοί εκδιώχθηκαν από περιοχές στη Σερβία και το Μαυροβούνιο. [30] Σύμφωνα με μερικούς Αλβανούς μελετητές, 200.000 άνθρωποι εκδιώχθηκαν και ο Χακίφ Μπαϊράμι ισχυρίζεται ότι 350.000 άνθρωποι εκδιώχθηκαν.[31] Με βάση τα αρχεία και τα ταξιδιωτικά έγγραφα της Σερβίας, ο ιστορικός Μίλος Γιάγκοντιτς πιστεύει ότι ο αριθμός των Αλβανών και Μουσουλμάνων που έφυγαν από τη Σερβία ήταν "πολύ μεγαλύτερος", συμφωνώντας με τον Τζόρτζε Στεφάνοβιτς ότι ο αριθμός ήταν 49.000 Αλβανοί πρόσφυγες από τους τουλάχιστον 71.000 Μουσουλμάνους που έφυγαν. [1][13]

Γιόβαν Ρίστιτς, Σέρβος πρωθυπουργός (αριστερά); Κόστα Πρότιτς, Σέρβος στρατηγός (δεξιά)

Η σερβική κυβέρνηση είχε πολλούς λόγους για τις απελάσεις. Οι σερβικές αρχές σκόπευαν να εκδιώξουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό, καθώς κρίθηκαν αναξιόπιστοι και ανεπιθύμητοι που έπρεπε να αντικατασταθούν με άλλους κατοίκους.[1] Ως κίνητρο χρησιμοποιήθηκαν επίσης τα αντίποινα για τις συμπεριφορές απέναντι στους χριστιανούς εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας.[2] Ο πρωθυπουργός Γιόβαν Ρίστιτς ήθελε μια ομοιογενή χώρα, χωρίς μουσουλμάνους και με αξιόπιστο πληθυσμό στην περιοχή.[13][1] Ο Ρίστιτς θεωρούσε τις περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς σημαντικές από στρατηγική άποψη και αντιπροσώπευαν μια μελλοντική βάση για επέκταση στο Οθωμανικό Κοσσυφοπέδιο και τη Μακεδονία.[2]

Εκδίωξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εχθροπραξίες ξέσπασαν στις 15 Δεκεμβρίου 1877, μετά από ένα ρωσικό αίτημα για τη Σερβία να εισέλθει στην σύγκρουση. [1] Ο Σερβικός στρατός διέσχισε τα σύνορα σε δύο κατευθύνσεις. [1] Ο πρώτος στόχος ήταν να καταλάβει τη Νις και ο δεύτερος να σπάσει τις γραμμές επικοινωνίας Νις-Σόφια για τις οθωμανικές δυνάμεις. Μετά την πολιορκία του Νις, οι Σερβικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν νοτιοδυτικά στην κοιλάδα Τόπλιτσα, για να αποτρέψουν μια αντεπίθεση από τις οθωμανικές δυνάμεις. Το Προκούπλιε είχε καταληφθεί την τρίτη ημέρα του πολέμου και οι ντόπιοι Αλβανοί εγκατέλειψαν τα σπίτια τους προς την οροσειρά του Πασιάτσα, αφήνοντας πίσω τους τα ζώα και άλλες περιουσίες. [1] Μερικοί Αλβανοί επέστρεψαν και υποτάχθηκαν στις Σερβικές αρχές, ενώ άλλοι έτρεξαν στο Κουρσούμλια. Οι Σερβικές δυνάμεις που κατευθύνονταν προς το Κουρσούμλια ήρθαν αντιμέτωπες επίσης με Αλβανούς πρόσφυγες, που αντιστέκονταν στις γύρω οροσειρές και αρνούνταν να παραδοθούν. [1] Η Κουρσούμλια καταλήφθηκε σύντομα μετά την Προκούπλιε, ενώ οι Αλβανοί πρόσφυγες είχαν φτάσει στις νότιες πλαγιές της οροσειράς Κοπαόνικ.[32] Οι Οθωμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να αντεπιτεθούν μέσω της κοιλάδας Τόπλιτσα και να μειώσουν την πολιορκία στο Νις, πράγμα το οποίο μετέτρεψε την περιοχή σε πεδίο μάχης και οδήγησε τους Αλβανούς πρόσφυγες στα κοντινά βουνά. [1] Με την τελική κατάληψη της Νις, οι πρόσφυγες της κοιλάδας Τόπλιτσα δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στα χωριά τους. Άλλες Σερβικές δυνάμεις κατόπιν κατευθύνθηκαν νότια στην κοιλάδα του Μοράβα και προς το Λέσκοβατς. [1] Η πλειοψηφία των αστών μουσουλμάνων έφυγε, παίρνοντας τα περισσότερα από τα υπάρχοντά τους πριν φτάσει ο Σερβικός στρατός. Ο Σερβικός στρατός κατέλαβε επίσης την Πίροτ και οι Τούρκοι κατέφυγαν στο Κοσσυφοπέδιο, τη Μακεδονία και μερικοί πήγαν προς την Θράκη. [1]

Σερβία (1838–1878), αριστερά και Σερβία (1878–1912), δεξιά.

Οι Οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στη Νις στις 10 Ιανουαρίου 1878 και οι περισσότεροι μουσουλμάνοι αναχώρησαν για την Πρίστινα, το Πρίζρεν, τα Σκόπια και τη Θεσσαλονίκη.[1] Η αλβανική γειτονιά στο Νις κάηκε.[33] Οι Σερβικές δυνάμεις συνέχισαν την νοτιοδυτική τους προέλαση εισχωρώντας στις κοιλάδες της Κοσάνιτσα, της Πούστα Ρέκα και της Γιαμπλάνιτσα. [1] Οι Σερβικές δυνάμεις στην κοιλάδα του Μοράβα συνέχισαν να κατευθύνονται προς το Βράνιε, με την πρόθεση να γυρίσουν στη συνέχεια δυτικά και να εισέλθουν στο Κοσσυφοπέδιο. Η προώθηση των Σέρβων στα νοτιοδυτικά ήταν αργή, λόγω του ορεινού εδάφους και της μεγάλης αντίστασης από τους ντόπιους Αλβανούς που υπερασπίζονταν τα χωριά τους και είχαν βρει καταφύγιο στις κοντινές οροσειρές. [1] Οι Σερβικές δυνάμεις κατέλαβαν αυτά τα χωριά ένα προς ένα και τα περισσότερα παρέμειναν ακατοίκητα. Οι Αλβανικοί πρόσφυγες συνέχισαν να αποσύρονται προς το Κοσσυφοπέδιο και η πορεία τους σταμάτησε στα βουνά του Γκόλιακ όταν ανακοινώθηκε η εκεχειρία. Ο Σερβικός στρατός που πολεμούσε στη κοιλάδα του Μοράβα συνέχισε νότια προς δύο φαράγγια: Γκρντελίτσα (μεταξύ Βράνιε και Λέσκοβατς) και Βετερνίτσα (νοτιοδυτικά της Γκρντελίτσα).[1] Μετά την κατάληψη της Γκρντελίτσα, οι Σερβικές δυνάμεις κατέλαβαν το Βράνιε. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι είχαν φύγει με τα υπάρχοντά τους πριν οι Σερβικές δυνάμεις να φτάσουν στην πόλη, και άλλοι μουσουλμανοί της υπαίθρου αντιμετώπισαν εντάσεις με τους Σέρβους γείτονες που πολέμησαν εναντίον τους και τελικά τους εκδίωξαν από την περιοχή. Οι Αλβανοί πρόσφυγες υπερασπίστηκαν τον φαράγγι της Βετερνίτσα, πριν αποσυρθούν προς τα βουνά του Γκόλιακ. Οι Αλβανοί που ζούσαν κοντά στην περιοχή της Μασουρίτσα δεν αντιστάθηκαν στις Σερβικές δυνάμεις, και ο στρατηγός Γιοβάν Βελιμάρκοβιτς αρνήθηκε να εκτελέσει εντολές από το Βελιγράδι για την απέλαση αυτών των Αλβανών υποβάλλοντας την παραίτησή του. [13] Οθωμανικές πηγές δηλώνουν ότι οι Σερβικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέστρεψαν τζαμιά στο Βράνιε, το Λέσκοβατς και το Προκούπλιε. [13]

Αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το πόλεμο, το Συνέδριο του Βερολίνου αναγνώρισε αυτά τα εδαφικά κέρδη και η περιοχή έγινε μέρος του Βασιλείου της Σερβίας, γνωστή ως νέες περιοχές (Νόβι Κράγιεβι) (Novi Krajevi / Novi Oblasti). [34] [35] Λόγω της πληθυσμιακής μείωσης και οικονομικών θεμάτων, ορισμένοι μικροί αριθμοί Αλβανών επιτρεπόταν να μείνουν και να επιστρέψουν, αν και όχι στους προηγούμενους οικισμούς τους. Αντίθετα ορίστηκαν συγκεκριμένα χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν οι Αλβανοί, στις περιοχές Τόπλιτσα, Μασουρίτσα και Γιαμπλάνιτσα. [6] Μόνο στους οικισμούς που βρίσκονταν στην κοιλάδα Γιαμπλάνιτσα, που είχαν ως επίκεντρο την πόλη Μεντβετζά, υπάρχουν μικροί αριθμοί Αλβανών και οι απόγονοί τους παρέμειναν εκεί.[7][8] Αυτό οφείλεται σε έναν τοπικό Οθωμανό Αλβανό διοικητή τον Σαχίντ Πάσα από την περιοχή της Γιαμπλάνιτσα, που διαπραγματεύτηκε με τον πρίγκιπα Μίλαν και με αυτόν τον τρόπο εγγυήθηκε την παρουσία τους εκεί.[7][8] Μερικοί άλλοι Αλβανοί, όπως οι έμποροι, προσπάθησαν να παραμείνουν στη Νις, αλλά έφυγαν μετά από δολοφονίες, που διαπράχθηκαν, και η περιουσία τους πουλήθηκε σε χαμηλές τιμές. [10][4] Το 1879, μερικοί Αλβανοί πρόσφυγες από την περιοχή Λέσκοβατς διαμαρτυρήθηκαν ότι οι ιδιοκτησίες τους και τα μουσουλμανικά κτήρια είχαν κατεδαφιστεί και δεν μπορούσαν πλέον να επιστρέψουν. [12] Σύμφωνα με τον Γκεζίμ Αλπίον, από το 1879 έως το 1880, πάνω από 300.000 Αλβανοί εκδιώχθηκαν από το Σαντζάκι της Νις.[30] Ο μόνος άλλος μουσουλμανικός πληθυσμός που επιτρεπόταν να παραμείνει ήταν οι μουσουλμάνοι Ρομά, οι οποίοι το 1910 αριθμούσαν 14.335 σε όλη τη Σερβία με 6.089 να βρίσκονται στο Βράνιε.[22] Οι πιο πολλοί Αλβανοί αναγκάστηκαν να φύγουν στα επόμενα χρόνια για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Κοσσυφοπέδιο ειδικότερα. [36] Σέρβοι από την περιοχή του ποταμού Λάπι μετακόμισαν στη Σερβία κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο του 1876 και οι εισερχόμενοι Αλβανοί πρόσφυγες (muhaxhirë) εγκαταστάθηκαν ξανά στα χωριά τους. [1] Εκτός από την περιοχή του ποταμού Λάπι, ένας σημαντικός αριθμός Αλβανών προσφύγων εγκαταστάθηκε σε άλλα μέρη του βόρειου Κοσσυφοπεδίου δίπλα στα νέα σύνορα Σερβίας-Οθωμανικής αυτοκρατορίας. [1][37][38][39] Οι περισσότεροι Αλβανοί πρόσφυγες επανεγκαταστάθηκαν σε πάνω από 30 μεγάλους αγροτικούς οικισμούς στο κεντρικό και νοτιοανατολικό Κοσσυφοπέδιο.[14] Πολλοί πρόσφυγες επίσης εξαπλωθήκαν και εγκαταστάθηκαν σε αστικά κέντρα και αύξησαν σημαντικά τον πληθυσμό τους. [1][40]

Εθνικός χάρτης του δήμου Μεντβετζά (απογραφή 2002).

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτά τα γεγονότα στα επόμενα χρόνια θα χρησίμευαν επίσης ως πιθανή Σερβική λύση στο Αλβανικό ζήτημα στο Κοσσυφοπέδιο και τη Μακεδονία για άτομα όπως ο Βάσο Τσουμπρίλοβιτς, ο οποίος υπερασπίστηκε παρόμοια μέτρα λόγω της επιτυχίας τους.[41][42][43] Στις περιοχές που εγκαταλείφθηκαν από τους Αλβανούς σύντομα εγκαταστάθηκαν Σέρβοι από την κεντρική και ανατολική Σερβία και μερικοί από το Μαυροβούνιο εγκαταστάθηκαν κατά μήκος των συνόρων με το Κοσσυφοπέδιο. [1][44][45][46] Σήμερα, οι απόγονοι αυτών των Αλβανών προσφύγων (Muhaxhirë) αποτελούν μέρος του Αλβανικού πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου και αποτελούν μια ενεργή και ισχυρή υποομάδα στις πολιτικές και οικονομικές σφαίρες του Κοσσυφοπεδίου. [27] Έχουν επίσης δημιουργήσει τοπικές ενώσεις που στοχεύουν στην καταγραφή και διατήρηση του Αλβανικού πολιτισμού τους. [47] Πολλοί μπορούν επίσης να αναγνωριστούν με το επίθετό τους, γιατί σύμφωνα με το αλβανικό έθιμο το επώνυμο υποδηλώνει συχνά τον τόπο καταγωγής τους. [11] Σήμερα, μέσα στη Σερβία, αν και οι Σερβο-Οθωμανικοί πόλεμοι του 1876-1878 αναφέρονται στα σχολικά βιβλία, η απέλαση του αλβανικού πληθυσμού από τον Σερβικό στρατό παραλείπεται.[12] Αυτό έχει περιορίσει τη γνώση των Σέρβων μαθητών για τα γεγονότα που επέφεραν τις κακές σχέσεις μεταξύ των δύο λαών. [14][12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 1,21 1,22 1,23 1,24 1,25 1,26 Jagodić 1998.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Stojanović 2010, σελ. 264.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Blumi 2003, σελ. 246.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Müller 2009, σελ. 70.
  5. 5,0 5,1 Luković 2011, σελ. 298.
  6. 6,0 6,1 Blumi 2013, σελ. 50.
  7. 7,0 7,1 7,2 Turović 2002, σελίδες 87–89.
  8. 8,0 8,1 8,2 Uka 2004c, σελ. 155.
  9. 9,0 9,1 Frantz 2009, σελίδες 460–461.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Malcolm 1998, σελίδες 228–229.
  11. 11,0 11,1 Uka 2004d, σελίδες 52 53–54.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Janjetović 2000.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Stefanović 2005, σελίδες 469–470.
  14. 14,0 14,1 14,2 Roberts 2005, σελ. 22.
  15. 15,0 15,1 Gruber 2008, σελίδες 142.
  16. Tošić 2015, σελίδες 394–395, 406.
  17. 17,0 17,1 Uka 2004b, σελίδες 244–245
  18. 18,0 18,1 Geniş & Maynard 2009, σελίδες 556–557.
  19. Selami Pulaha Popullsia Shqiptare e Kosoves Gjate Shekujve p. 13
  20. ILJAZ REXHA REGISTRATION OF SETTLEMENTS AND ALBANIAN POPULATION OF KOSOVO According to the Ottoman defters records of XV century
  21. Selami Pulaha Popullsia Shqiptare e Kosoves Gjate Shekujve p. 13
  22. 22,0 22,1 Malcolm 1998, σελίδες 208.
  23. Popovic 1991, σελίδες 68, 73.
  24. McCarthy 2000, σελίδες 35.
  25. Beachler 2011, σελ. 123.
  26. Mann 2005, σελ. 112.
  27. 27,0 27,1 Blumi 2012, σελ. 79.
  28. Uka 2004a, σελίδες 26–29.
  29. Elsie 2010, σελίδες XXXII.
  30. 30,0 30,1 Alpion, Gëzim (2021). Mother Teresa: The Saint and Her Nation. Bloomsbury. σελ. 18. ISBN 978-9389812466. 
  31. Rama, Shinasi (2019). Nation Failure, Ethnic Elites, and Balance of Power: The International Administration of Kosova. Springer. σελ. 84. ISBN 978-3030051921. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2020. 
  32. Pinson 1996, σελ. 132.
  33. Judah 2008, σελ. 35.
  34. Svirčević 2006, σελ. 111.
  35. Blumi 2011, σελ. 129.
  36. Walid & Thobie 2003, σελ. 138.
  37. Uka 2004a, σελίδες 194–286.
  38. Osmani 2000, σελίδες 44–47, 50–51, 54–60.
  39. Osmani 2000, σελίδες 48–50.
  40. Osmani 2000, σελίδες 43–64.
  41. Cohen & Riesman 1996, σελίδες 4–5.
  42. Čubrilović 1937.
  43. Lieberman 2013, σελίδες 155–156.
  44. Jagodić 2004, σελ. 2.
  45. «Naselja u Pustoj Reci». Klub Pustorečana-Niš. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2014. 
  46. Medojević, Slobodan. «Crnogorci, Gornje Jablanice». Portal Montenegrina: Kulturna Kapija Crna Gora. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2014. 
  47. Uka 2004d, σελίδες 3–5.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιπλέον βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]