Διαταραχή προσωπικότητας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι διαταραχές προσωπικότητας (ΔΠ) είναι τύπος ψυχικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από συνεχή μοτίβα δυσλειτουργικών συμπεριφορών, γνωστικότητας (νόησης) και βαθύτερης εμπειρίας, που εκφράζονται μέσα σε πολλά πλαίσια και δεν συμπίπτουν με αυτά που είναι ευρύτερα αποδεκτά.[1] Αυτά τα μοτίβα αναπτύσσονται νωρίς στην ηλικία του ατόμου, είναι δύσκολο να καμφθούν, και συνδέονται με την μεγάλη ψυχική δυσφορία ή αναπηρία. Αυτές οι περιγραφές ποικίλουν αναλόγως την πηγή και παραμένουν θέμα διαμάχης.[2][3][4] Τα επίσημα κριτήρια για τη διάγνωση των διαταραχών προσωπικότητας είναι καταγεγραμμένα στο έκτο κεφάλαιο του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (ICD) και της Διεθνούς Στατιστικής Ταξινόμησης Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (DSM).

Η προσωπικότητα, που ορίζεται με βάση του ψυχισμού, είναι το σύνολο των συνεχόμενων συμπεριφορικών και νοητικών γνωρισμάτων που κάνουν μοναδικό τον κάθε άνθρωπο. Συνεπώς, οι διαταραχές προσωπικότητας ορίζονται από τις εμπειρίες και τις συμπεριφορές που δεν συμπίπτουν με τις κοινωνικές νόρμες και προσδοκίες. Αυτοί που διαγιγνώσκονται με κάποια διαταραχή προσωπικότητας μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες γνωστικότητας, συναισθηματικότητας, διαπροσωπικής λειτουργίας ή έλεγχο της παρόρμησης. Για τους ψυχιατρικούς ασθενείς, η συχνότητα της ύπαρξης διαταραχών προσωπικότητας υπολογίζεται μεταξύ 40 και 60%.[5][6][7] Τα μοτίβα συμπεριφορών στις διαταραχές προσωπικότητας έχουν μια διάχυτη αρνητική επιρροή στην ποιότητα ζωής του ατόμου, και συνήθως αναγνωρίζονται κατά την εφηβεία, την αρχή της ενήλικης ζωής, ή ακόμη και την παιδική ηλικία.[1][8]

Η θεραπεία για τις διαταραχές προσωπικότητας είναι κυρίως ψυχοθεραπευτική. Υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένες ψυχοθεραπείες που περιλαμβάνουν τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία και τη διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία (ειδικά για την θεραπεία της οριακής διαταραχής προσωπικότητας).[9][10][11] Επίσης, χρησιμοποιούνται και ποικίλες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις.[12]

Αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν απόλυτα αποδεδειγμένα αίτια για τις διαταραχές προσωπικότητας. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές πιθανές αιτίες και παράγοντες ρίσκου που αναφέρονται σε επιστημονικές έρευνες που διαφέρουν ανάλογα με την εκάστοτε διαταραχή, το άτομα και τις περιστάσεις. Συνολικά, τα ευρήματα δείχνουν ότι η γενετική προδιάθεση και οι εμπειρίες της ζωής, όπως το τραύμα και η κακοποίηση, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των διαταραχών προσωπικότητας.

Παιδική κακοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παιδική κακοποίηση και αμέλεια παρουσιάζονται συνεχώς ως παράγοντες υψηλού κινδύνου στην ανάπτυξη διαταραχών προσωπικότητας στην ενήλικη ζωή.[13] Σε μία έρευνα 793 μητέρων και παιδιών, οι ερευνητές ρώτησαν αν οι μητέρες φώναξαν στο παιδί τους και τους είπαν ότι δεν τα αγαπούσαν ή απείλησαν να τα διώξουν. Τα παιδιά που βίωσαν αυτή τη λεκτική κακοποίηση είχαν τρεις φορές παραπάνω πιθανότητες (από τα παιδιά που δεν δέχθηκαν αυτή τη βία) να αποκτήσουν οριακή, ναρκισσιστική, ιδεοψυχαναγκαστική ή παρανοϊκή διαταραχή προσωπικότητας στην ενήλικη ζωή τους.[14] Μία ομάδα σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών έδειξε πιο έντονα μοτίβα ψυχοπαθολογίας. Επισήμως επιβεβαιωμένα περιστατικά σωματικής βίας έδειξαν μια πολύ μεγάλη συσχέτιση στην ανάπτυξη αντικοινωνικής και παρορμητικής συμπεριφοράς. Από την άλλη πλευρά, κάποιες περιπτώσεις κακοποίησης από αμέλεια που δημιούργησαν παιδική παθολογία, βρέθηκε ότι υποχώρησαν μερικώς στην ενηλικίωση.[13]

Κοινωνικοοικονομική κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση θεωρείται επίσης ως ένας πιθανός παράγοντας για την ανάπτυξη διαταραχών προσωπικότητας. Υπάρχει μία στενή σύνδεση μεταξύ της χαμηλής γονεϊκής/γειτονικής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και των συμπτωμάτων των διαταραχών.[15] Σε μία έκδοση του 2015 στη Βόννη της Γερμανίας, όπου συγκρίθηκαν η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των γονιών και η προσωπικότητα των παιδιών, φάνηκε ότι τα παιδιά που προέχονταν από ανώτερα κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα ήταν πιο αλτρουιστικά, έμεναν μακριά από διάφορους κινδύνους και είχαν συνολικά υψηλότερο IQ.[16] Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει χαμηλότερο ρίσκο να αναπτυχθούν διαταραχές προσωπικότητας αργότερα στη ζωή των παιδιών με πιο ανεπτυγμένο κοινωνικό υπόβαθρο.

Γονεϊκότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τεκμήρια δείχνουν ότι οι διαταραχές προσωπικότητας μπορεί να ξεκινήσουν από τα προβλήματα προσωπικότητας των γονέων. Αυτά μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στα ίδια τα παιδιά μεγαλώνοντας, μερικά από τα οποία είναι η δυσκολία πρόσβασης σε ανώτερη εκπαίδευση, στην εύρεση εργασίας και σε αλληλεξαρτώμενες διαπροσωπικές σχέσεις. Είτε λόγω γενετικής είτε λόγω προτύπων συμπεριφοράς, τα παιδιά μπορούν να αποκτήσουν αυτά τα ίδια στοιχεία.[17] Επιπλέον, οι κακές γονεϊκές ικανότητες φαίνεται να ενισχύουν τα συμπτώματα των διαταραχών προσωπικότητας.[17] Συγκεκριμένα, η έλλειψη μητρικού δεσμού έχει συσχετιστεί με τις διαταραχές προσωπικότητας. Σε μία έρευνα όπου συγκρίθηκαν 100 υγιή άτομα με 100 ασθενείς με οριακή διαταραχή προσωπικότητας (ΟΔΠ), η ανάλυση έδειξε ότι οι ασθενείς είχαν σημαντικά μεγάλο ποσοστό απουσίας θηλασμού ως μωρά (42.4% στην ΟΔΠ σε σχέση με το 9.2% των υγειών ατόμων).[18] Οι ερευνητές συμπέραναν ότι αυτό το γεγονός μπορεί να είναι πολύ σημαντικό στην ενίσχυση του μητρικού δεσίματος με το παιδί. Επιπλέον, υπάρχουν ευρήματα που υποδηλώνουν ότι αν ένα παιδί δεν ανατραφεί και υποστηριχθεί σωστά, θα εμφανιστούν άλλα προβλήματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις οδηγώντας τελικά στην ανάπτυξη διαταραχών προσωπικότητας.[19]

Γενετικοί παράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή τη στιγμή, η έρευνα στη γενετική και το πως αυτή συνδέεται με τις διαταραχές προσωπικότητας είναι ανεπαρκής. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί πιθανοί παράγοντες κινδύνου που εξετάζονται. Οι ερευνητές ψάχνουν πληροφορίες στους γενετικούς μηχανισμούς για στοιχεία όπως η επιθετικότητα, ο φόβος και το άγχος, στοιχεία τα οποία είναι κοινά στα άτομα που έχουν διαγνωστεί. Η έρευνα αυτή συνεχίζεται.[20]

Νευροβιολογική συσχέτιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έρευνα δείχνει ότι αρκετές περιοχές του εγκεφάλου αλλάζουν με τις διαταραχές συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, ο ιππόκαμπος μπορεί να γίνει 18% μικρότερος,[21] μικρότερη αμυγδαλή,[22] βλάβες στο ραβδωτό σώμα-επικλινή πυρήνα και στο νευρικά μονοπάτια του προσαγωγίου.[23][24]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Association, American Psychiatric (22 Μαΐου 2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-5®). American Psychiatric Publishing. ISBN 978-0-89042-557-2. 
  2. Magnavita JJ (2004). «Chapter 1: Classification, prevalence, and etiology of personality disorders: Related issues and controversy». Handbook of personality disorders : theory and practice. Wiley. ISBN 0-471-20116-2. OCLC 52429596. 
  3. Millon T, Davis RD (1996). Disorders of Personality: DSM-IV and Beyond. New York: John Wiley & Sons, Inc. σελ. 226. ISBN 978-0-471-01186-6. 
  4. «European views on personality disorders: a conceptual history». Comprehensive Psychiatry 34 (1): 14–30. 1993. doi:10.1016/0010-440X(93)90031-X. PMID 8425387. 
  5. «Personality disorder prevalence in psychiatric outpatients: a systematic literature review». Personality and Mental Health 8 (2): 91–101. May 2014. doi:10.1002/pmh.1252. PMID 24431304. 
  6. «Classification, assessment, prevalence, and effect of personality disorder». Lancet 385 (9969): 717–726. February 2015. doi:10.1016/s0140-6736(14)61995-4. PMID 25706217. 
  7. «Personality Disorders». International Encyclopedia of the Social & Behavioral Sciences: 11301–11308. 2001. doi:10.1016/B0-08-043076-7/03763-3. ISBN 9780080430768. 
  8. Kernberg OF (1984). Severe personality disorders : psychotherapeutic strategies. New Haven: Yale University Press. ISBN 978-0-300-05349-4. 
  9. «Meta-Analysis and Systematic Review Assessing the Efficacy of Dialectical Behavior Therapy (DBT)». Research on Social Work Practice 24 (2): 213–223. March 2014. doi:10.1177/1049731513503047. PMID 30853773. PMC 6405261. https://archive.org/details/sim_research-on-social-work-practice_2014-03_24_2/page/213. 
  10. «Dialectical behavior therapy for borderline personality disorder: a meta-analysis using mixed-effects modeling». Journal of Consulting and Clinical Psychology 78 (6): 936–951. December 2010. doi:10.1037/a0021015. PMID 21114345. https://archive.org/details/sim_journal-of-consulting-and-clinical-psychology_2010-12_78_6/page/936. 
  11. «Τι είναι η Γνωστική (ή Γνωσιακή) Συμπεριφορική Θεραπεία; – GACBP». Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2023. 
  12. «The effectiveness of evidence-based treatments for personality disorders when comparing treatment-as-usual and bona fide treatments». Clinical Psychology Review 33 (8): 1057–1066. December 2013. doi:10.1016/j.cpr.2013.08.003. PMID 24060812. https://archive.org/details/sim_clinical-psychology-review_2013-12_33_8/page/1057. 
  13. 13,0 13,1 «Child abuse and neglect and the development of mental disorders in the general population». Development and Psychopathology 13 (4): 981–999. 2001. doi:10.1017/S0954579401004126. PMID 11771917. https://archive.org/details/sim_development-and-psychopathology_fall-2001_13_4/page/981. 
  14. «What Causes Psychological Disorders?». American Psychological Association. 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Νοεμβρίου 2010. 
  15. «Socioeconomic background and the developmental course of schizotypal and borderline personality disorder symptoms». Development and Psychopathology 20 (2): 633–650. April 2008. doi:10.1017/S095457940800031X. PMID 18423098. 
  16. «How does Socio-Economic Status Shape a Child's Personality?». Human Capital and Economic Opportunity Global Working Group. February 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-11-05. https://web.archive.org/web/20181105062454/https://econresearch.uchicago.edu/sites/econresearch.uchicago.edu/files/Deckers_Falk_etal_2016_SES-child-personality.pdf. Ανακτήθηκε στις 9 August 2017. 
  17. 17,0 17,1 «Socioeconomic background and the developmental course of schizotypal and borderline personality disorder symptoms». Development and Psychopathology 20 (2): 633–650. April 2008. doi:10.1017/S095457940800031X. PMID 18423098. 
  18. «Lack of Breastfeeding: A Potential Risk Factor in the Multifactorial Genesis of Borderline Personality Disorder and Impaired Maternal Bonding». Journal of Personality Disorders 29 (5): 610–626. October 2015. doi:10.1521/pedi_2014_28_160. PMID 25248013. 
  19. Ball, Ericka Michelle (2016-10-20) (στα αγγλικά). The Moderating Role of Maternal Attachment on Borderline Personality Disorder Features and Dependent Life Stress. https://shsu-ir.tdl.org/handle/20.500.11875/44. 
  20. «What causes personality disorders?». American Psychological Association (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2017. 
  21. Vythilingam, Meena; Heim, Christine; Newport, Jeffrey; Miller, Andrew H.; Anderson, Eric; Bronen, Richard; Brummer, Marijn; Staib, Lawrence και άλλοι. (2002-12-01). «Childhood Trauma Associated With Smaller Hippocampal Volume in Women With Major Depression». American Journal of Psychiatry 159 (12): 2072–2080. doi:10.1176/appi.ajp.159.12.2072. ISSN 0002-953X. PMID 12450959. PMC PMC3230324. https://ajp.psychiatryonline.org/doi/10.1176/appi.ajp.159.12.2072. 
  22. Hayano, Fumi; Nakamura, Motoaki; Asami, Takeshi; Uehara, Kumi; Yoshida, Takeshi; Roppongi, Tomohide; Otsuka, Tatsui; Inoue, Tomio και άλλοι. (2009-06). «Smaller amygdala is associated with anxiety in patients with panic disorder». Psychiatry and Clinical Neurosciences 63 (3): 266–276. doi:10.1111/j.1440-1819.2009.01960.x. ISSN 1440-1819. PMID 19566756. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/19566756/. 
  23. «Volumes of the hippocampus and amygdala in patients with borderline personality disorder: a meta-analysis». Journal of Personality Disorders 23 (4): 333–345. August 2009. doi:10.1521/pedi.2009.23.4.333. PMID 19663654. https://archive.org/details/sim_journal-of-personality-disorders_2009-08_23_4/page/333. 
  24. «Reduced hippocampus and amygdala volumes in antisocial personality disorder». Journal of Clinical Neuroscience 75: 199–203. May 2020. doi:10.1016/j.jocn.2020.01.048. PMID 32334739. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]