Γκόσλαρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 51°54′26″N 10°25′48″E / 51.907222°N 10.43°E / 51.907222; 10.43

Γκόσλαρ
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Βασικές πληροφορίες
Χώρα:Γερμανία
Δήμαρχος:Urte Schwerdtner
Πληθυσμός:50.203[1]
Υψόμετρο:255
Τηλ. κωδικός:05321 και 05325
Ταχ. κώδικας:38640, 38642 και 38644
Πιν. κυκλοφορίας:GS, BRL και CLZ
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Όρια ευρύτερης διοικητικής οντότητας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Η πόλη Γκόσλαρ
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλος Γερμανία
ΤύποςΤα ανθρακωρυχεία Ράμελσμπεργκ και το ιστορικό κέντρο της πόλης Γκόσλαρ
ΚριτήριαΠολιτιστικά: i, iv
Ταυτότητα623-001
Περιοχή363,3 εκτάρια στο Ράμελσμπεργκ, Κάτω Σαξονία, Γερμανία
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1992 (16 συνεδρίαση)


Το Γκόσλαρ, γερμ.: Goslar, είναι μια ιστορική πόλη στην Κάτω Σαξονία της Γερμανίας. Είναι το διοικητικό κέντρο της περιφέρειας του Γκόσλαρ και βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές της οροσειράς Χαρτς (Harz). Η Παλαιά Πόλη του Γκόσλαρ και τα Ανθρακωρυχεία Ράμελσμπεργκ (Rammelsberg) είναι αναγνωρισμένα ως Μνημεια Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Γκόσλαρ βρίσκεται στη μέση του άνω ημίσεος της Γερμανίας, περίπου 40 χλμ. νότια του Μπράουνσβαϊγκ και περίπου 70 χλμ. νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας του κράτους Αννόβερο. Το όρος Σάλκε (Schalke) είναι το υψηλότερο του δήμου με υψόμετρο 762 μ. Το χαμηλότερο σημείο με υψόμετρο 175 μ. βρίσκεται κοντά στον ποταμό Όκερ (Oker). Γεωγραφικά, το Γκόσλαρ αποτελεί το όριο μεταξύ του Χίλντεσχαϊμ Μπέρντε (Hildesheim Börde), που είναι μέρος της Βόρειας Γερμανικής Πεδιάδας, και της οροσειράς Χαρτς, που είναι η υψηλότερη, βορειότερη επέκταση των Κεντρικών Υψιπέδων της Γερμανίας. Το Χίλντεσχαϊμ Μπέρντε χαρακτηρίζεται από πεδιάδες με πλούσια σε άργιλο εδάφη, όπου καλλιεργούνται ζαχαρότευτλα.

Στα νότια, η οροσειρά Χαρτς υψώνεται επάνω από την ιστορική πόλη με υψόμετρο 636 μ. στο όρος Ράμελσμπεργκ. Στην περιοχή υπάρχουν εκτεταμένες δασικές περιοχές, και διασχίζεται από τον ποταμό Όκερ και τους παραποτάμους του: Γκόσε/Άμπτσουχτ (Gose/Abzucht) και Ράνταου (Radau).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ποταμός Άμπτσουχτ στην Παλαιά Πόλη.

Στην περιοχή Χαρτς γίνεται εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων από την Ρωμαϊκή εποχή, με τα παλαιότερα γνωστά τεκμήρια λατομείων και χυτηρίων να χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα μ.Χ. Ο οικισμός του ρυακιού Γκόσε αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε μία πράξη του 979, που εκδόθηκε από τον αυτοκράτορα Όθωνα Β΄. Βρισκόταν στη Σαξονία, στα πάτρια εδάφη των Οθωνιδών και ίσως ένα βασιλικό παλάτι να υπήρχε ήδη στην περιοχή. Έγινε ακόμη πιο σημαντικός, όταν βρέθηκαν εκτεταμένα κοιτάσματα αργύρου στο κοντινό Ράμελσμπεργκ, που σήμερα είναι ένα μεταλλευτικό μουσείο.[2][3][4]

Όταν ο εξάδελφος του Όθωνα Β΄, ο Ερρίκος Β΄, άρχισε να συγκαλεί αυτοκρατορικές Συνόδους στο παλάτι του Γκόσλαρ από το 1009 και μετά, το Γκόσλαρ σταδιακά αντικατέστησε το Βασιλικό παλάτι της Βέρλα (Werla) ως κεντρική θέση συνελεύσεων στη γη της Σαξονίας, μία εξέλιξη που επιβλήθηκε από τους Σαλίους ("Φραγκονίους") αυτοκράτορες. Ο Κορράδος Β΄, μόλις εξελέγη βασιλιάς των Ρωμαίων, γιόρτασε τα Χριστούγεννα του 1024 στην πόλη Γκόσλαρ και έθεσε τα θεμέλια για το νέο αυτοκρατορικό Παλάτι το επόμενο έτος.[3][4]

Το Γκόσλαρ έγινε η αγαπημένη κατοικία του γιου του Κορράδου Β΄, του Ερρίκου Γ΄, που έμεινε στο παλάτι περίπου είκοσι φορές. Εδώ δέχτηκε τον βασιλιά Πιέτρο της Ουγγαρίας, καθώς και τους απεσταλμένους του Πρίγκιπα Γιαροσλάβ Α΄ του Κιέβου· εδώ διόρισε επισκόπους και δούκες. Ο γιος και διάδοχός του, Ερρίκος Δ΄, γεννήθηκε εδώ την 11 Νοεμβρίου 1050. Ο Ερρίκος Δ΄ έκτισε τον Καθεδρικό ναό του Γκόσλαρ, που εγκαινιάστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Χέρμαν Β΄ της Κολωνίας το 1051. Λίγο πριν το τέλος του, το 1056, ο αυτοκράτορας Ερρίκος Γ΄ συναντήθηκε με τον πάπα Βίκτωρα Β΄ στην εκκλησία, τονίζοντας την ένωση της κοσμικής με την εκκλησιαστική εξουσία. Η καρδιά του τάφηκε στην πόλη του Γκόσλαρ και το σώμα του στην κρύπτη του Οίκου των Σαλίων, στον Καθεδρικό Ναό του Σπάιερ.[3][4]

Υπό τον Ερρίκο Δ΄ το Γκόσλαρ παρέμεινε κέντρο της Αυτοκρατορικής εξουσίας. Ωστόσο υπήρξαν έντονες συγκρούσεις, όπως οι βιαιοπραγίες στην Διαφορά Προτεραιότητας κατά την Πεντηκοστή του 1063. Ενώ ο Ερρίκος πάσχιζε να διασφαλίσει τον τεράστιο πλούτο, που απέρρεε από τα ορυχεία ασημιού του Ράμελσμπεργκ ως βασιλική ιδιοκτησία, η δυσαρέσκεια των τοπικών αρχόντων κλιμακώθηκε με την Εξέγερση των Σαξόνων το 1073-75. Στην επακόλουθη Μεγάλη Εξέγερση των Σαξόνων, οι πολίτες του Γκόσλαρ πήραν το μέρος του Ρούντολφ του Ράινφενλντεν, ο οποίος συγκάλεσε πριγκιπική συνέλευση εδώ το 1077, και του Χέρμαν του Ζαλμ, ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς του Γκόσλαρ από τον Αρχιεπίσκοπο Ζήγκρφηντ Α΄ του Μάιντς την 26η Δεκεμβρίου 1081.

Την άνοιξη του 1105 ο Ερρίκος Ε΄ στην πόλη Γκόσλαρ ζήτησε από τους Σάξονες υποστήριξη για την καθαίρεση του πατέρα του, Ερρίκου Δ΄. Εκλεγμένος βασιλιάς το επόμενο έτος, διοργάνωσε έξι Αυτοκρατορικές Δίαιτες στο Παλάτι του Γκόσλαρ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Η παράδοση υιοθετήθηκε από τον διάδοχό του, Λόθαριο Γ΄, και ακόμη από τους βασιλιάδες των Χοενστάουφεν, Κορράδο Γ' και Φρειδερίκο Α΄ Βαρβαρόσσα. Μετά την εκλογή του το 1152, ο βασιλιάς Φρειδερίκος Α΄ διόρισε τον Γουέλφο δούκα Ερρίκο τον Λέοντα ως αυτοκρατορικό vogt (δικαστικό επιμελητή) στα ορυχεία του Γκόσλαρ. Εντούτοις, ο δυσαρεστημένος δούκας πολιόρκησε την πόλη και το 1173 σε μια συνάντηση στην Τσιαβένα (Chiavenna) ζήτησε να πληρωθεί για την υποστήριξή του στις ιταλικές εκστρατείες του Βαρβαρόσσα με δικαιώματα ιδιοκτησίας σε κτήματα. Όταν ο Ερρίκος ο Λέων καθαιρέθηκε το 1180, κατέστρεψε τα ορυχεία του Ράμελσμπεργκ.

Η σημασία του Γκόσλαρ ως Αυτοκρατορική κατοικία άρχισε να μειώνεται υπό τη βασιλεία των απογόνων του Βαρβαρόσσα. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης για τον γερμανικό θρόνο, ο Γουέλφος βασιλιάς Όθων Δ΄ πολιόρκησε την πόλη το 1198, αλλά ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Χοενστάουφεν αντιπάλου του, Φίλιππου της Σουαβίας. Το 1206 το Γκόσλαρ πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε και πάλι από τα στρατεύματα του Όθωνα Δ΄. Ο Φρειδερίκος Β΄ πραγματοποίησε την τελευταία αυτοκρατορική Δίαιτα εδώ. Με τη Μεγάλη Μεσοβασιλεία μετά το τέλος του, το 1250, η Αυτοκρατορική εποχή του Γκόσλαρ τελείωσε.

Ενώ οι Αυτοκράτορες αποσύρονταν από τη Βόρεια Γερμανία, οι πολιτικές ελευθερίες στην πόλη Γκόσλαρ ενισχύθηκαν. Τα δικαιώματα αγοράς χρονολογούνται από το 1025, και ένα δημοτικό συμβούλιο (Rat) αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1219. Οι πολίτες κατέβαλαν προσπάθειες να πάρουν τον έλεγχο των ορυχείων ασημιού του Ράμελσμπεργκ και το 1267 προσχώρησαν στην Χανσεατική ένωση. Πέρα από τις εξορύξεις στο Άνω Χαρτς, εμπορεύονταν μπύρα του Γκόσε, και αργότερα σχιστόλιθο και βιτριόλες. Από το 1290 το συμβούλιο είχε αποκτήσει τα δικαιώματα του vogt, επικυρώνοντας την κατάσταση του Γκόσλαρ ως ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη. Το 1340 οι πολίτες της κατοχύρωσαν τα δικαιώματα της Χέερσιλντ (Heerschild, στρατιωτικής άμυνας) από τον αυτοκράτορα Λουδοβίκο Δ΄ της Βαυαρίας. Η αστική νομοθεσία του Γκόσλαρ αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς άλλους δήμους, όπως και η νομοθεσία του Γκόσλαρ περί εξόρυξης μεταλλευμάτων του 1359.[3][4]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Alle politisch selbständigen Gemeinden mit ausgewählten Merkmalen am 31.12.2022». (Γερμανικά) register of German municipalities (2022). Federal Statistical Office. 21  Σεπτεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 7  Οκτωβρίου 2023.
  2. Lothar Klappauf: Zur Archäologie des Harzes. In: Berichte zur Denkmalpflege in Niedersachsen. Veröffentlichung des Niedersächsischen Landesverwaltungsamtes – Institut für Denkmalpflege, Hannover. Heft 4/1992.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 1948-, Hauptmeyer, Carl-Hans,· Jürgen., Rund, (2001). Goslar und die Stadtgeschichte : Forschungen und Perspektiven 1399-1999. Bielefeld: Verlag für Regionalgeschichte. ISBN 3895343498. 47767635. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Werner., Gottschalk, (2000). Chronik der Stadt Goslar : 919-1919 : unter Einbeziehung des Reichs- bzw. Landesgeschehens und des Umlandes der Stadt / 2 1802-1871. Goslar: Brumby. ISBN 3934231209. 643437533.