Βουλευτής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Βουλευτής (θηλυκό: βουλευτής, βουλευτίς, βουλευτίνα, βουλεύτρια) ονομάζεται ο εκπρόσωπος των ψηφοφόρων μιας χώρας που έχει εκλεχθεί για να την εκπροσωπήσει στο Κοινοβούλιο για ένα χρονικό διάστημα. Σε πολλές χώρες που έχουν άνω και κάτω βουλή, η λέξη βουλευτής περιγράφει τα μέλη της κάτω βουλής επειδή τα μέλη της άνω βουλής έχουν άλλο τίτλο (π.χ. γερουσιαστής για την άνω βουλή και βουλευτής για την κάτω βουλή).

Τα μέλη των κοινοβουλίων συνήθως σχηματίζουν ομάδες. Κάθε μία από αυτές τις ομάδες απαρτίζεται από βουλευτές προερχόμενους από το ίδιο πολιτικό κόμμα. Σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ο βουλευτής έχει ζωτικό ρόλο στην ψήφιση νόμων, ειδικά για κρατικούς νόμους και πολιτικά δικαιώματα.

Βουλευτής εκλέγεται το άτομο ή τα άτομα με τις περισσότερες ψήφους σε μια εκλογική περιφέρεια, εφόσον μια εκλογική περιφέρεια δίνει πάνω από μια έδρα. Εάν δεν έχει αντίπαλο υποψήφιο εκλέγεται κανονικά. Οι περισσότεροι βουλευτές ανήκουν σε κόμμα, ωστόσο εάν κάποιος βουλευτής δεν κερδίσει το χρίσμα κάποιου κόμματος, παραιτηθεί από το κόμμα ή δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα, τότε είναι ανεξάρτητος. Σε ορισμένες χώρες (π.χ. Κουβέιτ), οι περισσότεροι βουλευτές είναι ανεξάρτητοι.

Η λέξη βουλευτής προέρχεται από το ρήμα βουλεύομαι της αρχαίας ελληνικής, που σημαίνει αποφασίζω.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βουλευτές μπορούν να εκπροσωπούν τη περιοχή τους σε ένα εθνικό κοινοβούλιο, ή (συνήθως σε ομοσπονδιακά κράτη), την περιοχή τους σε ένα κρατιδιακό κοινοβούλιο. Τα μέλη του κοινοβουλίου εκλέγονται με δημοκρατικό τρόπο, αλλά σε αυταρχικά κράτη έχουν υπάρξει και περιπτώσεις όπου εκλέγονται από στημένες εκλογές. Ωστόσο, το επίπεδο ανεξαρτησίας και δημοκρατίας στα κοινοβούλια, και επομένως των βουλευτών, δεν είναι πάντα το ίδιο. Σε κάποιες χώρες, όπως στο Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο της Κίνας αλλά και κοινοβούλια κομμουνιστικών χωρών στο παρελθόν (και άλλα αυταρχικά κράτη), οι βουλευτές κατά κύριο λόγο επικυρώνουν αποφάσεις της κυβέρνησης. Σε κομμουνιστικά κράτη τα κόμματα έχουν κάποιο είδος σχέσης με το κυβερνών κόμμα (π.χ. στην Κίνα αναγνωρίζουν τον ηγετικό ρόλο του ΚΚΚ) και οι βουλευτές απλά διορίζονται.

Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να αναλάβουν έδρα χωρίς εκλογή αν είναι επιλαχόντες και ο εκλεγμένος υποψήφιος χάνει την έδρα του για σοβαρό λόγο πριν την εκλογή (π.χ. θάνατος βουλευτή, παραίτηση βουλευτή, ακύρωση της εκλογής του από ειδικό δικαστήριο). Στην Ελλάδα τότε αναλαμβάνει βουλευτής ο επιλαχών υποψήφιος από το ίδιο κόμμα.[1]

Στις περισσότερες πολιτείες, οι βουλευτές απολαμβάνουν βουλευτική ασυλία. Με άλλα λόγια, δεν υπόκεινται σε ποινική δίωξη, εκτός εάν το Κοινοβούλιο κινήσει διαδικασία άρσης της ασυλίας. Λόγω της αρχής της αποζημίωσης, δεν μπορούν, καταρχήν, να θεωρηθούν υπεύθυνοι εκτός κοινοβουλίου για δηλώσεις που έγιναν στο κοινοβούλιο. Συνήθως λαμβάνουν κοινοβουλευτικό επίδομα.

Στην Ελλάδα οι βουλευτές ορκίζονται πριν αναλάβουν την κοινοβουλευτική θητεία, εμπρός από τον πρόεδρο της βουλής. Οι βουλευτές βάζουν το χέρι τους στο Ευαγγέλιο, αν και οι βουλευτές άλλων θρησκειών βάζουν το χέρι τους στο ιερό βιβλίο της θρησκείας τους, π.χ. οι μουσουλμάνοι βουλευτές βάζουν το χέρι τους στο Κοράνι για την ίδια διαδικασία. Η ορκωμοσία λαμβάνει χώρα λίγες μέρες μετά τις εκλογές.

Οι χώρες του κόσμου χρησιμοποιούν πολλά κοινοβουλευτικά συστήματα. Οι περισσότερες πρώην βρετανικές αποικίες εφαρμόζουν το σύστημα του Ουεστμίνστερ, ένα δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης εμπνευσμένο από την πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ονομασία του συστήματος προέρχεται από το παλάτι του Ουεστμίνστερ, την έδρα του βρετανικού κοινοβουλίου.

Στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα οι βουλευτές εκλέγονται από τους πολίτες που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν. Ο λαός καλείται κάθε τέσσερα χρόνια να εκλέξει 300 βουλευτές, που θα τον εκπροσωπήσουν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ένας βουλευτής μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να παραιτηθεί από τη θέση του, η οποία αναπληρώνεται από κάποιον άλλο βουλευτή του ιδίου κόμματος.

Προϋποθέσεις για να εκλεγεί κάποιος βουλευτής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να εκλεγεί ένα άτομο βουλευτής, θα πρέπει να πληρεί κάποιο όριο ηλικίας για να εκλεγεί. Συνήθως αυτό το όριο είναι μεταξύ των 18 και των 30 ετών, ενώ στην Ελλάδα αυτό το όριο είναι τα 25 έτη.[1] Για σύγκριση αυτό το ηλικιακό όριο εκλογής στη Γερμανία είναι τα 18 έτη.[2] Ένα άτομο δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής εάν εμπίπτει σε κάποιο από τα λεγόμενα κωλύματα εκλογιμότητας.

Στην Ελλάδα, αυτά τα κωλύματα περιλαμβάνουν άτομα που ανήκουν σε συγκεκριμένα επαγγέλματα (π.χ. πολιτικοί υπάλληλοι, εκλεγμένα πρόσωπα σε άλλα αξιώματα όπως οι περιφερειάρχες, στρατιωτικοί μέχρι να λήξει η θητεία τους και το υποχρεώνει ο νόμος). Τα άτομα που ανήκουν σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι, άτομα σε διευθυντικά πόστα, πρέπει να παραιτηθούν για να θέσουν υποψηφιότητα.

Τα άτομα που εργάστηκαν ως γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων, γενικών γραμματειών ή περιφερειών, άτομα που είναι μέλη ανεξαρτήτων αρχών, οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, τα διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και άλλα επαγγέλματα, εφόσον άσκησαν το επάγγελμα τους το ενάμισι έτος πριν τη λήξη της βουλευτικής περιόδου, δεν μπορούν να εκλεγούν βουλευτές στην περιοχή κατοικίας τους (τοπικό κώλυμα). Επίσης τα άτομα για τα οποία ισχύει σχετική δικαστική απόφαση δεν μπορούν να εκλεγούν βουλευτές.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Βουλευτές». www.hellenicparliament.gr. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2021. 
  2. «Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο - Βουλευτές». Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2021.