Πρωτεύοντα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 199: Γραμμή 199:


Στην Κεντρική και Νότια Αμερική, η τμηματοποίηση των δασών και το κυνήγι αποτελούν τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί των πρωτευόντων. Πολλές μεγάλες δασικές εκτάσεις έχουν πλέον εξαφανιστεί από την Κεντρική Αμερική.<ref name="Chapman" /><ref>{{cite journal |author=Estrada, A., Coates-Estrada, R. & Meritt, D. |year=1994 |title=Non-flying mammals and landscape changes in the tropical forest region of Los Tuxtlas, Mexico |journal=Ecography |volume=17 |pages=229–241 |doi=10.1111/j.1600-0587.1994.tb00098.x}}</ref> Κατά συνέπεια όλο και περισσότερες δασικές περιοχές αντιμετωπίζουν το [[φαινόμενο παρυφών]] (edge effect) με καταστροφή για τη δημιουργία γεωργικών εκτάσεων, χαμηλότερων επιπέδων υγρασίας, και αλλαγή στη χλωρίδα των συστημάτων.<ref>{{cite book |author=Marsh, L. K. |year=2003 |chapter=The nature of fragmentation. |title=Primates in Fragments: Ecology and Conservation |editor=Marsh, L. K. |location=New York |publisher=[[Kluwer Academic]]/[[Plenum Publishers]] |pages=1–10 |isbn=0306476967}}</ref><ref>{{cite journal |author=Turner, I. M. |year=1996 |title=Species loss in fragments of tropical rain forest: a review of the evidence |journal=Journal of Applied Ecology |volume=33 |pages=200–209 |doi=10.2307/2404743 |issue=2 |url=http://jstor.org/stable/2404743}}</ref> Ο αυξανόμενος γεωγραφικός περιορισμός των οικοσυστημάτων οδηγεί στην αύξηση των συγγενομιξίων μεταξύ των ειδών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη σημαντική μείωση του πληθυσμού μίας ομάδας ζώων λόγω του [[φαινόμενο της γενετικής στενωπού|φαινομένου της γενετικής στενωπού]] (population bottleneck).<ref>{{cite book |author=Chiarello, A.G. |year=2003 |chapter=Primates of the Brazilian Atlantic forest: the influence of forest fragmentation on survival |title=Primates in Fragments: Ecology and Conservation |editor=Marsh, L. K. |location=New York |publisher=Kluwer Academic/Plenum Publishers |pages=99–121 |isbn=9780306476969}}</ref><ref>{{cite book |author=Pope, T.R. |year=1996 |chapter=Socioecology, population fragmentation, and patterns of genetic loss in endangered primates |title=Conservation Genetics: Case Histories from Nature |editor=Avise, J. & Hamrick, J. |location=Norwell |publisher=Kluwer Academic Publishers |pages=119–159 |isbn=9780412055812}}</ref>
Στην Κεντρική και Νότια Αμερική, η τμηματοποίηση των δασών και το κυνήγι αποτελούν τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί των πρωτευόντων. Πολλές μεγάλες δασικές εκτάσεις έχουν πλέον εξαφανιστεί από την Κεντρική Αμερική.<ref name="Chapman" /><ref>{{cite journal |author=Estrada, A., Coates-Estrada, R. & Meritt, D. |year=1994 |title=Non-flying mammals and landscape changes in the tropical forest region of Los Tuxtlas, Mexico |journal=Ecography |volume=17 |pages=229–241 |doi=10.1111/j.1600-0587.1994.tb00098.x}}</ref> Κατά συνέπεια όλο και περισσότερες δασικές περιοχές αντιμετωπίζουν το [[φαινόμενο παρυφών]] (edge effect) με καταστροφή για τη δημιουργία γεωργικών εκτάσεων, χαμηλότερων επιπέδων υγρασίας, και αλλαγή στη χλωρίδα των συστημάτων.<ref>{{cite book |author=Marsh, L. K. |year=2003 |chapter=The nature of fragmentation. |title=Primates in Fragments: Ecology and Conservation |editor=Marsh, L. K. |location=New York |publisher=[[Kluwer Academic]]/[[Plenum Publishers]] |pages=1–10 |isbn=0306476967}}</ref><ref>{{cite journal |author=Turner, I. M. |year=1996 |title=Species loss in fragments of tropical rain forest: a review of the evidence |journal=Journal of Applied Ecology |volume=33 |pages=200–209 |doi=10.2307/2404743 |issue=2 |url=http://jstor.org/stable/2404743}}</ref> Ο αυξανόμενος γεωγραφικός περιορισμός των οικοσυστημάτων οδηγεί στην αύξηση των συγγενομιξίων μεταξύ των ειδών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη σημαντική μείωση του πληθυσμού μίας ομάδας ζώων λόγω του [[φαινόμενο της γενετικής στενωπού|φαινομένου της γενετικής στενωπού]] (population bottleneck).<ref>{{cite book |author=Chiarello, A.G. |year=2003 |chapter=Primates of the Brazilian Atlantic forest: the influence of forest fragmentation on survival |title=Primates in Fragments: Ecology and Conservation |editor=Marsh, L. K. |location=New York |publisher=Kluwer Academic/Plenum Publishers |pages=99–121 |isbn=9780306476969}}</ref><ref>{{cite book |author=Pope, T.R. |year=1996 |chapter=Socioecology, population fragmentation, and patterns of genetic loss in endangered primates |title=Conservation Genetics: Case Histories from Nature |editor=Avise, J. & Hamrick, J. |location=Norwell |publisher=Kluwer Academic Publishers |pages=119–159 |isbn=9780412055812}}</ref>

Υπάρχουν 21 πρωτεύοντα υπό κρίσιμη απειλή εξαφάνισης, 7 εκ των οποίων εμφανίζονται και στον κατάλογο της [[IUCN]], "[[Τα 25 Πιο Απειλούμενα Πρωτεύοντα]]": o [[Propithecus candidus]], o [[Trachypithecus delacouri]], o [[Trachypithecus poliocephalus]], o [[Pygathrix cinerea]], o [[Rhinopithecus avunculus]], o [[Gorilla gorilla diehli]] και ο [[Pongo abelii]] (Ουρακοτάγκος της Σουμάτρα).<ref>{{cite journal | editor1-last = Mittermeier | editor1-first = R.A. | editor2-last = Wallis | editor2-first = J. | editor3-last = Rylands | editor3-first = A.B. | editor4-last = Ganzhorn | editor4-first = J.U. | editor-last = Oates | editor5-first = J.F. | editor2-link = Williamson | editor6-first = E.A. | editor7-last = Palacios | editor7-first = E. | editor8-last = Heymann | editor8-first = E.W. | editor9-last = Kierulff | editor9-first = M.C.M. | editor1-link = Long Yongcheng | editor11-last = Supriatna | editor11-first = J. | editor12-last = Roos | editor12-first = C. | editor3-link = Walker | editor13-first = S. | editor4-link = Cortés-Ortiz | editor14-first = L. | editor15-last = Schwitzer | editor15-first = C. | others = Illustrated by S.D. Nash | editor-link = Russell Mittermeier | year = 2009 | title = Primates in Peril: The World's 25 Most Endangered Primates 2008–2010 | publisher = IUCN/SSC Primate Specialist Group (PSG), International Primatological Society (IPS), and Conservation International (CI) | location = Arlington, VA. | pages = 23–26 | isbn = 978-1-934151-34-1 | url = http://www.primate-sg.org/PDF/Primates.in.Peril.2008-2010.pdf | format = PDF}}</ref> Ο [[Piliocolobus badius waldronae]] κηρύχθηκε πρόσφατα εξαφανισμένο είδος, καθώς δεν εντοπίστηκε κανένα ίχνος του υποείδους του το διάστημα 1993 με 1999.<ref>{{cite journal | author=Oates, J. F., Abedi-Lartey, M., McGraw, W. S., Struhsaker, T. T. & Whitesides, G. H. | title=Extinction of a West African Red Colobus Monkey | journal=The Journal of the Society for Conservation Biology | year=2000 | volume=14 | issue=5 | doi=10.1046/j.1523-1739.2000.99230.x | pages=1526}}</ref> Έκτοτε ορισμένοι κυνηγοί έχουν βρει και σκοτώσει μερικά άτομα του πληθυσμού, αλλά οι πιθανότητες ανάκαμψης του πληθυσμού και επιβίωσης του είδους είναι μηδαμινές.<ref>{{cite journal |title=Update on the Search for Miss Waldron’s Red Colobus Monkey |author=McGraw, W. S. |journal=International Journal of Primatology |volume=26 |issue=3 |year=2005 |pages=605–619 |doi=10.1007/s10764-005-4368-9}}</ref>


== Σημειώσεις ==
== Σημειώσεις ==

Έκδοση από την 14:55, 30 Δεκεμβρίου 2010

Πρωτεύοντα[1]
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
ύστερη Παλαιόκαινος - σήμερα
Papio anubis
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Ανθυφομοταξία: Ευθήρια (Eutheria)
Υπερτάξη: Ευαρχοντομυωξοί (Euarchontoglires)
Τάξη: Πρωτεύοντα (Primates)
Linnaeus, 1758

Εύρος των πρωτευόντων πλην του ανθρώπου (πράσινο)
Οικογένειες

Πρωτεύον ονομάζεται κάθε μέλος της βιολογικής τάξης Πρωτεύοντα (Primates), της ομάδας που περιλαμβάνει τους προσιμιίδες (στις οποίες συγκαταλέγονται οι λεμούριοι, οι λόρις, οι γαλάγοι και οι ταρσίοι) και τους σιμιίδες (μαϊμούδες και πίθηκοι).[2] Με εξαίρεση τους ανθρώπους, οι οποίοι κατοικούν σε όλες τις ηπείρους της Γης,[α] τα περισσότερα πρωτεύοντα ζουν σε τροπικές ή υποτροπικές περιοχές της Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας.[3] Ορισμένα από τα πρωτεύοντα που έχουν ελλείψει ήταν ο Αρχαιοΐντρις (ένας λεμούριος μεγαλύτερος από τον ασημόραχο γορίλα) και οι οικογένειες Παλαιοπροπιθηκίδες και Αρχαιολεμουρίδες.[3] Τα πρωτεύοντα ποικίλουν σε μέγεθος, από τον λεμούριο ποντικό της Μαντάμ Μπερθ των 30 γραμμαρίων, μέχρι τον Ορεινό Γορίλα των 200 κιλών. Σύμφωνα με απολιθώματα που έχουν εντοπιστεί, πρόγονοι των πρωτευόντων πιθανότατα έζησαν 65 εκατομμύρια χρόνια πριν κατά την ύστερη Κρητιδική περίοδο. Το παλαιότερο γνωστό πρωτεύον που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα ήταν ο Πλησιαδάπης που έζησε 55-58 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την ύστερη Παλαιόκαινο εποχή.[4] Έρευνες πάνω στο μοριακό ρολόι, υποδεικνύουν πως ο διαχωρισμός των πρωτευόντων ίσως έγινε πολύ παλαιότερα, πιθανότατα κατά τη μέση-Κρητιδική, 85 εκατομμύρια χρόνια πριν.[4]

Τα Πρωτεύοντα παραδοσιακά χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες: τους προσιμιίδες και τους σιμιίδες. Οι προσιμιίδες έχουν χαρακτηριστικά όμοια με αυτά των πρώιμων πρωτευόντων, και περιλαμβάνουν τους λεμούριους της Μαδαγασκάρης, τα λορισίμορφα, και τους τάρσιους. Οι σιμιίδες περιλαμβάνουν τις μαϊμούδες και τους πιθήκους. Πιο πρόσφατα, οι ταξινομιστές δημιούργησαν την υποτάξη Στρεψίρρινοι για να συμπεριλάβουν όλους τους προσιμιίδες πλην των τάρσιων, και την υποτάξη Απλόρρινοι στους οποίους ταξινόμησαν τους τάρσιους και τους σιμιίδες. Οι σιμιίδες διαιρούνται περαιτέρω σε δύο ομάδες: τους πλατύρρινους (ή μαϊμούδες Νέου Κόσμου) της Νότια και Κεντρικής Αμερικής, και τους κατάρρινους στους οποίους ανήκουν τα κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου) και τα ανθρωποειδή (πίθηκοι) της Αφρικής και της Ασίας. Οι πλατύρρινοι ή μαϊμούδες Νέου Κόσμου περιλαμβάνουν τον καπουτσίνο, και τη σκίουρο μαϊμού, και οι κατάρρινοι περιλαμβάνουν τα κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου) (όπως είναι ο μπαμπουίνος και ο μακάκος) και τα ανθρωποειδή (όλοι οι πίθηκοι). Οι άνθρωποι είναι οι μόνοι κατάρρινοι που έχουν εξαπλωθεί επιτυχώς έξω από την Αφρική, την Νότια και Ανατολική Ασία, αν και παλαιοντολογικά στοιχεία (απολιθώματα), δείχνουν πως πολλά είδη έζησαν κάποια στιγμή στην Ευρώπη.

Όντας ευπροσάρμοστα θηλαστικά, τα πρωτεύοντα παρουσιάζουν ένα μεγάλο εύρος χαρακτηριστικών. Ορισμένα πρωτεύοντα (όπως οι μεγάλοι πίθηκοι και οι μπαμπουίνοι) δεν είναι δενδρόβια, αλλά όλα τα είδη κατέχουν ανατομικά χαρακτηριστικά που τα διευκολύνουν στην αναρρίχηση δέντρων. Μεταξύ των διαφόρων τρόπων κίνησης των πρωτευόντων, περιλαμβάνεται το πήδημα από δέντρο σε δέντρο, το περπάτημα στα δύο ή στα τέσσερα άκρα, το περπάτημα στηριζόμενο στις αρθρώσεις των δακτύλων, ή οι ταλαντεύσεις στα κλαδιά των δέντρων. Τα πρωτεύοντα χαρακτηρίζονται από το μεγάλο μέγεθος των εγκεφάλων τους, συγκριτικά με τα άλλα θηλαστικά, καθώς επίσης και από την ιδιαίτερη χρήση της στερεοσκοπικής όρασης με τίμημα την χειροτέρευση της όσφρησης τους, την κυρίαρχη αίσθηση στα περισσότερα θηλαστικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι περισσότερο εμφανή στις μαϊμούδες και τους πιθήκους, και λιγότερο προφανή στους λόρις και τους λεμούριους. Ορισμένα πρωτεύοντα έχουν αναπτύξει τριχρωματική όραση, ενώ τα περισσότερα πρωτεύοντα έχουν αντιτάξιμους αντίχειρες και συλληπτήριες ουρές. Πολλά είδη είναι φυλετικά διμορφικά, γεγονός που σημαίνει πως τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, όπως μάζα σώματος, μέγεθος κυνοδόντων, και χρώμα δέρματος-τριχώματος. Τα πρωτεύοντα έχουν μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης από άλλα θηλαστικά ίδιου μεγέθους, και αργούν να ωριμάσουν, αλλά έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Μερικά ζουν μοναχικά, άλλα σε ζευγάρια των δύο φύλων, ενώ άλλα σε ομάδες μέχρι εκατό ατόμων.

Εξελικτική ιστορία

Ευαρχοντομυωξοί  
Μυωξοί 

Τρωκτικά



Λαγόμορφα (λαγοί, κουνέλια)



 Ευάρχοντα 

Δενδρομυγαλές


Πρωτευόμορφα

Δερμόπτερα




Πλησιαδαπίμορφα



Πρωτεύοντα






Η τάξη των Πρωτευόντων είμαι τμήμα του κλάδου Ευαρχοντομυωξοί, ο οποίος ανήκει στον κλάδο Ευθήρια, μέρος της ομοταξίας των Θηλαστικών. Πρόσφατη μοριακή γενετική έρευνα στα πρωτεύοντα, τα δερμόπτερα και τις δενδρομυγαλές έδειξε πως τα δερμόπτερα συγγενεύουν περισσότερο με τα πρωτεύοντα απ' ότι με τις δενδρομυγαλές,[5] παρόλο που τα τελευταία θεωρούνταν για ένα διάστημα στο παρελθόν μέλη των πρωτευόντων.[6] Αυτές οι τρεις τάξεις σχηματίζουν τον κλάδο των Ευάρχοντων. Ο κλάδος ολοκληρώνεται με τους Μυωξούς (ο οποίος περιλαμβάνει τα Τρωκτικά και τα Λαγόμορφα) σχηματίζοντας τον κλάδο των Ευαρχοντομυωξών. Τα Ευάρχοντα και οι Ευαρχοντομυωξοί αποκαλούνται μερικές φορές υπερτάξεις. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν τα Δερμόπτερα υποτάξη των Πρωτευόντων και αποκαλούν την υπόταξη με τα "πραγματικά" πρωτεύοντα Ευπρωτεύοντα.[7]

Εξέλιξη

Η εξελικτική πορεία των πρωτευόντων εκτιμάται πως άρχισε 65 εκατομμύρια χρόνια πριν,[8] παρόλο που το παλαιότερο γνωστό πρωτεύον, ο Πλησιαδάπης, (π. 55–58 εκ. χρόνια πριν) έζησε κατά την Ύστερη Παλαιόκαινο.[9][10] Άλλες έρευνες, όπως αυτές στο μοριακό ρολόι των πρωτευόντων, υποστηρίζουν πως ο κλάδος των πρωτευόντων εμφανίστηκε 85 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά τη Μέση Κρητιδική.[11][12][13]

Σύμφωνα με τη σύγχρονη κλαδιστική, η τάξη των Πρωτευόντων είναι μονοφυλετική. Η υποτάξη Στρεψίρρινοι, πιστεύεται πως διαχωρίστηκε από την πρωτόγονη εξελικτική πορεία των Πρωτευόντων 63 εκατομμύρια χρόνια πριν,[14] παρόλο που παλαιότερες χρονολογίες έχουν επίσης προταθεί.[15] Από τις επτά οικογένειες των στρεψίρρινων, οι πέντε συσχετίζονται με τους λεμούριους, ενώ οι δύο οικογένειες που απομένουν περιλαμβάνουν τις λορισίδες και τους γαλάγους.[1][16] Παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τοποθετούσαν τους Λεπιλεμουρίδες στους Λεμουρίδες και τους Γαλαγίδες στους Λορισίδες, δημιουργώντας έτσι μία διαίρεση τρία-δύο των οικογενειών σε αντίθεση με τη διαίρεση πέντε-δύο που παρουσιάζεται εδώ.[1] Κατά την Ηώκαινο, στις περισσότερες βόρειες ηπείρους κυριαρχούσαν δύο ομάδες, τα αδαπίμορφα και οι ομομυΐδες.[17][18] Τα πρώτα θεωρούνται μέλη των Στρεψίρρινων, αλλά δεν έχουν κτενωτά δόντια (toothcomb) όπως οι σύγχρονοι λεμούριοι (πρόσφατες έρευνες ταξινομούν τον Darwinius masillae σε αυτή την ομάδα).[19] Τα τελευταία συσχετίζονται στενά με τους τάρσιους, τις μαϊμούδες και τους πιθήκους. Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο πως συνδέονται αυτές οι δύο ομάδες με τα σωζόμενα πρωτεύοντα. Οι Ομομυΐδες εξαφανίστηκαν περίπου 30 εκατομμύρια χρόνια πριν,[18] ενώ οι Αδαπίδες επιβίωσαν μέχρι περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια πριν.[20]

Λεμούριος με δακτυλιδωτή ουρά, ένα στρεψίρρινο πρωτεύον.

Σύμφωνα με γενετικές έρευνες, οι λεμούριοι της Μαδαγασκάρης διαχωρίστηκαν από τον κλάδο των λορισίμορφων περίπου 75 εκατομμύρια χρόνια πριν.[15] Οι συγκεκριμένες έρευνες, όπως επίσης και χρωμοσωματικά και μοριακά στοιχεία, υποδεικνύουν πως οι λεμούριοι συγγενεύουν πολύ περισσότερο μεταξύ τους συγκριτικά με τις συγγένειες που εμφανίζονται μεταξύ άλλων στρεψίρρινων πρωτευόντων.[15][21] Ωστόσο, η Μαδαγασκάρη αποκόπηκε από την Αφρική 160 εκατομμύρια χρόνια πριν, και από την Ινδία 90 εκατομμύρια χρόνια πριν.[22] Πιθανόν η στενή συγγένεια που εμφανίζεται μέσα στις ομάδες των λεμούριων οφείλεται στη μετακίνηση μικρού πρωτόγονου πληθυσμού στη Μαδαγασκάρη μέσω φυσικής σχεδίας περίπου 50 με 80 εκατομμύρια χρόνια πριν.[15][21][22] Άλλες υποθέσεις κάνουν αναφορά για πολλαπλές, συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών από την Αφρική και την Ινδία, αλλά καμία δεν υποστηρίζεται με γονιδιακά και μοριακά στοιχεία.[17]

Μέχρι πρότινος ήταν δύσκολο να ταξινομηθούν τα Άι-Άι μέσα στην ομάδα των Στρεψίρρινων.[1] Παρόλα αυτά οι επικρατούσες θεωρίες υποστηρίζουν πως η οικογένεια τους, η Δωβεντονιίδες, ήταν είτε λεμουριόμορφα πρωτεύοντα (γεγονός που σημαίνει πως οι πρόγονοι τους διαιρέθηκαν από τον κλάδο την λεμούριων πριν τον διαχωρισμό λεμούριων με λόρις), είτε μία ξεχωριστή, αδελφική ομάδα των στρεψίρρινων. Το 2008, επιβεβαιώθηκε πως η οικογένεια των Άι-Άι (Δωβεντονιίδες) συγγενεύει περισσότερο με τους Μαλαγάσιους λεμούριους, έχοντας πιθανόν διαιρεθεί από κάποιον πρωτόγονο πληθυσμό που κατοικούσε στο νησί.[15]

Η υποτάξη Απλόρρινοι, αποτελείται από δύο αδελφικούς κλάδους.[1] Τους προσιμιίδες τάρσιους της οικογένειας Ταρσιίδες (μονοτυπική στην ανθυποτάξη Ταρσιίμορφα), που αποτελούν την παλαιότερη διαίρεση που συνέβη περίπου 58 εκατομμύρια χρόνια πριν.[23][24] Και την ανθυποτάξη Σιμιίμορφα που προέκυψε 40 εκατομμύρια χρόνια πριν[18] και απελείται επίσης από δύο κλάδους: τη μικροτάξη Πλατύρρινοι ή οποία αναπτύχθηκε στην Νότια Αμερική και γι' αυτό τα μέλη της αποκαλούνται συχνά μαϊμούδες του Νέου Κόσμου, και τη μικροτάξη Κατάρρινοι που αναπτύχθηκε στην Αφρική και περιλαμβάνει τα Κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου) και τα Ανθρωποειδή (πίθηκοι, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος).[1] Ένας τρίτος κλάδος των Απλόρρινων, ο οποίος περιλαμβάνει τις ηωσιμιίδες, εξελίχτηκε στην Ασία αλλά αφανίστηκε πολλά εκατομμύρια χρόνια πριν.[25]

Όπως και στους λεμούριους, έτσι και η καταγωγή των Πλατύρρινων (μαϊμούδες Νέου Κόσμου) δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη. Έρευνες πάνω σε συνενωμένες μοριακές αλληλουχίες εκτιμούν πως η απόκλιση πλατύρρινων και κατάρρινων συνέβη κάποια στιγμή το διάστημα 33 με 70 εκατομμύρια χρόνια πριν, ενώ έρευνες πάνω σε μιτοχονδριακές αλληλουχίες υποστηρίζουν πως η διαίρεση έγινε το διάστημα 35 με 43 εκατομμύρια χρόνια πριν.[4][26] Έχει αποδειχτεί πως όλοι οι σιμιίδες έχουν κοινή καταγωγή στην Αφρική, και στη συνέχεια οι πληθυσμοί τους μετακινήθηκαν και συνέβη ειδογένεση.[17] Είναι πιθανόν όλοι οι σιμιίδες να διέσχισαν τον Ατλαντικό ωκεανό κατά την Ηώκαινο εποχή. Η Μέσο-Ατλαντική Ράχη και η χαμηλή στάθμη της θάλασσας, διευκόλυναν τη μετακίνηση τους προς τη Νότιο Αμερική πιθανόν διασχίζοντας σταδιακά τα ποικίλα νησιά που είχαν δημιουργηθεί.[17] Και σε αυτή την περίπτωση, ένα περιστατικό φυσικής σχεδίας θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τον υπερωκεάνιο αποικισμό. Χάρη στη μετατόπιση των ηπείρων, ο νεοσύστατος Ατλαντικός Ωκεανός ήταν λιγότερο πλατύς απ' ότι είναι σήμερα,[17] και ερευνητές υποστηρίζουν πως ένα μικρό πρωτεύον ενός κιλού θα μπορούσε να επιβιώσει τουλάχιστον 13 μέρες σε μία φυσική σχεδία με βλάστηση.[27] Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, που αφορούν κυρίως τα θαλάσσια ρεύματα και την ταχύτητα των ανέμων, αυτό το διάστημα είναι λογικό για να πραγματοποιηθεί η διάσχιση του ωκεανού μεταξύ των δύο ηπείρων.

Αυτοκρατορικός Ταμαρίνος, μία μαϊμού του Νέου Κόσμου (κερκοπιθηκοειδή).

Η εξάπλωση των πιθήκων και των μαϊμούδων από την Αφρική στην Ευρώπη και την Ασία άρχισε κατά τη Μειόκαινο εποχή.[28] Λίγο αργότερα, οι λόρις και οι τάρσιοι ακολούθησαν την ίδια πορεία. Τα πρώτα απολιθώματα ανθρωπίδων έχουν εντοπιστεί στη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και χρονολογούνται στα 5-8 εκατομμύρια χρόνια πριν.[18] Τα κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου) εξαφανίστηκαν από την Ευρώπη περίπου 1,8 εκατομμύρια χρόνια πριν.[29] Σύμφωνα με έρευνες σε μοριακό υλικό και απολιθώματα οι σύγχρονοι άνθρωποι εμφανίστηκαν στην Αφρική 100-200 χιλιάδες χρόνια πριν.[30]

Παρόλο που η τάξη των πρωτευόντων έχει μελετηθεί αρκετά καλά συγκριτικά με άλλες ομάδες ζώων, πολλά νέα είδη ανακαλύφθηκαν πρόσφατα και ορισμένοι πληθυσμοί ύστερα από γενετικούς ελέγχους και έρευνες αποδείχτηκε πως ήταν τελείως άγνωστοι πριν την ανακάλυψη τους. Η Ταξινομία των Πρωτευόντων περιελάμβανε περίπου 350 είδη πρωτευόντων το 2001,[31] αλλά ο συγγραφέας Κόλιν Γκρόουβς αύξησε τον αριθμό σε 376 στην τρίτη έκδοση του έργου του Mammal Species of the World (MSW3).[1] Παρόλα αυτά, ο κατάλογος στο συγκεκριμένο έργο έγινε βάσει των δεδομένων του 2003. Έκτοτε μία σειρά εκδόσεων έχει αυξήσει τον αριθμό στα 424 είδη, ή 658 είδη συμπεριλαμβανομένων και των υποείδων.[32]

Ταξινόμηση των ζώντων πρωτευόντων

Σκίτσο του 1927 που παρουσιάζει έναν χιμπαντζή, έναν γίββωνα (πάνω δεξιά) και δύο ουρακοτάγκους (κέντρο και κέντρο κάτω). Ο χιμπαντζής πάνω αριστερά ταλαντεύεται από δέντρο σε δέντρο, ενώ ο ουρακοτάγκος, κέντρο κάτω, περπατάει στις αρθρώσεις των δαχτύλων.
Ο Homo sapiens, μέλος της τάξης των Πρωτευόντων.

Οι διάφορες οικογένειες των πρωτευόντων ταξινομούνται ως εξής:[1][16][32]

  • Τάξη Πρωτεύοντα
Ο Φιλιππινεζικός Τάρσιος, παλαιότερα ταξινομούταν στους προσιμιίδες, αλλά με το επικρατές σύστημα ταξινόμησης θεωρείται απλόρρινος.

Η τάξη Πρωτεύοντα καθιερώθηκε το 1758 από τον Κάρολο Λινναίο, στην δέκατη έκδοση του βιβλίου του Systema Naturae,[33]και σύμφωνα με τον Λινναίο αποτελούνταν από τέσσερα γένη, τα οποία ονόμασε Άνθρωπος (Homo, άνθρωποι), Σίμια (Simia, υπόλοιποι πίθηκοι και μαϊμούδες), Λεμούριος (Lemur, προσιμιίδες) και Νυχτερίδα (Vespertilio, νυχτερίδες). Στην πρώτη έκδοση του ίδιου βιβλίου (1735), είχε χρησιμοποιήσει τον όρο Ανθρωπόμορφα (Anthropomorpha) αντί του όρου Πρωτευόντα, για να περιγράψει τα γένη Άνθρωποι (Homo), Σίμια και Βραδύπους, τον οποίο απέρριψε στη δέκατη έκδοση.[34] Το 1839, ο ζωολόγος Henri Marie Ducrotay de Blainville, ακολουθώντας την πορεία του Λινναίου και μιμούμενος την ονοματολογία του, καθιέρωσε τις τάξεις Secundates (συμπεριλαμβανομένων των υποτάξεων Χειρόπτερα (Chiroptera), Εντομοφάγα (Insectivora) και Σαρκοφάγα (Carnivora)), TertiatesΜυωξοί (Glires)) και Quaternates (συμπεριλαμβανομένων των υποτάξεων Gravigrada, Παχυδέρματα (Pachydermata) και Μηρυκαστικά (Ruminantia)),[35] αλλά αυτές οι νέες ομάδες δεν έγιναν αποδεκτές.

Πριν ο Anderson και ο Jones καθιερώσουν την ταξινόμηση με τις ομάδες των Στρεψίρρινων και Απλόρρινων το 1984,[36] (την οποία συμπλήρωσε αυτή των McKenna και Bell το 1997 στο έργο τους Classification of Mammals: Above the species level),[37] τα Πρωτεύοντα διαιρούνταν σε δύο υπεροικογένειες: τους Προσίμιους (Prosimii) και τα Ανθρωποειδή (Anthropoidea) (ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την τωρινή υπεροικογένεια Ανθρωποειδή, που είναι η απόδοση του όρου Hominidea στα ελληνικά).[38] Η ομάδα των Προσίμιων περιελάμβανε όλους τους προσιμιίδες: όλους τους Στρεψίρρινους μαζί με τους τάρσιους. Η ομάδα Ανθρωποειδή περιελάμβανε όλους τους σιμιίδες.

Υβρίδια

Αν και τα υβρίδια των πρωτευόντων εμφανίζονται συχνά σε αιχμαλωσία,[39] υπάρχουν παραδείγματα υβριδισμού των πρωτευόντων και στη φύση.[40][41] Ο υβριδισμός συμβαίνει όταν συμπίπτει το φάσμα δύο ειδών και προκύπτουν ζώνες υβριδισμού. Τα υβρίδια συνήθως δημιουργούνται όταν οι άνθρωποι τοποθετούν τα ζώα στους ζωολογικούς κήπους ή λόγω πιέσεων από το περιβάλλον όπως είναι το κυνήγι των αρπακτικών.[40] Διαγενετικοί υβριδισμοί, δηλαδή υβρίδια διαφορετικών γενών, συναντώνται επίσης στη φύση. Παρόλο που ανήκουν σε γένη τα οποία είχαν διαχωριστεί εκατομμύρια χρόνια πριν, η διασταύρωση εξακολουθεί να είναι δυνατή μεταξύ των γκελάντα και των μπαμπουίνων χαμαντρίας.[42]

Χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν

Τα πρωτεύοντα έχουν εξελιχθεί και διαμορφωθεί σε δενδρώδη ενδιαιτήματα (δέντρα και θάμνους) και διατηρούν πολλά χαρακτηριστικά που αποτελούν προσαρμογές σε αυτό το περιβάλλον.[43] Χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν είναι:

Δεν εμφανίζουν όλα τα πρωτεύοντα όλα αυτά τα ανατομικά χαρακτηριστικά, ούτε είναι όλα τα χαρακτηριστικά μοναδικά στα πρωτεύοντα. Για παράδειγμα, και άλλα θηλαστικά έχουν κλείδες, τρία είδη δοντιών και κρεμαστό πέος, ενώ τα Ατελή (μαϊμούδες αράχνες) έχουν πολύ μειωμένους σε μέγεθος αντίχειρες, οι περιλαιμιοφόροι λεμούριοι έχουν έξι μαστικούς αδένες και οι στρεψίρρινοι εν γένει έχουν μακρύτερο ρύγχος και ισχυρότερη όσφρηση.[45]

Ως προς την συμπεριφορά, τα πρωτεύοντα είναι συχνά πολύ κοινωνικά, με ελαστικές ιεραρχίες επικράτησης..[46] Τα είδη του Νέου Κόσμου σχηματίζουν μονογαμικούς δεσμούς και δείχνουν ουσιώδη πατρική στοργή στα μικρά τους, εν αντιθέσει με τα είδη του Παλαιού Κόσμου.[47]

Συμπεριφορά

Κοινωνικά συστήματα

Σύμφωνα με τον Richard Wrangham τα κοινωνικά συστήματα των μη ανθρώπινων πρωτευόντων καλύτερα ταξινομούνται με την ποσότητα της μετακίνησης των θηλυκών ανάμεσα στις διάφορες ομάδες.[48] Πρότεινε τέσσερεις κατηγορίες:

  • Συστήματα μετακίνησης θηλυκών - τα θηλυκά φεύγουν από την ομάδα στην οποία γεννιούνται. Τα θηλυκά μίας ομάδας δεν θα έχουν στενή συγγενική σχέση ενώ τα αρσενικά θα παραμένουν στην γενέθλια ομάδα, και αυτή η στενή σχέση ενδεχομένως επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά. Οι ομάδες που σχηματίζονται είναι εν γένει αρκετά μικρές. Αυτή η οργάνωση φαίνεται στους χιμπαντζήδες, όπου τα αρσενικά, τα οποία τυπικά είναι συγγενικά, συνεργάζονται για την άμυνα της περιοχής της ομάδας. Από τις μαϊμούδες του Νέου Κόσμου, αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται από τα Βραχυτελή (Brachyteles) και τα Ατελή (Ateles).[49]
Ιαπωνικοί μακάκοι κάνουν μαζί μπάνιο στη θερμή πηγή Jigokudani.
  • Συστήματα μετακίνησης αρσενικών - ενώ τα θηλυκά παραμένουν στις γενέθλιες ομάδες, τα αρσενικά μεταναστεύουν στην εφηβεία. Οι πολυγυνικές καθώς και οι πολυ-αρσενικές κοινωνίες κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Το μέγεθος αυτών των ομάδων είναι συνήθως μεγαλύτερο. Αυτό το σύστημα είναι κοινό στους λεμούριους με τη δακτυλιδωτή ουρά, τους καπουτσίνους και τους κεκροπιθηκίνες.[29]
  • Μονογαμικά είδη - δεσμός αρσενικού-θηλυκού, συχνά μαζί με ένα νεαρό απόγονο. Υπάρχει μοιρασμένη ευθύνη γονικής φροντίδας και άμυνας της περιοχής. Ο απόγονος φεύγει από την περιοχή των γονέων κατά την εφηβεία. Οι γίβωνες χρησιμοποιούν ουσιαστικά αυτό το σύστημα, αν και η «μονογαμία» σε αυτό το πλαίσιο δεν σημαίνει κατ' ανάγκη απόλυτη σεξουαλική πίστη.[50]
  • Μοναχικά είδη - συχνά αρσενικά που υπερασπίζονται περιοχές που περιλαμβάνουν και τις περιοχές μερικών θηλυκών. Αυτός ο τύπος οργάνωσης εμφανίζεται στους προσιμιίδες. Οι ουραγκοτάγκοι δεν υπερασπίζονται την περιοχή τους αλλά κατά τα άλλα έχουν αυτού του τύπου την οργάνωση.[51]

Είναι γνωστό ότι εμφανίζονται και άλλα συστήματα. Για παράδειγμα στους Αλουατίνες (Alouattinae) και τα θυληκά και τα αρσενικά εγκαταλείπουν την γενέθλια ομάδα μόλις ωριμάσουν σεξουαλικά, με αποτέλεσμα οι ομάδες που σχηματίζονται να μην αποτελούνται από συγγενικά άτομα.[52] Κάποιοι προσιμιίδες, όπως οι Κολομπίνες και οι Καλλιτριχίνες, χρησιμοποιούν επίσης αυτό το σύστημα.[29]

Οι Χιμπατζήδες είναι κοινωνικά ζώα.

Η ειδικός στα πρωτεύοντα, Τζέιν Γκούνταλ (Jane Goodall), η οποία έκανε τις έρευνές τις στο Εθνικό Πάρκο Gombe Stream, παρατήρησε κοινωνίες σχάσης-σύντηξης (fission-fusion societies).[53] Υπάρχει σχάση όταν η κύρια ομάδα χωρίζεται για την συλλογή τροφής κατά την ημέρα, και έπειτα σύντηξη όταν η ομάδα επιστρέφει το βράδυ για να κοιμηθεί όλη μαζί. Αυτή η κοινωνική δομή παρατηρείται και στους μπαμπουίνους χαμαντρίας (Papio hamadryas),[54] στα Ατελή[52] και στους μπονόμπο.[54] Οι γκελάντα έχουν παρόμοια κοινωνική δομή στην οποία πολλές μικρότερες ομάδες συναντιώνται ώστε να σχηματίσουν προσωρινά κοπάδια εώς και 600 ατόμων.[54]

Αυτά τα κοινωνικά συστήματα επιρεάζονται από τρείς κύριους οικολογικούς παράγοντες: την κατανομή των πόρων, το μέγεθος της ομάδας και την θήρευση.[47] Εντός μιας κοινωνικής ομάδας υπάρχει ισορροπία μεταξύ της συνεργασίας και του ανταγωνισμού. Οι συνεργατικές συμπεριφορές περιλαμβάνουν την κοινωνική περιποίηση (social grooming) (απομάκρυνση παρασίτων και καθάρισμα πληγών), το μοίρασμα της τροφής και την συλλογική άμυνα εναντίον θηρευτών ή την υπεράσπιση της περιοχής. Οι επιθετικές συμπεριφορές συχνά σημαίνουν ανταγωνισμό για την διαθεσιμότητα τροφής, θέσεων ύπνου ή συντρόφων. Η επιθετικότητα χρησιμοποιείται και για την εγκαθίδρυση ιεραρχίας επικράτησης.[47][55]

Σχέσεις μεταξύ ειδών

Αρκετά είδη πρωτευόντων έχει παρατηρηθεί ότι αναπτύσσουν σχέσεις μεταξύ τους σε άγρια κατάσταση. Κάποιες από αυτές τις σχέσεις έχουν μελετηθεί εκτεταμένα. Στο Δάσος Τάι της Αφρικής αρκετά είδη συντονίσουν την αντιθηρευτική συμπεριφορά τους. Αυτά περιλαμβάνουν την μαϊμού ντιάνα (Cercopithecus diana), την μαϊμού του Κάμπελ (Cercopithecus campbelli), τον Cercopithecus petaurista, τον δυτικό κόκκινο κολόμπο (Procolobus badius), τον βασιλιά κολόμπο (Colobus polykomos) και τον Cercocebus atys οι οποίοι συντονίζουν τις κραυγές τους στην θέα θηρευτών.[56] Ανάμεσα στους θηρευτές αυτών των μαϊμούδων είναι και ο χιμπατζής ο κοινός.[57]

Η κοκκινόουρη μαϊμού (Cercopithecus ascanius) αναπτύσσει σχέσεις με διάφορα είδη, στα οποία περιλαμβάνονται ο δυτικός κόκκινος κολόμπος (Procolobus badius), η γαλάζια μαϊμού (Cercopithecus mitis), ο κερκοπίθηκος του Βολφ (Cercopithecus mitis), ο γκερέζα (Colobus guereza), ο Lophocebus aterrimus και η μαϊμού των βάλτων του Άλλεν (Allenopithecus nigroviridis).[54] Αρκετά από αυτά τα είδη θηρεύονται από τον κοινό χιμπαντζή.[58]

Στην Νότια Αμερική, η μαϊμού σκίουρος αναπτύσει σχέσεις με τις μαϊμούδες καπουτσίνους.[59] Αυτό ενδέχεται να έχει να κάνει περισσότερο με πλεονεκτήματα στην ανεύρεση τροφής για την μαϊμού σκίουρο παρά με πλεονεκτήματα στην άμυνα έναντι των θηρευτών.[59]

Οικότοπος και κατανομή

Μακάκος ρέζους στο Φρούριο Άγκρα στην Ινδία.

Τα πρωτεύοντα εξελίχθηκαν από δενδρόβια ζώα, και πολλά είδη ζουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε δέντρα. Τα περισσότερα είδη πρωτευόντων ζουν σε τροπικά βροχοδάση. Ο αριθμός των ειδών πρωτευόντων εντός τροπικών περιοχών έχει αποδειχθεί ότι συσχετίζεται θετικά με το ποσό της βροχόπτωσης και την έκταση των βροχοδασών.[60] Καθώς αποτελούν το 25% έως το 40% των φρουτοβόρων ζώων (ως προς τη βιομάζα) των τροπικών βροχοδάσων, τα πρωτεύοντα παίζουν σημαντικό οικολογικό ρόλο διασπείρωντας σπόρους πολλών ειδών φυτών.[61]

Μερικά είδη είναι εν μέρει εδαφόβια, όπως οι μπαμπουίνοι και οι μαϊμούδες πάτας (Erythrocebus patas), ενώ λίγα είδη είναι εντελώς εδαφόβια όπως οι γκελάντα και οι άνθρωποι. Τα εκτός των ανθρώπων πρωτεύοντα ζουν σε ποικίλα δασώδη ενδιαιτήματα στις τροπικές ζώνες της Αφρικής, της Ινδίας, της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Νότιας Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων βροχοδασών, περιοχών μανγκρόβιας βλάστησης και ορεινών δασών. Υπάρχουν μερικά παραδείγματα μη ανθρώπινων πρωτευόντων που ζούν εκτός της τροπικής ζώνης, όπως ο ορεσίβιος ιαπωνικός μακάκος που ζει στα βόρεια του Χονσού όπου υπάρχει χιόνι οκτώ μήνες το έτος, και ο μακάκος της μπαρμπαριάς που ζει στην οροσειρά του Άτλαντα στην Αλγερία και το Μαρόκο. Τα ενδιαιτήματα των πρωτευόντων καλύπτουν μεγάλο εύρος υψομέτρων: ο Rhinopithecus bieti έχει βρεθεί στα Όρη Χέντζουαν σε υψόμετρο 4.700 m,[62] ο Ορεινός Γορίλας μπορεί να βρεθεί σε υψόμετρο 4.200 m να διασχίζει τα Όρη Βιρούνγκα,[63] και ο Γκελάντα μπορεί να βρεθεί σε υψόμετρο 5.000 m στα Αιθιοπικά Υψίπεδα. Αν και τα περισσότερα είδη εν γένει φοβούνται το νερό, κάποια είναι καλοί κολυμβητές και είναι άνετα σε βάλτους και υγρές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των Nasalis larvatus, Cercopithecus neglectus και Allenopithecus nigroviridis, οι οποίοι έχουν αναπτύξει μία μικρή μεμβράνη ανάμεσα στα δάκτυλα. Κάποια πρωτεύοντα, όπως ο μακάκος ρέζους και ο γκρι λανγκούρ (Semnopithecus), μπορούν να εκμεταλλευτούν τροποποιημένα από τον άνθρωπο περιβάλλοντα και να ζήσουν ακόμα και σε πόλεις.[54][64]

Αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους

Οι στενές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και μη-ανθρώπινων πρωτευόντων (ΜΑΠ) μπορούν να διευκολύνουν τη δημιουργία και μετάδοση διαφόρων ζωονοτικών ασθενειων. Ιοί όπως οι Ερπετοϊοί (κυρίως ο CeHV-1), οι Ευλογιοϊοί, η ιλαρά, ο έμπολα, η λύσσα, ο ιός Marburg και η ιώδης ηπατίτιδα μπορούν να μεταδοθούν στους ανθρώπους, και σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν θανατηφόρες ασθένειες σε ανθρώπους και μη-ανθρώπινα πρωτεύοντα.[65]

Νομική και κοινωνική υπόσταση

Μόνο οι άνθρωποι αναγνωρίζονται ως άτομα και προστατεύονται από τον νόμο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.[β] Η νομική υπόσταση των ΜΑΠ, από την άλλη, αποτελεί θέμα αντιπαράθεσης, με διάφορους οργανισμούς όπως η Great Ape Project (GAP) να διεκδικούν μερικά τουλάχιστον νομικά δικαιώματα για τους μεγάλους πιθήκους.[66] Τον Ιούνιο του 2008, η Ισπανία έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο, που αναγνώρισε τα δικαιώματα ορισμένων ΜΑΠ, όταν η επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής πίεσε τη κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τις προτάσεις της GAP σύμφωνα με τις οποίες οι χιμπαντζήδες, οι μπονόμπο, οι ουρακοτάγκοι και οι γορίλες δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα.[67][68]

Η επιδεξιότητα των μαϊμούδων καπουτσίνων είναι ένα από τους λόγους που χρησιμεύουν ως ζώα βοηθοί τετραπληγικών ατόμων.

Πολλά είδη ΜΑΠ είναι κατοικίδια. Η GAP εκτιμά πως περίπου 3.000 ΜΑΠ ζουν ως εξοτικά κατοικίδα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ενώ η Humane Society of the United States ισχυρίζεται πως ο αριθμός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, κάνοντας αναφορά για 15.000 πρωτεύοντα.[69] Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλη ζήτηση για ΜΑΠ ως εξοτικά κατοικίδα και στην Κίνα.[70] Παρόλο που οι εισαγωγές ΜΑΠ για εμπόριο κατοικίδιων ζώων απαγορεύτηκε στις Η.Π.Α. το 1975, οι λαθραίες εισαγωγές είναι σύνηθεις στα σύνορα Η.Π.Α - Μεξικού, με τις τιμές να κυμαίνονται στα 3.000 δολάρια για τις μαϊμούδες και τα 30.000 δολάρια για τους πιθήκους.[71]

Τα πρωτεύοντα χρησιμοποιούνται συχνά ως πειραματόζωα στα εργαστήρια και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί σε διαστημικές αποστολές.[72] Μπορούν να εκπαιδευτούν και να αποτελέσουν ζώα βοηθούς για τα ανάπηρα άτομα. Ορισμένοι καπουτσίνοι εκπαιδεύονται για να βοηθήσουν τετραπληγικούς ανθρώπους.[73]

Πολλά ΜΑΠ βρίσκονται σε ζωολογικούς κήπους σε όλον τον κόσμο. Παλαιότερα οι περισσότεροι ζωολογικοί κήποι αποτελούσαν μόνο χώρους ψυχαγωγίας, αλλά πλέον έχουν επικεντρωθεί στη διατήρηση, την προστασία, την εκπαίδευση και την έρευνα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής πολλοί ζωολογικοί κήποι συμμετέχουν στο Σχέδιο Επιβίωσης Ειδών (Species Survival Plan, SSP), ένα σχέδιο που αναπτύχθηκε από την Ένωση Ζωολογικών Κήπων και Ενυδρείων (Association of Zoos and Aquariums, AZA), για τη μεγιστοποίηση της γενετικής ποικιλομορφίας μέσω της αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία. Οι περισσότεροι ζωολογικοί κήποι και ορισμένοι φιλόζωοι υποστηρικτές γενικά εναντιώνονται στην πρόταση της GAP περί απελευθέρωσης όλων των ΜΑΠ από την αιχμαλωσία για δύο κύριος λόγους. Πρώτον, τα γεννημένα σε αιχμαλωσία πρωτεύοντα δεν έχουν την κατάλληλη γνώση ή εμπειρία για να επιβιώσουν στη φύση αν αφεθούν ελεύθερα. Δεύτερον, οι ζωολογικοί κήποι παρέχουν ασφαλή χώρο για πρωτεύοντα και άλλα ζώα που απειλούνται με αφανισμό στη φύση.

Ρόλος στην επιστημονική έρευνα

Χιλιάδες μη-ανθρώπινα πρωτεύοντα χρησιμοποιούνται παγκοσμίως στον τομέα της έρευνας λόγω των ψυχολογικών και φυσιολογικών ομοιοτήτων που έχουν με τους ανθρώπους.[74][75] Συγκεκριμένα, οι εγκέφαλοι και τα μάτια ορισμένων ΜΑΠ είναι περισσότερο όμοια με τα αντίστοιχα ανθρώπινα όργανα παρά με οποιοδήποτε άλλο ζώο. Τα ΜΑΠ χρησιμοποιούνται συνήθως στα προκλινικά πειράματα, τη νευροεπιστήμη, την οφθαλμολογία και για έρευνες τοξικότητας. Κατά κανόνα χρησιμοποιούνται μακάκοι ρέζους, όπως και άλλα είδη μακάκων, Αφρικανικών πράσινων μαϊμούδων (Chlorocebus), χιμπαντζήδων, μπαμπουίνων, μαϊμούδων σκίουρων και μαρμοζέτων, είτε πρόκειται για αιχμαλωτισμένα άγρια είδη είτε για είδη που έχουν εκτραφεί για αυτόν τον σκοπό.[74][76] Το 2005, η GAP ανέφερε πως 1.280 από τα 3.100 ΜΑΠ που ζουν σε αιχμαλωσία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής χρησιμοποιούνταν ως πειραματόζωα.[66] Το 2004, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποίησε περίπου 10.000 ΜΑΠ σε σχετικά πειράματα. Το 2005 στη Μεγάλη Βρετανία πραγματοποιήθηκαν 4.652 πειράματα σε 3.115 ΜΑΠ.[77] Οι περισσότερες κυβερνήσεις σε πολλές χώρες έχουν αυστηρούς κανόνες φροντίδας και διατήρησης ΜΑΠ σε αιχμαλωσία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν ομοσπονδιακές οδηγίες σχετικά με τις κατοικίες, τη διατροφή και την αναπαραγωγή των ΜΑΠ.[78] Ευρωπαϊκές ομάδες όπως ο Ευρωπαϊκός Συνασπισμός για την Κατάργηση των Πειραμάτων στα Ζώα (European Coalition to End Animal Experiments) επιδιώκουν την απαγόρευση χρήσης όλων των ΜΑΠ ως πειραματόζωα, βασιζόμενοι στη νομοθετική θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα πειραμάτων με ζώα.[79]

Προστασία

Σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN) περισσότερα από το ένα τρίτο των πρωτευόντων είναι υπό απειλή εξαφάνισης. Οι πιο κοινοί κίνδυνοι των πρωτευόντων αποτελούν η αποψίλωση και η τμηματοποίηση των δασών, η θανάτωση μαϊμούδων (επειδή εισβάλλουν στα χωράφια),[80] και το κυνήγι των πρωτευόντων για χρήση είτε στη φαρμακευτική, είτε ως κατοικίδια ζώα, είτε για τροφή. Μεγαλύτερος κίνδυνος για τα πρωτεύοντα αποτελεί η αποψίλωση των μεγάλων τροπικών δασών.[81][82][83] Περισσότερα από το 90% των πρωτευόντων ζουν σε τροπικά δάση.[82][84] Η κύρια αιτία καταστροφής των δασών, είναι η γεωργία, παρόλο που η ασταμάτητη εμπορική υλοτόμηση των δασών, η εξόρυξη, και οι κατασκευές φραγμάτων συμβάλλουν επίσης στη μείωση των δασικών περιοχών.[84] Στην Ινδονησία μεγάλες περιοχές πεδινών δασών καταστράφηκαν προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγή φοινικέλαιου, και σύμφωνα με μία πρόσφατη δορυφορική ανάλυση, το διάστημα 1998 με 1999 χάθηκαν περίπου 1.000 Ουρακοτάγκοι της Σουμάτρα μόνο στα Ινδονησιακά δάση.[85]

Ο Ουρακοτάγκος της Σουμάτρα, είδος υπό κρίσιμη απειλή εξαφάνισης.

Πρωτεύοντα με μεγάλο μέγεθος σώματος (πάνω από 5 kg) έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες εξαφάνισης λόγω του υψηλού κέρδους που παρουσιάζουν στο λαθρεμπόριο σε σχέση με τα μικρότερα πρωτεύοντα.[84] Επειδή αργούν περισσότερο να ενηλικιωθούν συγκριτικά με τα άλλα ζώα, και παρουσιάζουν μεγαλύτερα διαστήματα μεταξύ διαφορετικών κυήσεων, είναι δύσκολο να ανακάμψει ο πληθυσμός όταν χάνονται είδη λόγω λαθροθηρίας.[86] Σύμφωνα με έρευνες περισσότερο από το 50% του κρέατος που καταναλώνεται σε μερικές Αφρικανικές πόλεις προέρχεται από άγρια ζώα υπό εξαφάνιση, μεταξύ άλλων και πρωτευόντων.[87] Είδη απειλούμενα προς εξαφάνιση όπως ο κερκοπίθηκος και ο δρίλλος κυνηγιούνται σε πολύ υψηλότερα από τα ανεκτά επίπεδα.[87] Αυτό συμβαίνει λόγω του μεγάλου σώματος τους, την ευκολία μεταφοράς και το κέρδος που παρουσιάζουν στη αγορά.[87] Η δημιουργία γεωργικών περιοχών σε πρώην δασικές περιοχές, οδηγεί τα πρωτεύοντα να εισβάλλουν και να λεηλατούν τις καλλιέργειες προκειμένου να τραφούν, δημιουργώντας μεγάλα οικονομικά προβλήματα στους αγρότες.[88] Το φαινόμενο αυτό δεν βοηθάει στην ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης για την προστασία των πρωτευόντων από τους τοπικούς ανθρώπινους πληθυσμούς.[89]

Η Μαδαγασκάρη, η οποία αποτελεί φυσική κατοικία πέντε ενδημικών οικογενειών πρωτευόντων, έχει βιώσει τα μεγαλύτερα περιστατικά αφανισμού ειδών τους τελευταίους αιώνες. Από τον αποικισμό του νησιού 1.500 χρόνια πριν, τουλάχιστον οχτώ ομοταξίες και δεκαπέντε είδη εξαφανίστηκαν λόγω του κυνηγιού και της καταστροφής του περιβάλλοντος.[3] Μεταξύ άλλων, πρωτεύονται που αφανίστηκαν ήταν ο Αρχαιοΐντρις (ένα πρωτεύον μεγαλύτερο από τον ασημόραχο γορίλα) και οι οικογένειες Παλαιοπροπιθηκίδες και Αρχαιολεμουρίδες.[3]

Στην Ασία, αν και ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός και το Ισλάμ απαγορεύουν την κατανάλωση κρέατος πρωτευόντων, το κυνήγι πρωτευόντων είναι υπαρκτό.[84] Διάφορες μικρότερες παραδοσιακές θρησκείες επιτρέπουν την κατανάλωση κρέατος πρωτευόντων.[90][91] Το εμπόριο κατοικίδιων ζώων και η παραδοσιακή φαρμακευτική αυξάνουν τη ζήτηση και κατά συνέπεια τη λαθροθηρία.[70][92][93] Ο μακάκος ρέζους, είδος που χρησιμοποιείται συχνά ως πειραματόζωο, τη δεκαετία του 1960 είχε πληθυσμό στα όρια του αφανισμού, αλλά πλέον, ύστερα από εφαρμογή ενός σχεδίου προστασίας του είδους, ο πληθυσμός του αυξήθηκε τόσο πολύ, που παρουσίασε φαινόμενα υπερπληθυσμού σε ορισμένες περιπτώσεις.[83]

Gorilla gorilla diehli, ένα υποείδος Γορίλα υπό κρίσιμη απειλή εξαφάνισης.

Στην Κεντρική και Νότια Αμερική, η τμηματοποίηση των δασών και το κυνήγι αποτελούν τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί των πρωτευόντων. Πολλές μεγάλες δασικές εκτάσεις έχουν πλέον εξαφανιστεί από την Κεντρική Αμερική.[81][94] Κατά συνέπεια όλο και περισσότερες δασικές περιοχές αντιμετωπίζουν το φαινόμενο παρυφών (edge effect) με καταστροφή για τη δημιουργία γεωργικών εκτάσεων, χαμηλότερων επιπέδων υγρασίας, και αλλαγή στη χλωρίδα των συστημάτων.[95][96] Ο αυξανόμενος γεωγραφικός περιορισμός των οικοσυστημάτων οδηγεί στην αύξηση των συγγενομιξίων μεταξύ των ειδών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη σημαντική μείωση του πληθυσμού μίας ομάδας ζώων λόγω του φαινομένου της γενετικής στενωπού (population bottleneck).[97][98]

Υπάρχουν 21 πρωτεύοντα υπό κρίσιμη απειλή εξαφάνισης, 7 εκ των οποίων εμφανίζονται και στον κατάλογο της IUCN, "Τα 25 Πιο Απειλούμενα Πρωτεύοντα": o Propithecus candidus, o Trachypithecus delacouri, o Trachypithecus poliocephalus, o Pygathrix cinerea, o Rhinopithecus avunculus, o Gorilla gorilla diehli και ο Pongo abelii (Ουρακοτάγκος της Σουμάτρα).[99] Ο Piliocolobus badius waldronae κηρύχθηκε πρόσφατα εξαφανισμένο είδος, καθώς δεν εντοπίστηκε κανένα ίχνος του υποείδους του το διάστημα 1993 με 1999.[100] Έκτοτε ορισμένοι κυνηγοί έχουν βρει και σκοτώσει μερικά άτομα του πληθυσμού, αλλά οι πιθανότητες ανάκαμψης του πληθυσμού και επιβίωσης του είδους είναι μηδαμινές.[101]

Σημειώσεις

  • Οι μεταφράσεις ορισμένων ταξινομικών ομάδων ίσως να μην είναι ακριβείς, καθώς δεν υπάρχει επίσημος ελληνικός φορέας μετάφρασης ταξινομικών βαθμίδων, ούτε συναντώνται πουθενά στην ελληνική βιβλιογραφία.
  • α Οι άνθρωποι κατοικούν σε κάθε ήπειρο αν συνυπολογίσουμε τους επιστημονικούς και μετεωρολογιακούς σταθμούς στην Ανταρκτική.
  • β Άρθρο 6: Καθένας, όπου και αν βρίσκεται, έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της νομικής του προσωπικότητας.[102]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Groves, C. (2005). Wilson, D. E., & Reeder, D. M, eds, επιμ. Mammal Species of the World (3η έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 111–184. OCLC 62265494. ISBN 0-801-88221-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link) CS1 maint: Extra text: editors list (link)
  2. Goodman, M., Tagle, D. A., Fitch, D. H., Bailey, W., Czelusniak, J., Koop, B. F., Benson, P. & Slightom, J. L. (1990). «Primate evolution at the DNA level and a classification of hominoids». Journal of Molecular Evolution 30 (3): 260–266. doi:10.1007/BF02099995. PMID 2109087. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Primate». Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, Inc.. 2008. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/476264/primate. Ανακτήθηκε στις 2008-07-21. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Helen J Chatterjee, Simon Y.W. Ho , Ian Barnes & Colin Groves (2009). «Estimating the phylogeny and divergence times of primates using a supermatrix approach». BMC Evolutionary Biology 9: 259. doi:10.1186/1471-2148-9-259. PMID 19860891 
  5. Janečka, J. E.; Miller, W., Pringle, T. H., Wiens, F., Zitzmann, A., Helgen, K. M., Springer, M. S. & Murphy, W. J. (2007). «Molecular and Genomic Data Identify the Closest Living Relative of Primates». Science 318 (5851): 792–794. doi:10.1126/science.1147555. PMID 17975064. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις June 21, 2008. http://web.archive.org/web/20080621092403/http://www.sciencemag.org/cgi/content/full/318/5851/792. Ανακτήθηκε στις 2008-08-17. 
  6. Kavanagh, M. (1983). A Complete Guide to Monkeys, Apes and Other Primates. New York: Viking Press. σελ. 18. ISBN 0670435430. 
  7. McKenna, M. C. and Bell, S. K. (1997). Classification of Mammals Above the Species Level. New York: Columbia University Press. σελ. 329. ISBN 023111012X. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  8. Williams, B.A.; Kay, R.F.; Kirk, E.C. (2010). «New perspectives on anthropoid origins». Proceedings of the National Academy of Sciences 107 (11): 4797–4804. doi:10.1073/pnas.0908320107. PMID 20212104. 
  9. «Nova - Meet Your Ancestors». PBS. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2008. 
  10. «Plesiadapis» (PDF). North Dakota Geological Survey. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2008. 
  11. Lee, M. (September 1999). «Molecular Clock Calibrations and Metazoan Divergence Dates». Journal of Molecular Evolution 49 (3): 385–391. doi:10.1007/PL00006562. PMID 10473780. 
  12. «Scientists Push Back Primate Origins From 65 Million To 85 Million Years Ago». Science Daily. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2008. 
  13. Tavare, S., Marshall, C. R., Will, O., Soligo, C. & Martin R.D. (April 18, 2002). «Using the fossil record to estimate the age of the last common ancestor of extant primates». Nature 416 (6882): 726–729. doi:10.1038/416726a. PMID 11961552. 
  14. Klonisch, T., Froehlich, C., Tetens, F., Fischer, B. & Hombach-Klonisch, S. (2001). «Molecular Remodeling of Members of the Relaxin Family During Primate Evolution». Molecular Biology and Evolution 18 (3): 393–403. PMID 11230540. http://mbe.oxfordjournals.org/cgi/content/full/18/3/393. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 Horvath, J. et al. (2008). «Development and Application of a Phylogenomic Toolkit: Resolving the Evolutionary History of Madagascar's Lemurs» (PDF). Genome Research 18 (3): 490. doi:10.1101/gr.7265208. PMID 18245770. PMC 2259113. http://www.biology.duke.edu/wraylab/papers/Horvath&al_2008.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22.  [νεκρός σύνδεσμος]
  16. 16,0 16,1 Mittermeier, R., Ganzhorn, J., Konstant, W., Glander, K., Tattersall, I., Groves, C., Rylands, A., Hapke, A., Ratsimbazafy, J., Mayor, M., Louis, E., Rumpler, Y., Schwitzer, C. & Rasoloarison, R. (December 2008). «Lemur Diversity in Madagascar». International Journal of Primatology 29 (6): 1607–1656. doi:10.1007/s10764-008-9317-y. 
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 Sellers, Bill (20 Οκτωβρίου 2000). «Primate Evolution» (PDF). University of Edinburgh. σελίδες 13–17. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2008. 
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Hartwig, W. (2007). «Primate Evolution». Στο: Campbell, C., Fuentes, A., MacKinnon, K., Panger, M. & Bearder, S. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελίδες 13–17. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  19. Franzen, Jens L.; et al. (2009). «Complete Primate Skeleton from the Middle Eocene of Messel in Germany: Morphology and Paleobiology». PLoS ONE 4 (5): e5723. doi:10.1371/journal.pone.0005723. PMID 19492084. PMC 2683573. http://www.plosone.org/doi/pone.0005723. 
  20. Ciochon, R. & Fleagle, J. (1987). Primate Evolution and Human Origins. Menlo Park, California: Benjamin/Cummings. σελ. 72. ISBN 9780202011752. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  21. 21,0 21,1 Garbutt, N. (2007). Mammals of Madagascar, A Complete Guide. A&C Black Publishers. σελίδες 85–86. ISBN 978-0-300-12550-4. 
  22. 22,0 22,1 Mittermeier, R.A. (2006). Lemurs of Madagascar (2nd έκδοση). Conservation International. σελίδες 23–26. ISBN 1-881173-88-7.  Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)
  23. Shekelle, M. (2005). «Evolutionary Biology of Tarsiers». http://rmbr.nus.edu.sg/bejc/. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  24. Schmidt, T. et al. (2005). «Rapid electrostatic evolution at the binding site for cytochrome c on cytochrome c oxidase in anthropoid primates». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 102 (18): 6379–6384. doi:10.1073/pnas.0409714102. PMID 15851671. PMC 1088365. http://www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi?artid=1088365. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  25. Marivaux, L. et al. (2005-06-14). «Anthropoid primates from the Oligocene of Pakistan (Bugti Hills): Data on early anthropoid evolution and biogeography». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 102 (24): 8436–8441. doi:10.1073/pnas.0503469102. PMID 15937103. PMC 1150860. http://www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi?artid=1150860. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  26. Schrago, C.G. & Russo, C.A.M. (2003). «Timing the Origin of New World Monkeys» (PDF Reprint). Molecular Biology and Evolution 20 (10): 1620–1625. doi:10.1093/molbev/msg172. PMID 12832653. http://mbe.oxfordjournals.org/cgi/reprint/20/10/1620.pdf. 
  27. Houle, A. (1999). «The origin of platyrrhines: An evaluation of the Antarctic scenario and the floating island model». American Journal of Physical Anthropology 109 (4): 541–559. doi:10.1002/(SICI)1096-8644(199908)109:4<541::AID-AJPA9>3.0.CO;2-N. PMID 10423268. 
  28. Andrews, P. & Kelley, J. (2007). «Middle Miocene Dispersals of Apes». Folia Primatologica 78 (5-6): 328–343. doi:10.1159/000105148. PMID 17855786. 
  29. 29,0 29,1 29,2 Strier, K. (2007). Primate Behavioral Ecology (3rd έκδοση). Allyn & Bacon. σελίδες 7, 64, 71, 77, 182–185, 273–280, 284, 287–298. ISBN 0-205-44432-6. 
  30. Pough, F. W., Janis, C. M. & Heiser, J. B. (2005) [1979]. «Primate Evolution and the Emergence of Humans». Vertebrate Life (7th έκδοση). Pearson. σελ. 650. ISBN 0-13-127836-3. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  31. Groves, C. P. (2001). Primate Taxonomy. Smithsonian Institution Press. ISBN 1-56098-872-X. 
  32. 32,0 32,1 Rylands, A. B. & Mittermeier, R. A. (2009). «The Diversity of the New World Primates (Platyrrhini)». Στο: Garber, P. A., Estrada, A., Bicca-Marques, J. C., Heymann, E. W. & Strier, K. B. South American Primates: Comparative Perspectives in the Study of Behavior, Ecology, and Conservation. Springer. ISBN 978-0-387-78704-6. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  33. Linnaeus, C. (1758). Sistema naturae per regna tria Naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus differentiis, synonimis locis. Tomus I. Impensis direct. Laurentii Salvii, Holmia. σελίδες 20–32. 
  34. Linnaeus, C. (1735). Sistema naturae sive regna tria Naturae systematice proposita per classes, ordines, genera, & species. apud Theodorum Haak, Lugduni Batavorum. σελίδες s.p. 
  35. Blainville, H. (1839). «Nouvelle classification des Mammifères». Annales Françaises et Etrangères d'Anatomie et de Physiologie Appliquées à la Médicine et à l'Histoire Naturelle, 3. σελίδες 268–269. 
  36. Thorington, R. W., Jr. & Anderson, S. (1984). «Primates». Στο: Anderson, S. & Jones, J. K., Jr. Orders and Families of Recent Mammals of the World. New York: John Wiley and Sons. σελίδες 187–217. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  37. McKenna, M. C. & Bell, S. K. (1997). Classification of Mammals: Above the species level. New York: Columbia University Press. σελ. 631. ISBN 0-231-11013-8. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  38. Strier, K. (2007). Primate Behavioral Ecology (Third έκδοση). σελίδες 50–53. ISBN 0-295-44432-6 Check |isbn= value: checksum (βοήθεια). 
  39. Tenaza, R. (1984). «Songs of hybrid gibbons (Hylobates lar × H. muelleri)». American Journal of Primatology 8 (3): 249–253. doi:10.1002/ajp.1350080307. 
  40. 40,0 40,1 Bernsteil, I. S. (1966). «Naturally occurring primate hybrid». Science 154 (3756): 1559–1560. doi:10.1126/science.154.3756.1559. PMID 4958933. 
  41. Sugawara, K. (1979). «Sociological study of a wild group of hybrid baboons between Papio anubis and P. hamadryas in the Awash Valley, Ethiopia». Primates 20 (1): 21–56. doi:10.1007/BF02373827. 
  42. Jolly, C. J. et al. (1997). «Intergeneric Hybrid Baboons». International Journal of Primatology 18 (4): 597–627. doi:10.1023/A:1026367307470. 
  43. 43,00 43,01 43,02 43,03 43,04 43,05 43,06 43,07 43,08 43,09 43,10 43,11 43,12 Pough, F. W., Janis, C. M. & Heiser, J. B. (2005) [1979]. «Characteristics of Primates». Vertebrate Life (7th έκδοση). Pearson. σελ. 630. ISBN 0-13-127836-3. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  44. 44,0 44,1 Soligo, C., Müller, A.E. (1999). «Nails and claws in primate evolution». Journal of Human Evolution 36 (1): 97–114. doi:10.1006/jhev.1998.0263. PMID 9924135. 
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 45,4 45,5 45,6 Macdonald, David (2006). «Primates». The Encyclopedia of Mammals. The Brown Reference Group plc, σσ. 290–307. ISBN 0-681-45659-0. 
  46. White, T. & Kazlev, A. (8 Ιανουαρίου 2006). «Archonta: Primates». Palaeos. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2008. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  47. 47,0 47,1 47,2 Pough, F. W., Janis, C. M. & Heiser, J. B. (2005) [1979]. «Primate Societies». Vertebrate Life (7th έκδοση). Pearson. σελίδες 621–623. ISBN 0-13-127836-3. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  48. Wrangham, R. W. (1982). «Mutualism, kinship and social evolution». Current Problems in Sociobiology. Cambridge University Press. σελίδες 269–289. ISBN 0521242037. 
  49. Fiore, A. D. & Campbell, C. J. (2007). «The Atelines». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 175. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  50. Bartlett, T. Q. (2007). «The Hylobatidae». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 283. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  51. Knott, C. D. & Kahlenberg, S. M. (2007). «Orangutans in Perspective». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  52. 52,0 52,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Sussman2003.
  53. Constable, J. L. et al. (2001). «Noninvasive paternity assignment in Gombe chimpanzees». Molecular Ecology 10 (5): 1279–1300. doi:10.1046/j.1365-294X.2001.01262.x. PMID 11380884. 
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 54,4 Rowe, N. (1996). The Pictorial Guide to the Living Primates. Pogonias Press. σελίδες 4, 139, 143, 154, 185, 223. ISBN 0-9648825-0-7. 
  55. Smuts, B.B., Cheney, D.L. Seyfarth, R.M., Wrangham, R.W., & Struhsaker, T.T. (Eds.) (1987). Primate Societies. Chicago: University of Chicago Press for articles on the structure and function of various primate societies.
  56. Shultz, S. & Thomsett, S. (2007). «Interactions between African Crowned Eagles and Their Prey Community». Στο: McGraw, W., Zuberbuhler, K. & Noe, R. Monkeys of Tai Forest, An African Primate Community. Cambridge University Press. σελ. 181. ISBN 0-521-81633-5. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  57. Bshary, R. (2007). «Interactions between Red Colobus Monkeys and Chimpanzees». Στο: McGraw, W., Zuberbuhler, K. & Noe, R. Monkeys of Tai Forest, An African Primate Community. Cambridge University Press. σελίδες 155–170. ISBN 0-521-81633-5. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  58. Stanford, C. (1998). Chimpanzee and Red Colobus : the ecology of predator and prey. Harvard University Press. σελίδες 130–138, 233. ISBN 0-674-00722-0. 
  59. 59,0 59,1 Boinski, S. (2000). «Social Manipulation Within and Between Troops Mediates Primate Group Movement». Στο: Boinski, S. and Garber, P. On the Move : how and why animals travel in groups. University of Chicago Press. σελίδες 447–448. ISBN 0-226-06340-2. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  60. Reed, K. & Fleagle, J. (August 15. 1995). «Geographic and climatic control of primate diversity». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 92 (17): 7874–7876. doi:10.1073/pnas.92.17.7874. PMID 7644506. PMC 41248. http://www.pnas.org/content/92/17/7874.full.pdf+html. 
  61. Chapman, C. & Russo, S. (2007). «Primate Seed Dispersal». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 510. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  62. Long, Y. C., Kirkpatrick, R. C., Zhong, T., and Xiao, L. (1994). «Report on the distribution, population, and ecology of the Yunnan snub-nosed monkey (Rhinopithecus bieti)». Primates 35: 241–250. doi:10.1007/BF02382060. 
  63. Schaller, G. B. (1963). The Mountain Gorilla: Ecology and Behavior. Chicago: University Chicago Press. ISBN 978-0226736358. 
  64. Wolfe, L. D. & Fuentes, A. (2007). «Ethnoprimatology». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 692. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  65. Renquist, D. M. & Whitney, R. A. (1987). «Zoonoses Acquired from Pet Primates». Veterinary Clinics of North America, Small Animal Practice 17 (1): 219–240. http://pin.primate.wisc.edu/aboutp/pets/zoonoses.html. Ανακτήθηκε στις 2008-08-11. 
  66. 66,0 66,1 Cavalieri, P. & Singer, P. «Declaration on Great Apes». Great Ape Project. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2008. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  67. Glendinning, L. (2008-06-26). «Spanish parliament approves 'human rights' for apes». The Guardian. http://www.guardian.co.uk/world/2008/jun/26/humanrights.animalwelfare?gusrc=rss&feed=networkfront. Ανακτήθηκε στις 2008-11-10. 
  68. Singer, P. (2008-07-18). «Of great apes and men». The Guardian. http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2008/jul/18/animalwelfare.animalbehaviour. Ανακτήθηκε στις 2008-11-10. 
  69. Mager, B. (6 Ιουλίου 2006). «The HSUS Applauds the U.S. Senate for Unanimously Passing the Captive Primate Safety Act». Humane Society of the United States. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2008. 
  70. 70,0 70,1 Workman, C. (2004). «Primate conservation in Vietnam: toward a holistic environmental narrative». American Anthropologist 106 (2): 346–352. doi:10.1525/aa.2004.106.2.346. 
  71. «IPPL News: The US Pet Monkey Trade». International Primate Protection League. 2003. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2008. 
  72. Bushnell, D. (1958). «The Beginnings of Research in Space Biology at the Air Force Missile Development Center, 1946-1952». History of Research in Space Biology and Biodynamics. NASA. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2008. 
  73. Blumenthal, D. (1987-06-17). «Monkeys as Helpers To Quadriplegics At Home». The New York Times. http://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?sec=health&res=9B0DE5D81231F934A25755C0A961948260. Ανακτήθηκε στις 2008-10-08. 
  74. 74,0 74,1 «The supply and use of primates in the EU». European Biomedical Research Association. 1996. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2008. 
  75. Chen, F. C. & Li, W. H. (2001). «Genomic divergences between humans and other hominoids and the effective population size of the common ancestor of humans and chimpanzees». American Journal of Human Genetics 68 (2): 444–456. doi:10.1086/318206. PMID 11170892. PMC 1235277. http://www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi?tool=pubmed&pubmedid=11170892. Ανακτήθηκε στις 2008-10-08. 
  76. Conlee, K. M., Hoffeld, E. H. & Stephens, M. L. (2004). «A Demographic Analysis of Primate Research in the United States» (pdf). ATLA (Alternatives to Laboratory Animals) 32 (Sup 1): 315–322. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις June 25, 2008. http://web.archive.org/web/20080625161118/http://www.worldcongress.net/2002/proceedings/C2%20Conlee.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-10-08. 
  77. presented to Parliament by the Secretary of State for the Home Department by Command of Her Majesty, July 2006. (2006). Statistics of scientific procedures on living animals: Great Britain 2005 (pdf). The Stationery Office. ISBN 0101687729. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2008.  Unknown parameter |month= ignored (βοήθεια)
  78. «Nonhuman Primates: Research Animals». Animal Welfare Information Center. United States Department of Agriculture. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2008. 
  79. «Directive 86/609». European Coalition to End Animal Experiments. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2008. 
  80. Grubb, P.· και άλλοι. (1998). «The Sierra Leone monkey drives». Mammals of Ghana, Sierra Leone, and the Gambia. St. Ives: Trendrine. σελίδες 214–219. ISBN 0951256246. CS1 maint: Explicit use of et al. (link)
  81. 81,0 81,1 Chapman, C. A. & Peres, C. A. (2001). «Primate conservation in the new millennium: the role of scientists». Evolutionary Anthropology 10: 16–33. doi:10.1002/1520-6505(2001)10:1<16::AID-EVAN1010>3.0.CO;2-O. 
  82. 82,0 82,1 Mittermeier, R. A. & Cheney, D. L. (1987). «Conservation of primates and their habitats». Στο: Smuts, B. B., Cheney, D. L., Seyfarth, R. M., Wrangham, R. W. & Struhsaker, T. T. Primate Societies. Chicago: University of Chicago Press. σελίδες 477–490. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  83. 83,0 83,1 Southwick, C. H. & Siddiqi, M. F. (2001). «Status, conservation and management of primates in India» (pdf). Envis Bulletin: Wildlife and Protected Areas 1 (1): 81–91. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις October 12, 2003. http://web.archive.org/web/20031012162005/http://www.wii.gov.in/envis/primates/downloads/page81statusofprimates.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-08-04. 
  84. 84,0 84,1 84,2 84,3 Cowlishaw, G. & Dunbar, R. (2000). Primate Conservation Biology. Chicago: University of Chicago Press. ISBN 9780226116372. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  85. Van Schaik, C. P., Monk, K. A. & Robertson, J. M. Y. (2001). «Dramatic decline in orangutan numbers in the Leuser Ecosystem, northern Sumatra». Oryx 35 (1): 14–25. doi:10.1046/j.1365-3008.2001.00150.x. 
  86. Purvis, A., Gittleman, J. L., Cowlishaw, G. & Mace, G. M. (2000). «Predicting extinction risk in declining species». Proceedings of the Royal Society of London 267 (1456): 1947–1952. doi:10.1098/rspb.2000.1234. PMID 11075706. 
  87. 87,0 87,1 87,2 Fa, J. E., Juste, J., Perez de Val, J. & Castroviejo, J. (1995). «Impact of market hunting on mammal species in Equatorial Guinea». Conservation Biology 9 (5): 1107–1115. doi:10.1046/j.1523-1739.1995.9051107.x. 
  88. Hill, C. M. (1997). «Crop-raiding by wild vertebrates: The farmer's perspective in an agricultural community in western Uganda». International Journal of Pest Management 43 (1): 77–84. doi:10.1080/096708797229022. 
  89. Hill, C. M. (2002). «Primate conservation and local communities: Ethical issues and debates». American Anthropologist 104 (4): 1184–1194. doi:10.1525/aa.2002.104.4.1184. 
  90. Choudhury, A. (2001). «Primates in Northeast India: an overview of their distribution and conservation status» (pdf). Envis Bulletin: Wildlife and Protected Areas 1 (1): 92–101. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις November 16, 2004. http://web.archive.org/web/20041116211303/http://www.wii.gov.in/envis/primates/downloads/page92primatesne.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-08-04. 
  91. Kumara, H. N. & Singh, M. (2004). «Distribution and abundance of primates in rainforests of the Western Ghats, Karnataka, India and the conservation of Macaca silenus». International Journal of Primatology 25 (5): 1001–1018. doi:10.1023/B:IJOP.0000043348.06255.7f. 
  92. Nijman, V. (2004). «Conservation of the Javan gibbon Hylobates moloch: population estimates, local extinction, and conservation priorities» (pdf). The Raffles Bulletin of Zoology 52 (1): 271–280. http://rmbr.nus.edu.sg/rbz/biblio/52/52rbz271-280.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-08-04. 
  93. O'Brien, T. G., Kinnaird, M. F., Nurcahyo, A., Iqbal, M. & Rusmanto, M. (2004). «Abundance and distribution of sympatric gibbons in a threatened Sumatran rain forest». International Journal of Primatology 25 (2): 267–284. doi:10.1023/B:IJOP.0000019152.83883.1c. 
  94. Estrada, A., Coates-Estrada, R. & Meritt, D. (1994). «Non-flying mammals and landscape changes in the tropical forest region of Los Tuxtlas, Mexico». Ecography 17: 229–241. doi:10.1111/j.1600-0587.1994.tb00098.x. 
  95. Marsh, L. K. (2003). «The nature of fragmentation.». Στο: Marsh, L. K. Primates in Fragments: Ecology and Conservation. New York: Kluwer Academic/Plenum Publishers. σελίδες 1–10. ISBN 0306476967. 
  96. Turner, I. M. (1996). «Species loss in fragments of tropical rain forest: a review of the evidence». Journal of Applied Ecology 33 (2): 200–209. doi:10.2307/2404743. http://jstor.org/stable/2404743. 
  97. Chiarello, A.G. (2003). «Primates of the Brazilian Atlantic forest: the influence of forest fragmentation on survival». Στο: Marsh, L. K. Primates in Fragments: Ecology and Conservation. New York: Kluwer Academic/Plenum Publishers. σελίδες 99–121. ISBN 9780306476969. 
  98. Pope, T.R. (1996). «Socioecology, population fragmentation, and patterns of genetic loss in endangered primates». Στο: Avise, J. & Hamrick, J. Conservation Genetics: Case Histories from Nature. Norwell: Kluwer Academic Publishers. σελίδες 119–159. ISBN 9780412055812. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  99. Oates, R.A.; Wallis, J.; Rylands, A.B. και άλλοι., επιμ. (2009) (PDF). Primates in Peril: The World's 25 Most Endangered Primates 2008–2010. Illustrated by S.D. Nash. Arlington, VA.: IUCN/SSC Primate Specialist Group (PSG), International Primatological Society (IPS), and Conservation International (CI), σελ. 23–26. ISBN 978-1-934151-34-1. http://www.primate-sg.org/PDF/Primates.in.Peril.2008-2010.pdf. 
  100. Oates, J. F., Abedi-Lartey, M., McGraw, W. S., Struhsaker, T. T. & Whitesides, G. H. (2000). «Extinction of a West African Red Colobus Monkey». The Journal of the Society for Conservation Biology 14 (5): 1526. doi:10.1046/j.1523-1739.2000.99230.x. 
  101. McGraw, W. S. (2005). «Update on the Search for Miss Waldron’s Red Colobus Monkey». International Journal of Primatology 26 (3): 605–619. doi:10.1007/s10764-005-4368-9. 
  102. «Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα». Ηνωμένα Έθνη. 1948. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2008. 
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Primate της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).