Πρωτεύοντα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 110: Γραμμή 110:


=== Υβρίδια ===
=== Υβρίδια ===
Αν και τα [[υβρίδιο|υβρίδια]] των πρωτευόντων εμφανίζονται συχνά σε αιχμαλωσία,<ref name="songs">{{cite journal |title=Songs of hybrid gibbons (''Hylobates lar'' × ''H. muelleri'') |author=Tenaza, R. |year=1984 |journal=American Journal of Primatology |volume=8 |issue=3 |pages=249–253 |doi=10.1002/ajp.1350080307}}</ref> υπάρχουν παραδείγματα υβριδισμού των πρωτευόντων και στη φύση.<ref name="natoccur">{{ cite journal |year=1966 |title=Naturally occurring primate hybrid |author=Bernsteil, I. S. |journal=Science |volume=154 |issue=3756 |pages=1559–1560 |doi=10.1126/science.154.3756.1559 |pmid=4958933}}</ref><ref>{{cite journal |author=Sugawara, K. |title=Sociological study of a wild group of hybrid baboons between ''Papio anubis'' and ''P. hamadryas'' in the Awash Valley, Ethiopia |year=1979 |journal=Primates |volume=20 |issue=1 |doi=10.1007/BF02373827 |pages=21–56}}</ref> Ο υβριδισμός συμβαίνει όταν συμπίπτει το φάσμα δύο ειδών και προκύπτουν [[ζώνη υβριδισμού|ζώνες υβριδισμού]]. Τα υβρίδια συνήθως δημιουργούνται όταν οι άνθρωποι τοποθετούν τα ζώα στους ζωολογικούς κήπους ή λόγω πιέσεων από το περιβάλλον όπως είναι το κυνήγι των αρπακτικών.<ref name="natoccur" /> Διαγενετικοί υβριδισμοί, δηλαδή υβρίδια διαφορετικών γενών, συναντώνται επίσης στη φύση. Παρόλο που ανήκουν σε γένη τα οποία είχαν διαχωριστεί εκατομμύρια χρόνια πριν, η διασταύρωση εξακολουθεί να είναι δυνατή μεταξύ των [[γκελάντα]] και των [[μπαμπουίνοι χαμαντρίας|μπαμπουίνων χαμαντρίας]].<ref>{{cite journal |author=Jolly, C. J. ''et al.'' |title=Intergeneric Hybrid Baboons |journal=International Journal of Primatology |year=1997 |volume=18 |issue=4 |doi=10.1023/A:1026367307470 |pages=597–627}}</ref>


== Χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν ==
== Χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν ==

Έκδοση από την 00:00, 24 Δεκεμβρίου 2010

Πρωτεύοντα[1]
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
ύστερη Παλαιόκαινος - σήμερα
Papio anubis
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Ανθυφομοταξία: Ευθήρια (Eutheria)
Υπερτάξη: Ευαρχοντομυωξοί (Euarchontoglires)
Τάξη: Πρωτεύωντα (Primates)
Linnaeus, 1758

Εύρος των πρωτευόντων πλην του ανθρώπου (πράσινο)
Οικογένειες

Πρωτεύον ονομάζεται κάθε μέλος της βιολογικής τάξης Πρωτεύοντα (Primates), της ομάδας που περιλαμβάνει τους προσιμιίδες (στις οποίες συγκαταλέγονται οι λεμούριοι, οι λόρις, οι γαλάγοι και οι ταρσίοι) και τους σιμιίδες (μαϊμούδες και πίθηκοι).[2] Με εξαίρεση τους ανθρώπους, οι οποίοι κατοικούν σε όλες τις ηπείρους της Γης,[α] τα περισσότερα πρωτεύοντα ζουν σε τροπικές ή υποτροπικές περιοχές της Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας.[3] Ορισμένα από τα πρωτεύοντα που έχουν ελλείψει ήταν ο Αρχαιοΐντρις (ένας λεμούριος μεγαλύτερος από τον ασημόραχο γορίλα) και οι οικογένειες Παλαιοπροπιθηκίδες και Αρχαιολεμουρίδες.[3] Τα πρωτεύοντα ποικίλουν σε μέγεθος, από τον λεμούριο ποντικό της Μαντάμ Μπερθ των 30 γραμμαρίων, μέχρι τον Ορεινό Γορίλα των 200 κιλών. Σύμφωνα με απολιθώματα που έχουν εντοπιστεί, πρόγονοι των πρωτευόντων πιθανότατα έζησαν 65 εκατομμύρια χρόνια πριν κατά την ύστερη Κρητιδική περίοδο. Το παλαιότερο γνωστό πρωτεύον που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα ήταν ο Πλησιαδάπης που έζησε 55-58 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την ύστερη Παλαιόκαινο εποχή.[4] Έρευνες πάνω στο μοριακό ρολόι, υποδεικνύουν πως ο διαχωρισμός των πρωτευόντων ίσως έγινε πολύ παλαιότερα, πιθανότατα κατά τη μέση-Κρητιδική, 85 εκατομμύρια χρόνια πριν.[4]

Τα Πρωτεύοντα παραδοσιακά χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες: τους προσιμιίδες και τους σιμιίδες. Οι προσιμιίδες έχουν χαρακτηριστικά όμοια με αυτά των πρώιμων πρωτευόντων, και περιλαμβάνουν τους λεμούριους της Μαδαγασκάρης, τα λορισίμορφα, και τους τάρσιους. Οι σιμιίδες περιλαμβάνουν τις μαϊμούδες και τους πιθήκους. Πιο πρόσφατα, οι ταξινομιστές δημιούργησαν την υποτάξη Στρεψίρρινοι για να συμπεριλάβουν όλους τους προσιμιίδες πλην των τάρσιων, και την υποτάξη Απλόρρινοι στους οποίους ταξινόμησαν τους τάρσιους και τους σιμιίδες. Οι σιμιίδες διαιρούνται περαιτέρω σε δύο ομάδες: τους πλατύρρινους (ή μαϊμούδες Νέου Κόσμου) της Νότια και Κεντρικής Αμερικής, και τους κατάρρινους στους οποίους ανήκουν τα κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου) και τα ανθρωποειδή (πίθηκοι) της Αφρικής και της Ασίας. Οι πλατύρρινοι ή μαϊμούδες Νέου Κόσμου περιλαμβάνουν τον καπουτσίνο, και τη σκίουρο μαϊμού, και οι κατάρρινοι περιλαμβάνουν τα κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου) (όπως είναι ο μπαμπουίνος και ο μακάκος) και τα ανθρωποειδή (όλοι οι πίθηκοι). Οι άνθρωποι είναι οι μόνοι κατάρρινοι που έχουν εξαπλωθεί επιτυχώς έξω από την Αφρική, την Νότια και Ανατολική Ασία, αν και παλαιοντολογικά στοιχεία (απολιθώματα), δείχνουν πως πολλά είδη έζησαν κάποια στιγμή στην Ευρώπη.

Όντας ευπροσάρμοστα θηλαστικά, τα πρωτεύοντα παρουσιάζουν ένα μεγάλο εύρος χαρακτηριστικών. Ορισμένα πρωτεύοντα (όπως οι μεγάλοι πίθηκοι και οι μπαμπουίνοι) δεν είναι δενδρόβια, αλλά όλα τα είδη κατέχουν ανατομικά χαρακτηριστικά που τα διευκολύνουν στην αναρρίχηση δέντρων. Μεταξύ των διαφόρων τρόπων κίνησης των πρωτευόντων, περιλαμβάνεται το πήδημα από δέντρο σε δέντρο, το περπάτημα στα δύο ή στα τέσσερα άκρα, το περπάτημα στηριζόμενο στις αρθρώσεις των δακτύλων, ή οι ταλαντεύσεις στα κλαδιά των δέντρων. Τα πρωτεύοντα χαρακτηρίζονται από το μεγάλο μέγεθος των εγκεφάλων τους, συγκριτικά με τα άλλα θηλαστικά, καθώς επίσης και από την ιδιαίτερη χρήση της στερεοσκοπικής όρασης με τίμημα την χειροτέρευση της όσφρησης τους, την κυρίαρχη αίσθηση στα περισσότερα θηλαστικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι περισσότερο εμφανή στις μαϊμούδες και τους πιθήκους, και λιγότερο προφανή στους λόρις και τους λεμούριους. Ορισμένα πρωτεύοντα έχουν αναπτύξει τριχρωματική όραση, ενώ τα περισσότερα πρωτεύοντα έχουν αντιτάξιμους αντίχειρες και συλληπτήριες ουρές. Πολλά είδη είναι φυλετικά διμορφικά, γεγονός που σημαίνει πως τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, όπως μάζα σώματος, μέγεθος κυνοδόντων, και χρώμα δέρματος-τριχώματος. Τα πρωτεύοντα έχουν μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης από άλλα θηλαστικά ίδιου μεγέθους, και αργούν να ωριμάσουν, αλλά έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Μερικά ζουν μοναχικά, άλλα σε ζευγάρια των δύο φύλων, ενώ άλλα σε ομάδες μέχρι εκατό ατόμων.

Εξελικτική ιστορία

Ευαρχοντομυωξοί  
Μυωξοί 

Τρωκτικά



Λαγόμορφα (λαγοί, κουνέλια)



 Ευάρχοντα 

Δενδρομυγαλές


Πρωτευόμορφα

Δερμόπτερα




Πλησιαδαπίμορφα



Πρωτεύοντα






Η τάξη των Πρωτευόντων είμαι τμήμα του κλάδου Ευαρχοντομυωξοί, ο οποίος ανήκει στον κλάδο Ευθήρια, μέρος της ομοταξίας των Θηλαστικών. Πρόσφατη μοριακή γενετική έρευνα στα πρωτεύοντα, τα δερμόπτερα και οι δενδρομυγαλές έδειξε πως τα δερμόπτερα συγγενεύουν περισσότερο με τα πρωτεύοντα απ' ότι οι δενδρομυγαλές,[5] παρόλο που τα τελευταία θεωρούνταν για ένα διάστημα στο παρελθόν μέλη των πρωτευόντων.[6] Αυτές οι τρεις τάξεις σχηματίζουν τον κλάδο των Ευάρχοντων. Ο κλάδος ολοκληρώνεται με τους Μυωξούς (ο οποίος περιλαμβάνει τα Τρωκτικά και τα Λαγόμορφα) σχηματίζοντας τον κλάδο των Ευαρχοντομυωξών. Τα Ευάρχοντα και οι Ευαρχοντομυωξοί αποκαλούνται μερικές φορές υπερτάξεις. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν τα Δερμόπτερα υποτάξη των Πρωτευόντων και αποκαλούν την υπόταξη με τα "πραγματικά" πρωτεύοντα Ευπρωτεύοντα.[7]

Εξέλιξη

Η εξελικτική πορεία των πρωτευόντων εκτιμάται πως άρχισε 65 εκατομμύρια χρόνια πριν,[8] παρόλο που το παλαιότερο γνωστό πρωτεύον, ο Πλησιαδάπης, (π. 55–58 εκ. χρόνια πριν) έζησε κατά την Ύστερη Παλαιόκαινο.[9][10] Άλλες έρευνες, όπως αυτές στο μοριακό ρολόι των πρωτευόντων, υποστηρίζουν πως ο κλάδος των πρωτευόντων εμφανίστηκε 85 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά τη Μέση Κρητιδική.[11][12][13]

Σύμφωνα με τη σύγχρονη κλαδιστική, η τάξη των Πρωτευόντων είναι μονοφυλετική. Η υποτάξη Στρεψίρρινοι, πιστεύεται πως διαχωρίστηκε από την πρωτόγονη εξελικτική πορεία των Πρωτευόντων 63 εκατομμύρια χρόνια πριν,[14] παρόλο που παλαιότερες χρονολογίες έχουν επίσης προταθεί.[15] Από τις επτά οικογένειες των στρεψίρρινων, οι πέντε συσχετίζονται με τους λεμούριους, ενώ οι δύο οικογένειες που απομένουν περιλαμβάνουν τις λορισίδες και τους γαλάγους.[1][16] Παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τοποθετούσαν τους Λεπιλεμουρίδες στους Λεμουρίδες και τους Γαλαγίδες στους Λορισίδες, δημιουργώντας έτσι μία διαίρεση τρία-δύο των οικογενειών σε αντίθεση με τη διαίρεση πέντε-δύο που παρουσιάζεται εδώ.[1] Κατά την Ηώκαινο, στις περισσότερες βόρειες ηπείρους κυριαρχούσαν δύο ομάδες, τα αδαπίμορφα και οι ομομυΐδες.[17][18] Τα πρώτα θεωρούνται μέλη των Στρεψίρρινων, αλλά δεν έχουν κτενωτά δόντια (toothcomb) όπως οι σύγχρονοι λεμούριοι (πρόσφατες έρευνες ταξινομούν τον Darwinius masillae σε αυτή την ομάδα).[19] Τα τελευταία συσχετίζονται στενά με τους τάρσιους, τις μαϊμούδες και τους πιθήκους. Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο πως συνδέονται αυτές οι δύο ομάδες με τα σωζόμενα πρωτεύοντα. Οι Ομομυΐδες εξαφανίστηκαν περίπου 30 εκατομμύρια χρόνια πριν,[18] ενώ οι Αδαπίδες επιβίωσαν μέχρι περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια πριν.[20]

Λεμούριος με δακτυλιδωτή ουρά, ένα στρεψίρρινο πρωτεύον.

Σύμφωνα με γενετικές έρευνες, οι λεμούριοι της Μαδαγασκάρης διαχωρίστηκαν από τον κλάδο των λορισίμορφων περίπου 75 εκατομμύρια χρόνια πριν.[15] Οι συγκεκριμένες έρευνες, όπως επίσης και χρωμοσωματικά και μοριακά στοιχεία, υποδεικνύουν πως οι λεμούριοι συγγενεύουν πολύ περισσότερο μεταξύ τους συγκριτικά με τις συγγένειες που εμφανίζονται μεταξύ άλλων στρεψίρρινων πρωτευόντων.[15][21] Ωστόσο, η Μαδαγασκάρη αποκόπηκε από την Αφρική 160 εκατομμύρια χρόνια πριν, και από την Ινδία 90 εκατομμύρια χρόνια πριν.[22] Πιθανόν η στενή συγγένεια που εμφανίζεται μέσα στις ομάδες των λεμούριων οφείλεται στη μετακίνηση μικρού πρωτόγονου πληθυσμού στη Μαδαγασκάρη μέσω φυσικής σχεδίας περίπου 50 με 80 εκατομμύρια χρόνια πριν.[15][21][22] Άλλες υποθέσεις κάνουν αναφορά για πολλαπλές, συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών από την Αφρική και την Ινδία, αλλά καμία δεν υποστηρίζεται με γονιδιακά και μοριακά στοιχεία.[17]

Μέχρι πρότινος ήταν δύσκολο να ταξινομηθούν τα Άι-Άι μέσα στην ομάδα των Στρεψίρρινων.[1] Παρόλα αυτά οι επικρατούσες θεωρίες υποστηρίζουν πως η οικογένεια τους, η Δωβεντονιίδες, ήταν είτε λεμουριόμορφα πρωτεύοντα (γεγονός που σημαίνει πως οι πρόγονοι τους διαιρέθηκαν από τον κλάδο την λεμούριων πριν τον διαχωρισμό λεμούριων με λόρις), είτε μία ξεχωριστή, αδελφική ομάδα των στρεψίρρινων. Το 2008, επιβεβαιώθηκε πως η οικογένεια των Άι-Άι (Δωβεντονιίδες) συγγενεύει περισσότερο με τους Μαλαγάσιους λεμούριους, έχοντας πιθανόν διαιρεθεί από κάποιον πρωτόγονο πληθυσμό που κατοικούσε στο νησί.[15]

Η υποτάξη Απλόρρινοι, αποτελείται από δύο αδελφικούς κλάδους.[1] Τους προσιμιίδες τάρσιους της οικογένειας Ταρσιίδες (μονοτυπική στην ανθυποτάξη Ταρσιίμορφα), που αποτελούν την παλαιότερη διαίρεση που συνέβη περίπου 58 εκατομμύρια χρόνια πριν.[23][24] Και την ανθυποτάξη Σιμιίμορφα που προέκυψε 40 εκατομμύρια χρόνια πριν[18] και απελείται επίσης από δύο κλάδους: τη μικροτάξη Πλατύρρινοι ή οποία αναπτύχθηκε στην Νότια Αμερική και γι' αυτό τα μέλη της αποκαλούνται συχνά μαϊμούδες του Νέου Κόσμου, και τη μικροτάξη Κατάρρινοι που αναπτύχθηκε στην Αφρική και περιλαμβάνει τα Κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου) και τα Ανθρωποειδή (πίθηκοι, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος).[1] Ένας τρίτος κλάδος των Απλόρρινων, ο οποίος περιλαμβάνει τις ηωσιμιίδες, εξελίχτηκε στην Ασία αλλά αφανίστηκε πολλά εκατομμύρια χρόνια πριν.[25]

Όπως και στους λεμούριους, έτσι και η καταγωγή των Πλατύρρινων (μαϊμούδες Νέου Κόσμου) δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη. Έρευνες πάνω σε συνενωμένες μοριακές αλληλουχίες εκτιμούν πως η απόκλιση πλατύρρινων και κατάρρινων συνέβη κάποια στιγμή το διάστημα 33 με 70 εκατομμύρια χρόνια πριν, ενώ έρευνες πάνω σε μιτοχονδριακές αλληλουχίες υποστηρίζουν πως η διαίρεση έγινε το διάστημα 35 με 43 εκατομμύρια χρόνια πριν.[4][26] Έχει αποδειχτεί πως όλοι οι σιμιίδες έχουν κοινή καταγωγή στην Αφρική, και στη συνέχεια οι πληθυσμοί τους μετακινήθηκαν και συνέβη ειδογένεση.[17] Είναι πιθανόν όλοι οι σιμιίδες να διέσχισαν τον Ατλαντικό ωκεανό κατά την Ηώκαινο εποχή. Η Μέσο-Ατλαντική Ράχη και η χαμηλή στάθμη της θάλασσας, διευκόλυναν τη μετακίνηση τους προς τη Νότιο Αμερική πιθανόν διασχίζοντας σταδιακά τα ποικίλα νησιά που είχαν δημιουργηθεί.[17] Και σε αυτή την περίπτωση, ένα περιστατικό φυσικής σχεδίας θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τον υπερωκεάνιο αποικισμό. Χάρη στη μετατόπιση των ηπείρων, ο νεοσύστατος Ατλαντικός Ωκεανός ήταν λιγότερο πλατύς απ' ότι είναι σήμερα,[17] και ερευνητές υποστηρίζουν πως ένα μικρό πρωτεύον ενός κιλού θα μπορούσε να επιβιώσει τουλάχιστον 13 μέρες σε μία φυσική σχεδία με βλάστηση.[27] Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, που αφορούν κυρίως τα θαλάσσια ρεύματα και την ταχύτητα των ανέμων, αυτό το διάστημα είναι λογικό για να πραγματοποιηθεί η διάσχιση του ωκεανού μεταξύ των δύο ηπείρων.

Αυτοκρατορικός Ταμαρίνος, μία μαϊμού του Νέου Κόσμου (κερκοπιθηκοειδή).

Η εξάπλωση των πιθήκων και των μαϊμούδων από την Αφρική στην Ευρώπη και την Ασία άρχισε κατά τη Μειόκαινο εποχή.[28] Λίγο αργότερα, οι λόρις και οι τάρσιοι ακολούθησαν την ίδια πορεία. Τα πρώτα απολιθώματα ανθρωπίδων έχουν εντοπιστεί στη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και χρονολογούνται στα 5-8 εκατομμύρια χρόνια πριν.[18] Τα κερκοπιθηκοειδή (ή μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου) εξαφανίστηκαν από την Ευρώπη περίπου 1,8 εκατομμύρια χρόνια πριν.[29] Σύμφωνα με έρευνες σε μοριακό υλικό και απολιθώματα οι σύγχρονοι άνθρωποι εμφανίστηκαν στην Αφρική 100-200 χιλιάδες χρόνια πριν.[30]

Παρόλο που η τάξη των πρωτευόντων έχει μελετηθεί αρκετά καλά συγκριτικά με άλλες ομάδες ζώων, πολλά νέα είδη ανακαλύφθηκαν πρόσφατα και ορισμένοι πληθυσμοί ύστερα από γενετικούς ελέγχους και έρευνες αποδείχτηκε πως ήταν τελείως άγνωστοι πριν την ανακάλυψη τους. Η Ταξινομία των Πρωτευόντων περιελάμβανε περίπου 350 είδη πρωτευόντων το 2001,[31] αλλά ο συγγραφέας Κόλιν Γκρόουβς αύξησε τον αριθμό σε 376 στην τρίτη έκδοση του έργου του Mammal Species of the World (MSW3).[1] Παρόλα αυτά, ο κατάλογος στο συγκεκριμένο έργο έγινε βάσει των δεδομένων του 2003. Έκτοτε μία σειρά εκδόσεων έχει αυξήσει τον αριθμό στα 424 είδη, ή 658 είδη συμπεριλαμβανομένων και των υποείδων.[32]

Ταξινόμηση των ζώντων πρωτευόντων

Σκίτσο του 1927 που παρουσιάζει έναν χιμπαντζή, έναν γίββωνα (πάνω δεξιά) και δύο ουρακοτάγκους (κέντρο και κέντρο κάτω). Ο χιμπαντζής πάνω αριστερά ταλαντεύεται από δέντρο σε δέντρο, ενώ ο ουρακοτάγκος, κέντρο κάτω, περπατάει στις αρθρώσεις των δαχτύλων.
Ο Homo sapiens, μέλος της τάξης των Πρωτευόντων.

Οι διάφορες οικογένειες των πρωτευόντων ταξινομούνται ως εξής:[1][16][32]

Ο Φιλιππινεζικός Τάρσιος, παλαιότερα ταξινομούταν στους προσιμιίδες, αλλά με το επικρατές σύστημα ταξινόμησης θεωρείται απλόρρινος.

Η τάξη Πρωτεύοντα καθιερώθηκε το 1758 από τον Κάρολο Λινναίο, στην δέκατη έκδοση του βιβλίου του Systema Naturae,[33]και σύμφωνα με τον Λινναίο αποτελούνταν από τέσσερα γένη, τα οποία ονόμασε Άνθρωποι (Homo, άνθρωποι), Σίμια (Simia, υπόλοιποι πίθηκοι και μαϊμούδες), Λεμούριος (Lemur, προσιμιίδες) και Νυχτερίδες (Vespertilio, νυχτερίδες). Στην πρώτη έκδοση του ίδιου βιβλίου (1735), είχε χρησιμοποιήσει τον όρο Ανθρωπόμορφα (Anthropomorpha) αντί του όρου Πρωτευόντα, για να περιγράψει τα γένη Άνθρωποι (Homo), Σίμια και Βραδύπους, τον οποίο απέρριψε στη δέκατη έκδοση.[34] Το 1839, ο ζωολόγος Henri Marie Ducrotay de Blainville, ακολουθώντας την πορεία του Λινναίου και μιμούμενος την ονοματολογία του, καθιέρωσε τις τάξεις Secundates (συμπεριλαμβανομένων των υποτάξεων Χειρόπτερα, Εντομοφάγα και Σαρκοφάγα), TertiatesΜυωξοί) και Quaternates (συμπεριλαμβανομένων των υποτάξεων Gravigrada, Παχυδέρματα και Μηρυκαστικά),[35] αλλά αυτές οι νέες ομάδες δεν έγιναν αποδεκτές.

Πριν ο Anderson και ο Jones καθιερώσουν την ταξινόμηση με τις ομάδες των Στρεψίρρινων και Απλόρρινων το 1984,[36] (την οποία συμπλήρωσε αυτή των McKenna και Bell το 1997 στο έργο τους Classification of Mammals: Above the species level),[37] τα Πρωτεύοντα διαιρούνταν σε δύο υπεροικογένειες: τους Προσίμιους (Prosimii) και τα Ανθρωποειδή (Anthropoidea) (ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την τωρινή υπεροικογένεια Ανθρωποειδή, που είναι η απόδοση του όρου Hominidea στα ελληνικά).[38] Η ομάδα των Προσίμιων περιελάμβανε όλους τους προσιμιίδες: όλους τους Στρεψίρρινους μαζί με τους τάρσιους. Η ομάδα Ανθρωποειδή περιελάμβανε όλους τους σιμιίδες.

Υβρίδια

Αν και τα υβρίδια των πρωτευόντων εμφανίζονται συχνά σε αιχμαλωσία,[39] υπάρχουν παραδείγματα υβριδισμού των πρωτευόντων και στη φύση.[40][41] Ο υβριδισμός συμβαίνει όταν συμπίπτει το φάσμα δύο ειδών και προκύπτουν ζώνες υβριδισμού. Τα υβρίδια συνήθως δημιουργούνται όταν οι άνθρωποι τοποθετούν τα ζώα στους ζωολογικούς κήπους ή λόγω πιέσεων από το περιβάλλον όπως είναι το κυνήγι των αρπακτικών.[40] Διαγενετικοί υβριδισμοί, δηλαδή υβρίδια διαφορετικών γενών, συναντώνται επίσης στη φύση. Παρόλο που ανήκουν σε γένη τα οποία είχαν διαχωριστεί εκατομμύρια χρόνια πριν, η διασταύρωση εξακολουθεί να είναι δυνατή μεταξύ των γκελάντα και των μπαμπουίνων χαμαντρίας.[42]

Χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν

Τα πρωτεύοντα έχουν εξελιχθεί και διαμορφωθεί σε δενδρώδη ενδιαιτήματα (δέντρα και θάμνους) και διατηρούν πολλά χαρακτηριστικά που αποτελούν προσαρμογές σε αυτό το περιβάλλον.[43] Χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν είναι:

Δεν εμφανίζουν όλα τα πρωτεύοντα όλα αυτά τα ανατομικά χαρακτηριστικά, ούτε είναι όλα τα χαρακτηριστικά μοναδικά στα πρωτεύοντα. Για παράδειγμα, και άλλα θηλαστικά έχουν κλείδες, τρία είδη δοντιών και κρεμαστό πέος, ενώ τα Ατελή (μαϊμούδες αράχνες) έχουν πολύ μειωμένους σε μέγεθος αντίχειρες, οι περιλαιμιοφόροι λεμούριοι έχουν έξι μαστικούς αδένες και οι στρεψίρρινοι εν γένει έχουν μακρύτερο ρύγχος και ισχυρότερη όσφρηση.[45]

Ως προς την συμπεριφορά, τα πρωτεύοντα είναι συχνά πολύ κοινωνικά, με ελαστικές ιεραρχίες επικράτησης..[46] Τα είδη του Νέου Κόσμου σχηματίζουν μονογαμικούς δεσμούς και δείχνουν ουσιώδη πατρική στοργή στα μικρά τους, εν αντιθέσει με τα είδη του Παλαιού Κόσμου.[47]

Συμπεριφορά

Κοινωνικά συστήματα

Σύμφωνα με τον Richard Wrangham τα κοινωνικά συστήματα των μη ανθρώπινων πρωτευόντων καλύτερα ταξινομούνται με την ποσότητα της μετακίνησης των θηλυκών ανάμεσα στις διάφορες ομάδες.[48] Πρότεινε τέσσερεις κατηγορίες:

  • Συστήματα μετακίνησης θηλυκών - τα θηλυκά φεύγουν από την ομάδα στην οποία γεννιούνται. Τα θηλυκά μίας ομάδας δεν θα έχουν στενή συγγενική σχέση ενώ τα αρσενικά θα παραμένουν στην γενέθλια ομάδα, και αυτή η στενή σχέση ενδεχομένως επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά. Οι ομάδες που σχηματίζονται είναι εν γένει αρκετά μικρές. Αυτή η οργάνωση φαίνεται στους χιμπαντζήδες, όπου τα αρσενικά, τα οποία τυπικά είναι συγγενικά, συνεργάζονται για την άμυνα της περιοχής της ομάδας. Από τις μαϊμούδες του Νέου Κόσμου, αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται από τα Βραχυτελή (Brachyteles) και τα Ατελή (Ateles).[49]
Ιαπωνικοί μακάκοι κάνουν μαζί μπάνιο στη θερμή πηγή Jigokudani.
  • Συστήματα μετακίνησης αρσενικών - ενώ τα θηλυκά παραμένουν στις γενέθλιες ομάδες, τα αρσενικά μεταναστεύουν στην εφηβεία. Οι πολυγυνικές καθώς και οι πολυ-αρσενικές κοινωνίες κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Το μέγεθος αυτών των ομάδων είναι συνήθως μεγαλύτερο. Αυτό το σύστημα είναι κοινό στους λεμούριους με τη δακτυλιδωτή ουρά, τους καπουτσίνους και τους κεκροπιθηκίνες.[29]
  • Μονογαμικά είδη - δεσμός αρσενικού-θηλυκού, συχνά μαζί με ένα νεαρό απόγονο. Υπάρχει μοιρασμένη ευθύνη γονικής φροντίδας και άμυνας της περιοχής. Ο απόγονος φεύγει από την περιοχή των γονέων κατά την εφηβεία. Οι γίβωνες χρησιμοποιούν ουσιαστικά αυτό το σύστημα, αν και η «μονογαμία» σε αυτό το πλαίσιο δεν σημαίνει κατ' ανάγκη απόλυτη σεξουαλική πίστη.[50]
  • Μοναχικά είδη - συχνά αρσενικά που υπερασπίζονται περιοχές που περιλαμβάνουν και τις περιοχές μερικών θηλυκών. Αυτός ο τύπος οργάνωσης εμφανίζεται στους προσιμιίδες. Οι ουραγκοτάγκοι δεν υπερασπίζονται την περιοχή τους αλλά κατά τα άλλα έχουν αυτού του τύπου την οργάνωση.[51]

Είναι γνωστό ότι εμφανίζονται και άλλα συστήματα. Για παράδειγμα στους Αλουατίνες (Alouattinae) και τα θυληκά και τα αρσενικά εγκαταλείπουν την γενέθλια ομάδα μόλις ωριμάσουν σεξουαλικά, με αποτέλεσμα οι ομάδες που σχηματίζονται να μην αποτελούνται από συγγενικά άτομα.[52] Κάποιοι προσιμιίδες, όπως οι Κολομπίνες και οι Καλλιτριχίνες, χρησιμοποιούν επίσης αυτό το σύστημα.[29]

Οι Χιμπατζήδες είναι κοινωνικά ζώα.

Η ειδικός στα πρωτεύοντα, Τζέιν Γκούνταλ (Jane Goodall), η οποία έκανε τις έρευνές τις στο Εθνικό Πάρκο Gombe Stream, παρατήρησε κοινωνίες σχάσης-σύντηξης (fission-fusion societies).[53] Υπάρχει σχάση όταν η κύρια ομάδα χωρίζεται για την συλλογή τροφής κατά την ημέρα, και έπειτα σύντηξη όταν η ομάδα επιστρέφει το βράδυ για να κοιμηθεί όλη μαζί. Αυτή η κοινωνική δομή παρατηρείται και στους μπαμπουίνους χαμαντρίας (Papio hamadryas),[54] στα Ατελή[52] και στους μπονόμπο.[54] Οι γκελάντα έχουν παρόμοια κοινωνική δομή στην οποία πολλές μικρότερες ομάδες συναντιώνται ώστε να σχηματίσουν προσωρινά κοπάδια εώς και 600 ατόμων.[54]

Αυτά τα κοινωνικά συστήματα επιρεάζονται από τρείς κύριους οικολογικούς παράγοντες: την κατανομή των πόρων, το μέγεθος της ομάδας και την θήρευση.[47] Εντός μιας κοινωνικής ομάδας υπάρχει ισορροπία μεταξύ της συνεργασίας και του ανταγωνισμού. Οι συνεργατικές συμπεριφορές περιλαμβάνουν την κοινωνική περιποίηση (social grooming) (απομάκρυνση παρασίτων και καθάρισμα πληγών), το μοίρασμα της τροφής και την συλλογική άμυνα εναντίον θηρευτών ή την υπεράσπιση της περιοχής. Οι επιθετικές συμπεριφορές συχνά σημαίνουν ανταγωνισμό για την διαθεσιμότητα τροφής, θέσεων ύπνου ή συντρόφων. Η επιθετικότητα χρησιμοποιείται και για την εγκαθίδρυση ιεραρχίας επικράτησης.[47][55]

Οικότοπος και κατανομή

Μακάκος ρέζους στο Φρούριο Άγκρα στην Ινδία.

Τα πρωτεύοντα εξελίχθηκαν από δενδρόβια ζώα, και πολλά είδη ζουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε δέντρα. Τα περισσότερα είδη πρωτευόντων ζουν σε τροπικά βροχοδάση. Ο αριθμός των ειδών πρωτευόντων εντός τροπικών περιοχών έχει αποδειχθεί ότι συσχετίζεται θετικά με το ποσό της βροχόπτωσης και την έκταση των βροχοδασών.[56] Καθώς αποτελούν το 25% έως το 40% των φρουτοβόρων ζώων (ως προς τη βιομάζα) των τροπικών βροχοδάσων, τα πρωτεύοντα παίζουν σημαντικό οικολογικό ρόλο διασπείρωντας σπόρους πολλών ειδών φυτών.[57]

Μερικά είδη είναι εν μέρει εδαφόβια, όπως οι μπαμπουίνοι και οι μαϊμούδες πάτας (Erythrocebus patas), ενώ λίγα είδη είναι εντελώς εδαφόβια όπως οι γκελάντα και οι άνθρωποι. Τα εκτός των ανθρώπων πρωτεύοντα ζουν σε ποικίλα δασώδη ενδιαιτήματα στις τροπικές ζώνες της Αφρικής, της Ινδίας, της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Νότιας Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων βροχοδασών, περιοχών μανγκρόβιας βλάστησης και ορεινών δασών. Υπάρχουν μερικά παραδείγματα μη ανθρώπινων πρωτευόντων που ζούν εκτός της τροπικής ζώνης, όπως ο ορεσίβιος ιαπωνικός μακάκος που ζει στα βόρεια του Χονσού όπου υπάρχει χιόνι οκτώ μήνες το έτος, και ο μακάκος της μπαρμπαριάς που ζει στην οροσειρά του Άτλαντα στην Αλγερία και το Μαρόκο. Τα ενδιαιτήματα των πρωτευόντων καλύπτουν μεγάλο εύρος υψομέτρων: ο Rhinopithecus bieti έχει βρεθεί στα Όρη Χέντζουαν σε υψόμετρο 4.700 m,[58] ο Ορεινός Γορίλας μπορεί να βρεθεί σε υψόμετρο 4.200 m να διασχίζει τα Όρη Βιρούνγκα,[59] και ο Γκελάντα μπορεί να βρεθεί σε υψόμετρο 5.000 m στα Αιθιοπικά Υψίπεδα. Αν και τα περισσότερα είδη εν γένει φοβούνται το νερό, κάποια είναι καλοί κολυμβητές και είναι άνετα σε βάλτους και υγρές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των Nasalis larvatus, Cercopithecus neglectus και Allenopithecus nigroviridis, οι οποίοι έχουν αναπτύξει μία μικρή μεμβράνη ανάμεσα στα δάκτυλα. Κάποια πρωτεύοντα, όπως ο μακάκος ρέζους και ο γκρι λανγκούρ (Semnopithecus), μπορούν να εκμεταλλευτούν τροποποιημένα από τον άνθρωπο περιβάλλοντα και να ζήσουν ακόμα και σε πόλεις.[54][60]

Σημειώσεις

  • Οι μεταφράσεις ορισμένων ταξινομικών ομάδων ίσως να μην είναι ακριβείς, καθώς δεν υπάρχει επίσημος ελληνικός φορέας μετάφρασης ταξινομικών βαθμίδων, ούτε συναντώνται πουθενά στην ελληνική βιβλιογραφία.
  • α Οι άνθρωποι κατοικούν σε κάθε ήπειρο αν συνυπολογίσουμε τους επιστημονικούς και μετεωρολογιακούς σταθμούς στην Ανταρκτική.

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Groves, C. (2005). Wilson, D. E., & Reeder, D. M, eds, επιμ. Mammal Species of the World (3η έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 111–184. OCLC 62265494. ISBN 0-801-88221-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link) CS1 maint: Extra text: editors list (link)
  2. Goodman, M., Tagle, D. A., Fitch, D. H., Bailey, W., Czelusniak, J., Koop, B. F., Benson, P. & Slightom, J. L. (1990). «Primate evolution at the DNA level and a classification of hominoids». Journal of Molecular Evolution 30 (3): 260–266. doi:10.1007/BF02099995. PMID 2109087. 
  3. 3,0 3,1 «Primate». Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, Inc.. 2008. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/476264/primate. Ανακτήθηκε στις 2008-07-21. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Helen J Chatterjee, Simon Y.W. Ho , Ian Barnes & Colin Groves (2009). «Estimating the phylogeny and divergence times of primates using a supermatrix approach». BMC Evolutionary Biology 9: 259. doi:10.1186/1471-2148-9-259. PMID 19860891 
  5. Janečka, J. E.; Miller, W., Pringle, T. H., Wiens, F., Zitzmann, A., Helgen, K. M., Springer, M. S. & Murphy, W. J. (2007). «Molecular and Genomic Data Identify the Closest Living Relative of Primates». Science 318 (5851): 792–794. doi:10.1126/science.1147555. PMID 17975064. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις June 21, 2008. http://web.archive.org/web/20080621092403/http://www.sciencemag.org/cgi/content/full/318/5851/792. Ανακτήθηκε στις 2008-08-17. 
  6. Kavanagh, M. (1983). A Complete Guide to Monkeys, Apes and Other Primates. New York: Viking Press. σελ. 18. ISBN 0670435430. 
  7. McKenna, M. C. and Bell, S. K. (1997). Classification of Mammals Above the Species Level. New York: Columbia University Press. σελ. 329. ISBN 023111012X. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  8. Williams, B.A.; Kay, R.F.; Kirk, E.C. (2010). «New perspectives on anthropoid origins». Proceedings of the National Academy of Sciences 107 (11): 4797–4804. doi:10.1073/pnas.0908320107. PMID 20212104. 
  9. «Nova - Meet Your Ancestors». PBS. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2008. 
  10. «Plesiadapis» (PDF). North Dakota Geological Survey. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2008. 
  11. Lee, M. (September 1999). «Molecular Clock Calibrations and Metazoan Divergence Dates». Journal of Molecular Evolution 49 (3): 385–391. doi:10.1007/PL00006562. PMID 10473780. 
  12. «Scientists Push Back Primate Origins From 65 Million To 85 Million Years Ago». Science Daily. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2008. 
  13. Tavare, S., Marshall, C. R., Will, O., Soligo, C. & Martin R.D. (April 18, 2002). «Using the fossil record to estimate the age of the last common ancestor of extant primates». Nature 416 (6882): 726–729. doi:10.1038/416726a. PMID 11961552. 
  14. Klonisch, T., Froehlich, C., Tetens, F., Fischer, B. & Hombach-Klonisch, S. (2001). «Molecular Remodeling of Members of the Relaxin Family During Primate Evolution». Molecular Biology and Evolution 18 (3): 393–403. PMID 11230540. http://mbe.oxfordjournals.org/cgi/content/full/18/3/393. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 Horvath, J. et al. (2008). «Development and Application of a Phylogenomic Toolkit: Resolving the Evolutionary History of Madagascar's Lemurs» (PDF). Genome Research 18 (3): 490. doi:10.1101/gr.7265208. PMID 18245770. PMC 2259113. http://www.biology.duke.edu/wraylab/papers/Horvath&al_2008.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22.  [νεκρός σύνδεσμος]
  16. 16,0 16,1 Mittermeier, R., Ganzhorn, J., Konstant, W., Glander, K., Tattersall, I., Groves, C., Rylands, A., Hapke, A., Ratsimbazafy, J., Mayor, M., Louis, E., Rumpler, Y., Schwitzer, C. & Rasoloarison, R. (December 2008). «Lemur Diversity in Madagascar». International Journal of Primatology 29 (6): 1607–1656. doi:10.1007/s10764-008-9317-y. 
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 Sellers, Bill (20 Οκτωβρίου 2000). «Primate Evolution» (PDF). University of Edinburgh. σελίδες 13–17. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2008. 
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Hartwig, W. (2007). «Primate Evolution». Στο: Campbell, C., Fuentes, A., MacKinnon, K., Panger, M. & Bearder, S. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελίδες 13–17. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  19. Franzen, Jens L.; et al. (2009). «Complete Primate Skeleton from the Middle Eocene of Messel in Germany: Morphology and Paleobiology». PLoS ONE 4 (5): e5723. doi:10.1371/journal.pone.0005723. PMID 19492084. PMC 2683573. http://www.plosone.org/doi/pone.0005723. 
  20. Ciochon, R. & Fleagle, J. (1987). Primate Evolution and Human Origins. Menlo Park, California: Benjamin/Cummings. σελ. 72. ISBN 9780202011752. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  21. 21,0 21,1 Garbutt, N. (2007). Mammals of Madagascar, A Complete Guide. A&C Black Publishers. σελίδες 85–86. ISBN 978-0-300-12550-4. 
  22. 22,0 22,1 Mittermeier, R.A. (2006). Lemurs of Madagascar (2nd έκδοση). Conservation International. σελίδες 23–26. ISBN 1-881173-88-7.  Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)
  23. Shekelle, M. (2005). «Evolutionary Biology of Tarsiers». http://rmbr.nus.edu.sg/bejc/. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  24. Schmidt, T. et al. (2005). «Rapid electrostatic evolution at the binding site for cytochrome c on cytochrome c oxidase in anthropoid primates». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 102 (18): 6379–6384. doi:10.1073/pnas.0409714102. PMID 15851671. PMC 1088365. http://www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi?artid=1088365. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  25. Marivaux, L. et al. (2005-06-14). «Anthropoid primates from the Oligocene of Pakistan (Bugti Hills): Data on early anthropoid evolution and biogeography». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 102 (24): 8436–8441. doi:10.1073/pnas.0503469102. PMID 15937103. PMC 1150860. http://www.pubmedcentral.nih.gov/articlerender.fcgi?artid=1150860. Ανακτήθηκε στις 2008-08-22. 
  26. Schrago, C.G. & Russo, C.A.M. (2003). «Timing the Origin of New World Monkeys» (PDF Reprint). Molecular Biology and Evolution 20 (10): 1620–1625. doi:10.1093/molbev/msg172. PMID 12832653. http://mbe.oxfordjournals.org/cgi/reprint/20/10/1620.pdf. 
  27. Houle, A. (1999). «The origin of platyrrhines: An evaluation of the Antarctic scenario and the floating island model». American Journal of Physical Anthropology 109 (4): 541–559. doi:10.1002/(SICI)1096-8644(199908)109:4<541::AID-AJPA9>3.0.CO;2-N. PMID 10423268. 
  28. Andrews, P. & Kelley, J. (2007). «Middle Miocene Dispersals of Apes». Folia Primatologica 78 (5-6): 328–343. doi:10.1159/000105148. PMID 17855786. 
  29. 29,0 29,1 29,2 Strier, K. (2007). Primate Behavioral Ecology (3rd έκδοση). Allyn & Bacon. σελίδες 7, 64, 71, 77, 182–185, 273–280, 284, 287–298. ISBN 0-205-44432-6. 
  30. Pough, F. W., Janis, C. M. & Heiser, J. B. (2005) [1979]. «Primate Evolution and the Emergence of Humans». Vertebrate Life (7th έκδοση). Pearson. σελ. 650. ISBN 0-13-127836-3. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  31. Groves, C. P. (2001). Primate Taxonomy. Smithsonian Institution Press. ISBN 1-56098-872-X. 
  32. 32,0 32,1 Rylands, A. B. & Mittermeier, R. A. (2009). «The Diversity of the New World Primates (Platyrrhini)». Στο: Garber, P. A., Estrada, A., Bicca-Marques, J. C., Heymann, E. W. & Strier, K. B. South American Primates: Comparative Perspectives in the Study of Behavior, Ecology, and Conservation. Springer. ISBN 978-0-387-78704-6. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  33. Linnaeus, C. (1758). Sistema naturae per regna tria Naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus differentiis, synonimis locis. Tomus I. Impensis direct. Laurentii Salvii, Holmia. σελίδες 20–32. 
  34. Linnaeus, C. (1735). Sistema naturae sive regna tria Naturae systematice proposita per classes, ordines, genera, & species. apud Theodorum Haak, Lugduni Batavorum. σελίδες s.p. 
  35. Blainville, H. (1839). «Nouvelle classification des Mammifères». Annales Françaises et Etrangères d'Anatomie et de Physiologie Appliquées à la Médicine et à l'Histoire Naturelle, 3. σελίδες 268–269. 
  36. Thorington, R. W., Jr. & Anderson, S. (1984). «Primates». Στο: Anderson, S. & Jones, J. K., Jr. Orders and Families of Recent Mammals of the World. New York: John Wiley and Sons. σελίδες 187–217. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  37. McKenna, M. C. & Bell, S. K. (1997). Classification of Mammals: Above the species level. New York: Columbia University Press. σελ. 631. ISBN 0-231-11013-8. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  38. Strier, K. (2007). Primate Behavioral Ecology (Third έκδοση). σελίδες 50–53. ISBN 0-295-44432-6 Check |isbn= value: checksum (βοήθεια). 
  39. Tenaza, R. (1984). «Songs of hybrid gibbons (Hylobates lar × H. muelleri)». American Journal of Primatology 8 (3): 249–253. doi:10.1002/ajp.1350080307. 
  40. 40,0 40,1 Bernsteil, I. S. (1966). «Naturally occurring primate hybrid». Science 154 (3756): 1559–1560. doi:10.1126/science.154.3756.1559. PMID 4958933. 
  41. Sugawara, K. (1979). «Sociological study of a wild group of hybrid baboons between Papio anubis and P. hamadryas in the Awash Valley, Ethiopia». Primates 20 (1): 21–56. doi:10.1007/BF02373827. 
  42. Jolly, C. J. et al. (1997). «Intergeneric Hybrid Baboons». International Journal of Primatology 18 (4): 597–627. doi:10.1023/A:1026367307470. 
  43. 43,00 43,01 43,02 43,03 43,04 43,05 43,06 43,07 43,08 43,09 43,10 43,11 43,12 Pough, F. W., Janis, C. M. & Heiser, J. B. (2005) [1979]. «Characteristics of Primates». Vertebrate Life (7th έκδοση). Pearson. σελ. 630. ISBN 0-13-127836-3. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  44. 44,0 44,1 Soligo, C., Müller, A.E. (1999). «Nails and claws in primate evolution». Journal of Human Evolution 36 (1): 97–114. doi:10.1006/jhev.1998.0263. PMID 9924135. 
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 45,4 45,5 45,6 Macdonald, David (2006). «Primates». The Encyclopedia of Mammals. The Brown Reference Group plc, σσ. 290–307. ISBN 0-681-45659-0. 
  46. White, T. & Kazlev, A. (8 Ιανουαρίου 2006). «Archonta: Primates». Palaeos. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2008. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  47. 47,0 47,1 47,2 Pough, F. W., Janis, C. M. & Heiser, J. B. (2005) [1979]. «Primate Societies». Vertebrate Life (7th έκδοση). Pearson. σελίδες 621–623. ISBN 0-13-127836-3. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  48. Wrangham, R. W. (1982). «Mutualism, kinship and social evolution». Current Problems in Sociobiology. Cambridge University Press. σελίδες 269–289. ISBN 0521242037. 
  49. Fiore, A. D. & Campbell, C. J. (2007). «The Atelines». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 175. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  50. Bartlett, T. Q. (2007). «The Hylobatidae». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 283. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  51. Knott, C. D. & Kahlenberg, S. M. (2007). «Orangutans in Perspective». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  52. 52,0 52,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Sussman2003.
  53. Constable, J. L. et al. (2001). «Noninvasive paternity assignment in Gombe chimpanzees». Molecular Ecology 10 (5): 1279–1300. doi:10.1046/j.1365-294X.2001.01262.x. PMID 11380884. 
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 Rowe, N. (1996). The Pictorial Guide to the Living Primates. Pogonias Press. σελίδες 4, 139, 143, 154, 185, 223. ISBN 0-9648825-0-7. 
  55. Smuts, B.B., Cheney, D.L. Seyfarth, R.M., Wrangham, R.W., & Struhsaker, T.T. (Eds.) (1987). Primate Societies. Chicago: University of Chicago Press for articles on the structure and function of various primate societies.
  56. Reed, K. & Fleagle, J. (August 15. 1995). «Geographic and climatic control of primate diversity». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 92 (17): 7874–7876. doi:10.1073/pnas.92.17.7874. PMID 7644506. PMC 41248. http://www.pnas.org/content/92/17/7874.full.pdf+html. 
  57. Chapman, C. & Russo, S. (2007). «Primate Seed Dispersal». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 510. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  58. Long, Y. C., Kirkpatrick, R. C., Zhong, T., and Xiao, L. (1994). «Report on the distribution, population, and ecology of the Yunnan snub-nosed monkey (Rhinopithecus bieti)». Primates 35: 241–250. doi:10.1007/BF02382060. 
  59. Schaller, G. B. (1963). The Mountain Gorilla: Ecology and Behavior. Chicago: University Chicago Press. ISBN 978-0226736358. 
  60. Wolfe, L. D. & Fuentes, A. (2007). «Ethnoprimatology». Στο: Campbell, C. J., Fuentes, A., MacKinnon, K. C., Panger, M. & Bearder, S. K. Primates in Perspective. Oxford University Press. σελ. 692. ISBN 978-0-19-517133-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Primate της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).