Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χάνταμαρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 50°27′3″N 8°2′30″E / 50.45083°N 8.04167°E / 50.45083; 8.04167

Το κάστρο του Χάνταμαρ

Χάνταμαρ (γερμ. NS-Tötungsanstalt Hadamar) ονομάστηκε το Ίδρυμα, το οποίο, κατά την περίοδο 1941-1945, ήταν ένα από τα κέντρα στα οποία υλοποιήθηκε το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4. Έλαβε το όνομά του από την παρακείμενη πόλη Χάνταμαρ στο ομόσπονδο (σήμερα) κρατίδιο της Έσσης (Hessen).

Το 1883 δημιουργήθηκε ένα ίδρυμα αποκατάστασης πρώην φυλακισμένων (Korrigenden-Anstalt) και στον λόφο Μέχσμπεργκ (Möchsberg), που δεσπόζει της μικρής πόλης του Χάνταμαρ, κατασκευάσθηκε ένα κτίσμα για την στέγασή του. Κατά την αρχή του 20ού αιώνα το κτίσμα περιέλαβε και ορισμένες ιατρικές εγκαταστάσεις για την περίθαλψη διανοητικά ταραγμένων ατόμων. Οι εγκαταστάσεις αυτές επεκτάθηκαν και, το 1906, το κτίσμα είχε πλέον μετατραπεί σε ψυχιατρείο.

Το 1930 στο ίδρυμα νοσηλεύονταν 320 ασθενείς, ήδη υπεράριθμοι, αφού το κτίσμα μπορούσε να στεγάσει μόνο 250. Το 1934 η ναζιστική Κυβέρνηση ψήφισε νόμο για την μείωση του κόστους νοσηλείας των πνευματικά ασθενών και άρχισε να κλείνει αντίστοιχα νοσηλευτικά ιδρύματα. Το 1936 οι τρόφιμοι των ιδρυμάτων ήταν κυριολεκτικά στοιβαγμένοι στα ιδρύματα, ενώ οι συνθήκες διαβίωσής τους είχαν χειροτερέψει σημαντικά, λόγω της κακής ποιότητας και της ανεπαρκούς ποσότητας διατροφής τους. Στο Χάνταμαρ το 1939 στεγάζονται περίπου 600 άτομα.

Κέντρο Ευθανασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 1939 το Χάνταμαρ "βαφτίστηκε" στρατιωτικό νοσοκομείο και αρκετοί ασθενείς του μεταφέρθηκαν σε άλλα, παραπλήσια ιδρύματα. Μεταξύ Νοεμβρίου 1940 και Ιανουαρίου 1941 κάποιοι από τους θαλάμους ασθενών μετατράπηκαν σε χώρους διαμονής για το ιατρικό και διοικητικό προσωπικό που επρόκειτο να εγκατασταθεί εκεί: Το Χάνταμαρ είχε μετατραπεί σε κέντρο ευθανασίας και σε αυτό μεταφέρθηκε το προσωπικό του κέντρου ευθανασίας του Γκράφενεκ (Grafeneck, κοντά στη Στουτγκάρδη), του οποίου η λειτουργία είχε διακοπεί. Οι θάλαμοι ασθενών βρίσκονταν πλέον στον πρώτο όροφο. Στο ισόγειο κατασκευάσθηκε ένα "λουτρό", το οποίο, όμως, ήταν στην πραγματικότητα καμουφλαρισμένος θάλαμος δηλητηριώδους αερίου. Το αέριο διοχετευόταν στο "λουτρό" από το παρακείμενο δωμάτιο μέσω σωλήνων που κατέληγαν στην οροφή του. Παράλληλα πολύ κοντά στο "λουτρό" κατασκευάσθηκε και ένα κρεματόριο με δύο φούρνους αποτέφρωσης, με καπνοδόχο που κατέληγε στη στέγη του κτηρίου.

Σε καθημερινή βάση άρχισαν να καταφθάνουν μεγάλα γκρί λεωφορεία, τα οποία μετέφεραν ασθενείς από τα παρακείμενα ιδρύματα - διαμετακομιστικούς σταθμούς: Χέρμπρον, Βάιλμίνστερ, Κίντριχ, Ίντστάιν, Νάσσαου, Λάνγκεφελντ, Βάινσμπεργκ, Βίσλοχ και Άντερναχ. Από το γκαράζ του κτηρίου, όπου κατέληγαν τα λεωφορεία, ξεκινούσε ένας διάδρομος, ο οποίος είχε επονομαστεί "το ρέμα", και κατέληγε στο κτήριο εξόντωσης. Ο διάδρομος αυτός αποτέλεσε το πρότυπο για τους αντίστοιχους διαδρόμους (είχαν επονομαστεί εκεί "σωλήνες") που κατασκευάστηκαν στα Ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης της Επιχείρησης Ράινχαρντ, δηλ. του Κέλμνο, του Ζομπίμπορ και της Τρεμπλίνκα.

Οι ιατροί που υπηρέτησαν στο Ίδρυμα όσο αυτό ήταν κέντρο ευθανασίας του Προγράμματος Τ-4 ήσαν οι Ερνστ Μπάουμχαρντ (Ernst Baumhard), Γκίντερ Χένεκε, (Günther Hennecke), Φρίντριχ Μπέρνερ (Friedrich Berner) και Χανς - Μπόντο Γκόργκας (Hans - Bodo Gorgass)[1]. Στον δημόσιο δρόμο που οδηγούσε στο Ίδρυμα είχαν τοποθετηθεί πινακίδες, με τις οποίες απαγορευόταν η πρόσβαση "λόγω κινδύνου μετάδοσης επιδημικών ασθενειών". Όμως, ο καπνός που έβγαινε από την καπνοδόχο της οροφής και η οσμή που μεταδιδόταν σε όλη την περιοχή δεν ήταν δυνατό να περάσουν απαρατήρητα. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι της Χάνταμαρ είχαν γνώση του τι ακριβώς συνέβαινε στο Ίδρυμα. Οι εκτελέσεις των διανοητικά ασθενών άρχισαν στις 13 Ιανουαρίου 1941 και συνεχίστηκαν με ρυθμό περίπου 100 θυμάτων ανά ημέρα. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1941 ο τότε αρχίατρος του Ιδρύματος Φρίντριχ Μπέρνερ (Friedrich Berner ) γιόρτασε, με άφθονη μπίρα, την θανάτωση του 10.000ού θύματος. Στις 24 Αυγούστου του 1941, όμως, οι δραστηριότητες αυτές σταμάτησαν ύστερα από εντολή του Χίτλερ, καθώς είχαν σημειωθεί σημαντικές διαρροές σχετικά με το τι ακριβώς συνέβαινε εκεί. Ο Επίσκοπος του Λίμπουργκ, της μεγαλύτερης πόλης στην περιοχή, είχε αποστείλει επιστολή διαμαρτυρίας, αναφέροντας, παράλληλα, ότι οι μαθητές των σχολείων της περιοχής είχαν επονομάσει τα γκρίζα λεωφορεία μεταφοράς "τα καφάσια του θανάτου" και απειλούσαν ο ένας τον άλλο με τη φράση "Πρόσεχε, γιατί θα καταλήξεις στους φούρνους του Χάνταμαρ!". Οι κάτοικοι της περιοχής κοιτάζοντας τον πυκνό καπνό της καμινάδας του Ιδρύματος έλεγαν ο ένας στον άλλο: "Η Γερμανία δεν πρόκειται να κερδίσει τον πόλεμο, αν υπάρχει ακόμη Θεός".

Το Χάνταμαρ, επίσημα, σταμάτησε να είναι κέντρο ευθανασίας του προγράμματος Τ-4. Οι εγκαταστάσεις εξόντωσης και αποτέφρωσης κατεδαφίστηκαν και οι χώροι διαμονής διαρρυθμίστηκαν και πάλι ως θάλαμοι ασθενών. Το προσωπικό που συμμετείχε στο πρόγραμμα μετατέθηκε προς τα ανατολικά και τοποθετήθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης στην Πολωνία, όπου αποδείχτηκε πολύ "χρήσιμο", λόγω της "τεχνογνωσίας" που είχε αποκτήσει στο Ίδρυμα.

Η - ανεπίσημη πλέον - δραστηριότητα ευθανασίας ξανάρχισε στο Χάνταμαρ το 1942. Αυτή τη φορά τα θύματα εξοντώνονταν με πιο "ήπιους" τρόπους - και, παράλληλα, δύσκολο να αποκαλυφθούν: Χρησιμοποιούνταν ενέσεις δηλητηριωδών ουσιών (κυρίως βαρβιτουρικών ή συνδυασμού μορφίνης - σκοπαλαμίνης). Οι εξοντώσεις είχαν, όπως ήταν φυσικό, πολύ μικρότερη κλίμακα και πριν κάποιος ασθενής εξοντωθεί εξεταζόταν σχετικά καλά το ιατρικό του παρελθόν. Η πρακτική αυτή σταμάτησε όταν, το 1944, άρχισαν να μεταφέρονται εκεί Πολωνοί και Ρώσοι εργάτες, πολλοί από τους οποίους έπασχαν (ή υπήρχαν υπόνοιες γι' αυτό) από φυματίωση. Η εξόντωσή τους έγινε σχεδόν αυτόματη, χωρίς να προηγείται ιατρική εξέταση (μερικοί εξετάζονταν, μάλιστα, μετά το θάνατό τους). Μέχρι το 1942 τα θύματα ενταφιάζονταν στο τοπικό νεκροταφείο. Καθώς, όμως, ο αριθμός τους άρχισε σταδιακά και πάλι να αυξάνεται, πίσω από το κτήριο δημιουργήθηκαν ομαδικοί τάφοι.

Στο μεταξύ και λόγω των γραφειοκρατικών προβλημάτων που προέκυπταν, στις 15 Απριλίου 1943 άρχισαν να καταφθάνουν ομάδες παιδιών που προέρχονταν από μικτούς γάμους (Εβραίων με Γερμανίδες και αντίστροφα). Η επίσημη κάλυψη ήταν πως εκεί ήταν, για τα παιδιά αυτά, μια "στέγη επιμόρφωσης". Ο αριθμός των παιδιών που μεταφέρθηκαν εκεί και εξοντώθηκαν με δηλητηριώδεις ενέσεις είναι άγνωστος. Τα παιδιά αυτά ήταν υγιή και ο νόμος δεν επέτρεπε την μεταγωγή τους σε στρατόπεδα εξόντωσης. Το Υπουργείο Εσωτερικών (και όχι η Γκεστάπο ήταν αυτό που είχε επινοήσει την μέθοδο για την - μερική έστω - εξόντωσή τους. Το 1944 ο αριθμός των "ασθενών" στο Ίδρυμα ανερχόταν σε 700.

Στις 26 Μαρτίου του 1945 η 2η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ κατέλαβε την πόλη Χάνταμαρ. Μπαίνοντας στο Ίδρυμα οι Αμερικανοί σύντομα αντιλήφθηκαν τι γινόταν εκεί και δεν άργησαν να ανακαλύψουν και τους ομαδικούς τάφους στο πίσω μέρος του κτηρίου. Στο φαρμακείο του Ιδρύματος ανευρέθηκαν περίπου 10 κιλά βαρβιτουρικών "Veronal" και "Luminal" Το νοσηλευτικό προσωπικό συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη.

Οι δίκες για το Χάνταμαρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο συγκρότησε ειδικό Δικαστήριο [3], το οποίο και συνεδρίασε στο Βίσμπάντεν. Πρόεδρος ορίστηκε ο Συνταγματάρχης Έντουαρντ Ρόμπερτς (Edward R. Roberts) και Δημόσιος Κατήγορος ο Συνταγματάρχης Λέον Γιαβόρσκι (Leon Jaworski) (το όνομα του οποίου ακούστηκε ξανά πολύ αργότερα, στην Υπόθεση Γουότεργκέιτ). Η κατηγορία ήταν η Παραβίαση της Διεθνούς Νομοθεσίας και κατηγορούμενοι οι Άλφονς Κλάιν, Άντολφ Βάλμαν, Χάινριχ Ρουόφ, Καρλ Βίλλιγκ, Άντολφ Μέρκλε, Ίρμγκαρντ Χούμπερ και Φίλιπ Μπλουμ (Alfons Klein, Adolf Wahlmann, Heinrich Ruoff, Karl Willig, Adolf Merkle, Irmgard Huber και Philipp Blum). Στη δίκη αυτή η Χούμπερ (Προϊσταμένη Νοσοκόμος στο Ίδρυμα) παραδέχθηκε πως ό,τι συνέβη στο Ίδρυμα μόνον ως μαζική δολοφονία μπορεί να περιγραφεί. Όλοι οι κρατούμενοι καταδικάσθηκαν, οι Ρουόφ, Βίλιγκ και Κλάιν σε θάνατο με απαγχονισμό και εκτελέσθηκαν, ο Βάλμαν σε ισόβια και οι Μέρκλε, Μπλουμ και Χούμπερ σε φυλάκιση 35, 30 και 25 ετών αντίστοιχα.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1947 στο Δικαστικό μέγαρο της Φρανκφούρτης άρχισε δεύτερη δίκη με κατηγορούμενα εικοσιπέντε συνολικά άτομα και με την κατηγορία ότι συνήργησαν στις δολοφονίες διανοητικά ασθενών τροφίμων του Χάνταμαρ. Ανάμεσα στους κατηγορουμένους ήταν ο ήδη καταδικασμένος Βάλμαν. Από τους κατηγορουμένους οι Χανς Μπόντο Γκόργκας (Hans Bodo Gorgass) και Άντολφ Βάλμαν καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου. Ωστόσο δεν εκτελέσθηκαν, επειδή κατόπιν η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Και οι δύο δεν παρέμειναν στην φυλακή, καθώς την επόμενη δεκαετία αποφυλακίσθηκαν. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης μέχρις οκτώ έτη.

Το Χάνταμαρ σήμερα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1983 στο Ίδρυμα ανεγέρθηκε ένα μικρό μνημείο, για να θυμίζει τι έγινε εκεί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής διακυβέρνησης της Γερμανίας. Το κτήριο, αφού συντηρήθηκε, παραμένει σε χρήση ως ψυχιατρείο ακόμη και σήμερα.

  1. Henry Friedlander, The Origins of Nazi Genocide: From Euthanasia to the Final Solution, σελ. 89
  2. Law-Reports of Trials of War Criminals, The United Nations War Crimes Commission, Volume I, London, HMSO, 1947
  3. «Πανεπιστήμιο του Bristol, Σύσταση Δικαστηρίου, Σύνοψη Δίκης». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουνίου 2007. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2008. 
  • Friedlander, Henry, The Origins of Nazi Genocide: From Euthanasia to the Final Solution, Chapel Hill: University of North Carolina Press, 1995
  • Friedlander, Henry,Social Outsiders in Nazi Germany
  • Law-Reports of Trials of War Criminals, The United Nations War Crimes Commission, Volume I, London, HMSO, 1947
  • Burleigh, Michael, Death and Deliverance: "Euthanasia" in Germany c. 1900-1945, Cambridge: Cambridge University Press, 1994
  • Kogon Eugen, Langbein Hermann, Rückerl Adalbert (επιμ.) Nazi Mass Murder: A Documentary History of the Use of Poison Gas, Yale University Press, New Haven and London, 1993

Στα περισσότερα πιο πάνω βιβλία μπορείτε να έχετε προεπισκόπηση στο Google books

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]