Φάουλ
Εμφάνιση
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο όρος φάουλ (αγγλικά: foul) στον αθλητισμό αναφέρεται σε διάφορα είδη αντικανονικής ενέργειας κάποιου παίκτη, στην απόφαση που παίρνει ο διαιτητής όταν ένας παίκτης κάνει αυτήν την αντικανονική ενέργεια, αλλά και στην εκτέλεση της ποινής, ανάλογα με το άθλημα. Η λέξη αποτελεί φωνητική απόδοση της αγγλικής λέξης foul που σημαίνει σφάλμα και η οποία προσδιορίζει στην αγγλική γλώσσα τις παραπάνω έννοιες.
Τα είδη των αντικανονικών ενεργειών και οι ποινές που επιφέρουν διαφέρουν από άθλημα σε άθλημα.
Αθλητισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκφράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη χρησιμοποιείται πλέον και εκτός αθλητισμού, μεταφορικά, σε εκφράσεις όπως είμαι φάουλ ή πιάνω κάποιον φάουλ.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |