Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τρία Κάστρα, Οχυρωματικό Τείχος και Ερείπια της πόλης Μπελλιντσόνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Τρία Κάστρα, Οχυρωματικό Τείχος και Ερείπια της πόλης Μπελλιντσόνα
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλοςΕλβετία Ελβετία
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαiv
Ταυτότητα884
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή2000 ( συνεδρίαση)


Η Μπελλιντζόνα (Bellinzona, λατ. Blizuna) είναι ελβετική πόλη, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομώνυμου καντονίου της Ελβετίας. Δημιουργήθηκε κατά την ρωμαϊκή εποχή σε μια θέση η οποία ελέγχει ολόκληρη την κοιλάδα του Τιτσίνο, που αποτελεί σημαντικό πέρασμα, μέσω των Άλπεων, από την βόρεια Ιταλία προς τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, καθώς ελέγχει τα περάσματα του Νούφενεν (Nufenen), του Γκότταρντ (Gotthard), του Λουκμάνιερ (Lukmanier) και του Σαν Μπερναρντίνο (San Bernardino). Κατέχει, επίσης, σημαντική θέση σε σχέση με την κοιλάδα του Πάδου. Η γνευσιακή κορυφογραμμή του Καστελγκράντε (Castel Grande), η οποία εκτείνεται κάτω από την κοιλάδα, αποτέλεσε πόλο έλξης των πρώτων κατοίκων, καθώς παρέχει ισχυρό καταφύγιο.[1]

Η περιοχή του Castel Grande είναι πιθανώς η πρώτη κατοικημένη περιοχή του Τιτσίνο. Υπάρχουν ενδείξεις συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή της Μπελλιντσόνα ήδη από τη νεολιθική εποχή.[2] Βρέθηκαν ταφικά πεδία και μεμονωμένα υπολείμματα κτισμάτων (στρογγυλές και οβάλ καλύβες). Στην αστική περιοχή της Μπελλιντσόνα ίχνη προϊστορικής ανθρώπινης παρουσίας εντοπίστηκαν στην κορυφογραμμή Castel Grande, χρονολογούμενα από τη Νεολιθική Εποχή, την Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου. Το φυσικό καταφύγιο που δημιουργεί η κορυφογραμμή προσείλκυσε τεχνίτες, οι οποίοι ήθελαν να διαφυλάξουν τόσο τις πρώτες ύλες τους (χαλαζία (ορεία κρύσταλλο, που ανευρέθη ως πρώτη ύλη κατασκευής εργαλείων), μέταλλα κτλ. από τις εχθρικές επιβουλές.[3]

Υπό τον Αυτοκράτορα Αύγουστο ολόκληρη η περιοχή των Άλπεων ενσωματώνεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ύστερα από μια σειρά εκστρατειών. Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν, με τέχνασμα, την κορυφογραμμή Καστελγκράντε και κατασκεύασαν εκεί ένα φρούριο. Υπολείμματα του κτίσματος, μαζί με άλλα, ήσσονος σημασίας ευρήματα, αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές που έγιναν το 1967. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ύστερα από την διοικητική αναδιοργάνωση του ρωμαϊκού κράτους, το φρούριο έχασε τη στρατηγική του σημασία και σχεδόν περιέπεσε σε αχρηστία. Επανήλθε σε κανονική χρήση ως οχυρό περίπου τον 4ο αιώνα, την περίοδο που ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος αναμόρφωσαν το ρωμαϊκό κράτος και αναδιάρθρωσαν το αμυντικό του σύστημα: Η είσοδος στην Ιταλία μέσω των Άλπεων προστατεύτηκε από μια σειρά οχυρωματικών έργων που κατασκευάστηκαν σε όλες τις εξόδους των κοιλάδων της οροσειράς προς την πλευρά της ιταλικής χερσονήσου. Η κατασκευή αυτή κατέληξε στη δημιουργία ενός φρουρίου στο Καστελγκράντε ικανού μεγέθους ώστε να μπορεί να στεγάσει μια κοόρτη (1000 άνδρες). Στο νότιο άκρο του πλατώματος όπου κατασκευάστηκε το κάστρο αποκαλύφθηκε από τις ανασκαφές ένα τείχος κατασκευασμένο από πλίνθους, το οποίο διέθετε και πύλη. Η πλέον επικρατής θεωρία είναι ότι αυτήν ακριβώς την εποχή δημιουργήθηκε, γύρω από το κάστρο, η σημερινή πόλη της Μπελλιντσόνα.[4] Κατά την ταραχώδη περίοδο της φθίνουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η περιοχή της Μπελλιντσόνα καταλήφθηκε διαδοχικά από τους Οστρογότθους, τους Βυζαντινούς και, τελικά, από τους Λομβαρδούς.[2]

Κατά τον 10ο αιώνα η Μπελλιντσόνα αποτελούσε τμήμα των κτήσεων του ιδρυτή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Όθωνα του Α'. Οι πρώτες οχυρωματικές κατασκευές πιθανότατα χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο. Γύρω στο 1000 το κάστρο και η γύρω από αυτό περιοχή δόθηκαν στον Επίσκοπο του Κόμο. Τότε το εσωτερικό του κάστρου Καστελγκράντε διευθετήθηκε ώστε να περιλάβει οικίες, γεγονός που το μετέτρεψε σε μικρή οχυρωμένη πόλη. Το 1242 αγοράστηκε από την οικογένεια Βισκόντι του Μιλάνου.[5] Κατά τον 12ο αιώνα το κάστρο περιήλθε στην κατοχή του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσσα και η πόλη έξω από αυτό άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Τιτσίνο, ενώ βελτιώθηκαν οι οχυρώσεις. Η επέκταση της "εξωτερικής" του κάστρου πόλης συνεχίστηκε και κατά τον 13ο, 14ο και 15ο αιώνα. Η επέκταση αυτή οδήγησε στη δημιουργία και άλλου κάστρου από την "σύμμαχη" οικογένεια των Ρουσκόνι (Rusconi) του Κόμο[5] και έτσι, περίπου το 1300 κατασκευάστηκε το κάστρο του Μοντεμπέλλο, το οποίο ενσωματώθηκε στο οχυρωματικό σύστημα της περιοχής. Γύρω στα 1420 η ελβετική ομοσπονδία, βόρεια του περάσματος Γκόταρντ, επιζητούσε να διασφαλίσει τη θέση της, κατακτώντας εδάφη νότια του περάσματος και αρχίζοντας εκστρατεία κατά των δυνάμεων του Μιλάνου. Το 1475 ο Άτσο Βισκόντι διακήρυξε ότι η Μπελλιντσόνα "ήταν το κλειδί και η πύλη εισόδου στην Ιταλία από βορράν".[6] Η βίαιη αυτή εκστρατεία ανάγκασε την κρατούσα οικογένεια των Σφόρτσα (Sforza) του Μιλάνου να ενισχύσει αρχικά τα υπάρχοντα κάστρα και, το 1480 να κατασκευάσει και τρίτο κάστρο[5] στα νοτιοδυτικά του Καστελγκράντε, το κάστρο του Σάσσο Κόρμπαρο (Sasso Corbaro).[2] Με την συνθήκη της Αρόνα του 1503 η ελβετική ομοσπονδία κέρδισε την κατοχή της περιοχής και, μολονότι τα κάστρα είχαν πλέον χάσει τη στρατηγική τους σημασία, αποφάσισε τη διατήρησή τους και όχι την κατεδάφισή τους. Το 1803 το Καστελγκράντε χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή και οπλοστάσιο. Η σύγχρονη πόλη επεκτάθηκε με χρήση υλικών από τα ερείπια των οχυρώσεων και, το 1882, επεκτάθηκε το οπλοστάσιο.[2] Το 1878 η Μπελλιντσόνα, όντας εναλλασσόμενη πρωτεύουσα του καντονίου του Τιτσίνο με το Λοκάρνο και το Λουγκάνο τελικά έγινε η μοναδική πρωτεύουσα του καντονίου.[5]

Το Καστελγκράντε
  • Κάστρο Καστελγκράντε: Ονομαζόμενο επίσης Château d'Uri (από το 1506) και Château Saint-Michel (από το 1808) είναι το μεγαλύτερο και παλαιότερο από τα τρία, αποτελεί το κεντρικό σημείο όλων των οχυρώσεων, καθώς δεσπόζει σε ολόκληρη την πόλη διαθέτοντας δύο πύργους, που αποκαλούνται "λευκός" (Torre Bianca, 13ος αιώνας, ύψος 27 μ.) και "μαύρος" (Torre Nera, 14ος αιώνας, ύψος 28 μ.). Το ευρύχωρο εσωτερικό του διαιρείται με εσωτερικά τείχη, τα οποία εκκινούν από τον "μαύρο πύργο" και το χωρίζουν σε τρεις "αυλές". Ο "λευκός πύργος" περιβάλλεται από τη δική του ομάδα οχυρώσεων, οι οποίες αποκαλούνται "Redoubt"[2] Μέχρι τον 13ο αιώνα οι οχυρώσεις κατασκευάζονταν αποκλειστικά στο υψίπεδο του Καστελγκράντε και γι' αυτό όλες οι μεσαιωνικές αναφορές σε οχυρώσεις της Μπελλιντσόνα αναφέρονται σε αυτό. Αρχαιολογικά ευρήματα προϊστορικής και ρωμαϊκής εποχής ανευρίσκονται μόνον θαμμένα, ενώ κατασκευές του 10ου - 12ου αιώνα παραμένουν ως μικρά τμήματα του υπάρχοντος και σήμερα τείχους. Τα κτίσματα που δεν είναι των δύο τελευταίων αιώνων χρονολογούνται την περίοδο ανάμεσα στο 1250 και στο 1500, που σημαδεύεται από ανακατασκευές, επεκτάσεις και ενισχύσεις, αλλά και σημάδια από καταστροφές λόγω πολεμικών συγκρούσεων.[7] Το υψίπεδο στο οποίο βρίσκεται κτισμένο το κάστρο είναι απροσπέλαστο από την βόρεια πλευρά του, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κατακόρυφα, ενώ η προσπέλασή του γίνεται μέσω απότομων σκαλοπατιών από τη νότια πλευρά. Έχει διάμετρο περίπου 200 μ. Οι ανθρώπινες κατασκευές ακολούθησαν τις καμπύλες των βραχωδών σχηματισμών και οι ανασκαφές του 1967 αποκάλυψαν ρωμαϊκό τείχος κατασκευασμένο από ημικατεργασμένες τραχιές πέτρες. Η έκταση στο εσωτερικό των τειχών σήμερα δίνει την εικόνα άδειου χώρου. Πολλά κτίσματα, ωστόσο, πρέπει να καταστράφηκαν κατά τον 15ο αιώνα. Πηγές χρονολογούμενες από τον Μεσαίωνα (11ος - 15ος αιώνας) αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν ως θεμελιώσεις δείχνουν ότι το Καστελγκράντε πρέπει να περιείχε μεγάλο αριθμό κτισμάτων. Από αυτά μόνον ένα διασώζεται σήμερα, τα υπόλοιπα καταστράφηκαν πιθανότατα κατά τον 15ο αιώνα από τους ηγεμόνες του Μιλάνου, οι οποίοι χώρισαν τον ελεύθερο πλέον χώρο σε τρεις "αυλές", ώστε να χωρούν επιπλέον στρατεύματα όταν ήταν αναγκαίο. Οι Μιλανέζοι ηγεμόνες προσπάθησαν, επίσης, να αυξήσουν την αμυντική ικανότητα του συμπλέγματος ενισχύοντας τα εξωτερικά οχυρωματικά έργα: Κατά τον 14ο και τον 15ο αιώνα τα τείχη ενισχύθηκαν και αυξήθηκαν καθ' ύψος, ενώ προστέθηκαν παρατηρητήρια και πύργοι. Το δυτικό τμήμα άλλαξε ριζικά καθώς συνδέθηκε με τα τείχη της πόλης, αν και τον 15ο αιώνα τμήμα των τειχών καταστράφηκε από μια πλημμύρα (την αποκαλούμενη "Buzza di Biasca").
Σήμερα ο πιο γρήγορος τρόπος να ανέβει ο επισκέπτης στο κάστρο είναι με τον ανελκυστήρα που ξεκινά από τη ρίζα του βράχου και τον μεταφέρει στο κέντρο του. Την κεντρική είσοδό του αποτελούσε άλλοτε μια πύλη στο τείχος της πόλης, 100 μ. περίπου από την κεντρική πύλη του τείχους. Η είσοδος αυτή παραμένει διαθέσιμη στο κοινό και σήμερα. Ο αρχιτέκτονας Αουρέλιο Γκαλφέττι (Aurelio Galfetti) ήταν ο επικεφαλής των αναστηλώσεων και αναπαλαιώσεων που έγιναν κατά το χρονικό διάστημα 1984 - 1991 και μεταμόρφωσαν την εσωτερική αυλή, τις πύλες εισόδου, τις σκάλες, ενώ τότε εγκαταστάθηκε και ο ανελκυστήρας. Το συγκρότημα του οπλοστασίου σήμερα στεγάζει εστιατόριο, ενώ το κάστρο είναι επισκέψιμο καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.[8]
Κάστρο Μοντεμπέλλο
  • Κάστρο Μοντεμπέλλο: Το κάστρο αυτό βρίσκεται στον λόφο Μοντεμπέλλο, απ' όπου πήρε το όνομά του. Βρίσκεται 90 μ. ψηλότερα από το Καστελγκράντε και τα αμυντικά τείχη της παλιάς πόλης ξεκινούσαν από εδώ και συναντιόντουσαν με τα τείχη που ξεκινούσαν από τον λόφο "Σαν Μικέλε" (San Michele). Υπολείμματα αυτών των τειχών, που προστάτευαν το βόρειο και το νότιο τμήμα του κάστρου, είναι και σήμερα ορατά. Όταν έγινε κατεδάφιση μιας σειράς παλαιών οικιών στην Πιάτσα ντελ Σόλε (Piazza del Sole) της παλιάς πόλης, αποκαλύφθηκε ένα ακόμη τμήμα αυτών των τειχών, το οποίο και θα αποκατασταθεί όταν οριστικοποιηθεί το νέο σχήμα της πλατείας.
Ο κεντρικός "πυρήνας" του κάστρου κατασκευάστηκε κατά τον 13ο - 14ο αιώνα και αναστηλώθηκε αρκετές φορές από τότε. Πιθανότατα το κάστρο κατασκευάστηκε από την οικογένεια Ρουσκόνι του Κόμο, στην ιδιοκτησία της οποίας παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και όταν στην περιοχή είχε κυριαρχήσει η οικογένεια των Βισκόντι. Οι εξωτερικές αυλές του και οι πύργοι με την σε σχήμα ημισελήνου οχύρωση (αποκαλείται "Rivellino") κατασκευάστηκαν από μηχανικούς που προσέλαβε η οικογένεια Σφόρτσα κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα. Όταν η περιοχή περιήλθε στην κατοχή των Ελβετών, το κάστρο ονομάστηκε Castello di Svitto και μετονομάστηκε σε Castello di San Martino όταν το Τιτσίνο έγινε αυτόνομο καντόνιο. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα το κάστρο περιήλθε, ύστερα από αγορά, στην κατοχή της οικογένειας Γκιρινγκέλλι (Ghiringhelli), η οποία το δώρησε στο καντόνιο με την ευκαιρία της επετείου των εκατό ετών ανεξαρτησίας του το 1903. Το κάστρο κυριολεκτικά δεσπόζει στην περιοχή, καθώς από αυτό, όταν οι ατμοσφαιρικές συνθήκες το επιτρέπουν, φαίνεται ακόμη και η Λάγκο Ματζόρε. Πρόσβαση σε αυτό είναι δυνατή από την Piazza Collegiata της παλιάς πόλης, από τη συνοικία "Nocca" αλλά και με λεωφορείο που ξεκινά από την Οδό του Σταθμού (Viale Stazione).[9]
Κάστρο Σάσσο Κόρμπαρο
  • Κάστρο του Σάσσο Κόρμπαρο: Το τρίτο κάστρο, που φέρει επίσης την ονομασία του λόφου στον οποίο κατασκευάστηκε (Sasso Corbaro) σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε σε χρόνο μόλις έξι μηνών, το 1479, ύστερα από εντολή της οικογένειας Σφόρτσα, καθώς τα στρατεύματα του Μιλάνου ηττήθηκαν στη μάχη του Τζιόρνικο. Σχεδιαστής και κατασκευαστής ήταν ο στρατιωτικός μηχανικός Μπενεντέττο Φερρίνι (Benedetto Ferrini) από τη Φλωρεντία, ο οποίος απεβίωσε προσβεβλημένος από τον λοιμό που έπληξε την περιοχή σχεδόν μόλις ολοκλήρωσε την κατασκευή. Η δεσπόζουσα θέση του, σχεδόν 230 μ. ψηλότερα από την παλιά πόλη εξασφάλιζε την καλύτερη προστασία της κοιλάδας του Τιτσίνο. Το κάστρο έχει απόλυτα γεωμετρικό σχήμα τετραγώνου και περιβάλλεται από ισχυρότατα τείχη, των οποίων το πάχος φθάνει μέχρι τα 4,7 μ. στη βόρεια πλευρά τους. Ο πύργος - παρατηρητήριο που υψώνεται στη νότια πλευρά του έχει παραμείνει σχεδόν ανέπαφος. Όταν οι Ελβετοί έγιναν κύριοι της περιοχής, το κάστρο μετονομάστηκε σε Κάστρο του Ουντερβάλντεν (Unterwalden) για να μετονομαστεί εκ νέου σε Κάστρο της Αγίας Βαρβάρας (Santa Barbara) το 1818. Σήμερα αποκαλείται Κάστρο του Σάσσο Κόρμπαρο ή Καστέλλο ντι Τσίμα (Castello di Cima).
Το 1798, έχοντας σχεδόν χάσει τη στρατηγική του σημασία, εγκαταλείφθηκε και άρχισε να καταστρέφεται από τις φθορές. Το 1870, όμως, παρενέβη η διοίκηση του καντονίου και το παραχώρησε σε οργανισμό, ο οποίος σκόπευε να το μετασκευάσει σε ξενοδοχείο. Η επιχείρηση δεν τελεσφόρησε και αργότερα παραχωρήθηκε σε τρεις οικογένειες της πόλης, που το μετασκεύασαν σε χώρο θερινής διαμονής. Το 1919 το καντόνιο επανέκτησε την ιδιοκτησία του κάστρου και άρχισε την αναστήλωσή του, συμπεριλαμβάνοντας τα σε σχήμα ημισελήνου οχυρωματικά έργα (rivellino), τις πύλες εισόδου, το παρεκκλήσιο (χρονολογούμενο από τον 17ο αιώνα) και το φρέαρ του.
Η πρόσβαση σε αυτό είναι εύκολη είτε οδικώς από το Κάστρο του Μοντεμπέλλο είτε μέσω της Via Ospedale. Η περιοχή στην οποία είναι κτισμένο "βλέπει" μια δασωμένη πλαγιά και προσφέρει πολύ όμορφη θέα στην κοιλάδα αλλά και στην περιοχή προς τη Λάγκο Ματζόρε στα νότια.[10]
  1. Dictionnaire historique de la Suisse, Bellinzona: Prehistoire
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 «UNESCO: Three Castles, Defensive Wall and Ramparts of the Market-Town of Bellinzona». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2012. 
  3. «Bellinzona Unesco World Heritage: Prehistoric Settlement». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2012. 
  4. Bellinzona Unesco World Heritage: The age of the Roman Empire
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 «VRMAG publication: Virtual Tour of Castelgrande, Bellinzona, Unesco World Heritage site». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2012. 
  6. Federal Department of Foreign Affairs, Swissworld, Gateway to Switzerland: Bellinzona
  7. «Bellinzona Unesco World Heritage: Castelgrande». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2012. 
  8. «Bellinzona Turismo: Castelgrande». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2012. 
  9. «Bellinzona Turismo: Castello di Montebello». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2012. 
  10. «Bellinzona Turismo: Castello di Sasso Corbaro». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2012.