Ταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία το 1969
Ταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία το 1969 | ||||
---|---|---|---|---|
Μέρος των συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία | ||||
Τοιχογραφία στο Μπέλφαστ για τις ταραχές του 1969 | ||||
Χρονολογία | 12 - 17 Αυγούστου 1969 (6 ημέρες) | |||
Τόπος | Κυρίως Ντέρι, Μπέλφαστ, Ντούνγκανον, Ντάνγκιβεν κ.α. (Βόρεια Ιρλανδία) 54°59′52″N 7°19′38″W / 54.99778°N 7.32722°WΣυντεταγμένες: 54°59′52″N 7°19′38″W / 54.99778°N 7.32722°W (Ντέρι) | |||
Αίτια | (βλ. Ιστορικό) | |||
Μέθοδοι | Διαδηλώσεις, ταραχές, εμπρησμοί σπιτιών, μάχες με όπλα | |||
Έκβαση |
| |||
Αντιμαχόμενοι | ||||
| ||||
Απολογισμός | ||||
Απώλειες | 8 νεκροί | |||
Τραυματίες | 750+ τραυματίες (συμπεριλαμβανομένων 133 από πυροβολισμούς) |
Το 1969, και κυρίως το χρονικό διάστημα μεταξύ 12 και 17 Αυγούστου, η Βόρεια Ιρλανδία συγκλονίστηκε από ταραχές. Παρουσιάστηκαν σποραδικά κρούσματα βίας όλο το έτος, που προέκυψαν από την εκστρατεία για τα πολιτικά δικαιώματα, η οποία απαιτούσε τον τερματισμό των διακρίσεων εις βάρος των Ιρλανδών καθολικών. Ο Βρετανικός Στρατός Ξηράς παρενέβη για να αποκαταστήσει την τάξη και ξεκίνησε την κατασκευή τείχους για να διαχωριστούν οι δύο αντιπαρατιθέμενες πλευρές, οι «ενωτικοί» Προτεστάντες από τους «αντιενωτικούς» Καθολικούς. Τα γεγονότα του Αυγούστου του 1969 αναφέρονται ως η αρχή της τριαντάχρονης σύγκρουσης στη Βόρεια Ιρλανδία.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ατμόσφαιρα την Πρωτοχρονιά του 1969 στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν τεταμένη, καθώς προτεστάντες ενωτικοί και καθολικοί εθνικιστές βρίσκονταν επί ποδός πολέμου εν όψει της προγραμματισμένης πορείας για τα πολιτικά δικαιώματα της καθολικής μειονότητας. Η πορεία που θα ξεκινούσε από το Μπέλφαστ για να φτάσει στο Ντέρι διανύοντας απόσταση 118 χιλιομέτρων, οργανώθηκε από τη μαχητική οργάνωση Λαϊκή Δημοκρατία και αποτελούσε την κορύφωση μίας αλυσίδας κινητοποιήσεων και ταραχών που συγκλόνισαν το Όλστερ τους τρεις τελευταίους μήνες[1].
Υπόβαθρο της πολιτικής ανάφλεξης ήταν η ωμή καταπίεση των καθολικών στις Έξι Κομητείες του Βορρά που προσαρτήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη διχοτόμηση της Ιρλανδίας, την επαύριο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Θύμα της παραδοσιακής αποικιοκρατικής πολιτικής, η καθολική μειονότητα, αν και κάλυπτε πάνω από το ένα τρίτο του 1.500.000 κατοίκων του Όλστερ, ήταν σε μειονεκτική θέση από τη συνθήκη του 1920. Το μεσαιωνικό εκλογικό σύστημα που διαιώνιζε τον πολιτικό εξοστρακισμό της ήταν σκανδαλώδες: Δικαίωμα ψήφου δεν είχαν όλοι οι ενήλικες αλλά μόνο οι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας, με συνέπεια πολλοί καθολικοί να μην έχουν καμία ψήφο, ενώ πολλοί προτεστάντες να έχουν δύο και τρεις ψήφους. Εξίσου εξοργιστικός ήταν ο τεχνητός διαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών: Σε μία περιφέρεια οι καθολικοί είχαν πλειοψηφία 95% και σε πέντε άλλες υπερτερούσαν οι προτεστάντες με 55%. Έτσι, οι ισχνές πλειοψηφίες των προτεσταντών μετατρέπονταν σε συντριπτική υπεροχή εδρών στην τοπική βουλή (Στόρμοντ) και στους δήμους του Όλστερ. Ακόμα και πόλεις, όπως το Ντέρι ή το Ντούνγκανον, με πληθυσμό κατά 60% ή και περισσότερο καθολικό, βρίσκονταν σταθερά στα χέρια των προτεσταντών[2].
Ο πολιτικός εξοστρακισμός ήταν η άλλη όψη της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η ανεργία, που δεν ξεπερνούσε το 2,5% σε ό,τι αφορά τον βρετανικό μέσο όρο, έφτανε το 8-10% στη Βόρεια Ιρλανδία, με τη μερίδα του λέοντος να πέφτει στους καθολικούς. Στο καθολικό Ντέρι πάνω από το 70% των δημοσίων υπαλλήλων ήταν προτεστάντες, ενώ από τα δέκα καλύτερα αμειβόμενα πόστα μόνο το ένα είχε καταληφθεί από καθολικό. Η ανισότητα ήταν προκλητική στις παραδόσεις κατοικιών από τις δημοτικές αρχές, καθώς βασικό κριτήριο δεν ήταν οι πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, αλλά η διαιώνιση του πολιτικού μονοπωλίου. Στα σχολεία και στις γειτονιές ο διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων ήταν πλήρης. Όποιος ήταν καθολικός, θα πήγαινε υποχρεωτικά σε καθολικό σχολείο και θα ζούσε σε καθολική γειτονιά. Εν ολίγοις, οι καθολικοί του Όλστερ ήταν για τη Βρετανία ό,τι και οι μαύροι για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Έτσι, η σύγκρουση στο Όλστερ πέρα από τη θρησκευτική και την εθνική της διάσταση, απέκτησε κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά: Οι προνομιούχοι και οι συντηρητικοί ήταν με τους προτεστάντες ενωτικούς, οι φτωχοί και οι αριστεροί ήταν με τους καθολικούς εθνικιστές[3].
Τα γεγονότα που οδήγησαν στις ταραχές του Αυγούστου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προσπαθώντας να ανακόψει την ορμή της αφυπνιζόμενης μειονότητας, ο πρωθυπουργός του Όλστερ, λοχαγός Τέρενς Ο'Νιλ, υποσχέθηκε, στις 9 Δεκεμβρίου του 1968, ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις: Πιο δίκαιη διάθεση των κατοικιών, μέτρα για την ανεργία και νόμο για την καθιέρωση του "συνήγορου του πολίτη" (Όμπουντσμαν). Αν και ο Τέρενς Ο'Νιλ ανήκε, όπως και όλο σχεδόν το πολιτικό κατεστημένο του Όλστερ, στο Ενωτικό Κόμμα που μονοπωλούσε, χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση, την εξουσία από το 1920, πίστευε ότι "η Ένωση (με τη Βρετανία) οπλισμένη με Δικαιοσύνη είναι πιο ισχυρή από την Ένωση οπλισμένη μόνο με Ισχύ". Αλλά η ριζοσπαστικοποίηση της καθολικής μειονότητας ερέθιζε αντίρροπα αντανακλαστικά στους κόλπους της προτεσταντικής πλειοψηφίας, ένα μέρος της οποίας αναζήτησε καταφύγιο σε ακροδεξιές, υπερεθνικιστικές ομάδες ή και σε παραστρατιωτικές συμμορίες που τρομοκρατούσαν τους καθολικούς. Αρχηγός των ακροδεξιών ήταν ένας πάστορας, ο αιδεσιμότατος Ίαν Πέισλι[4].
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1969, ο Πέισλι, μαζί με τον ταγματάρχη Ρόναλντ Μπάντινγκ και άλλους εξτρεμιστές, αποφάσισε να διευρύνει τον κύκλο των δραστηριοτήτων του. Με ανακοίνωση της υπερσυντηριτικής οργάνωσης Νομιμόφρονες Πολίτες, κάλεσε, εν όψει της πορείας των καθολικών που ήταν καθορισμένη για την επαύριο, "όλους εκείνους που τιμούν την κληρονομιά τους, να αναλάβουν κάθε δυνατή δράση στο πλαίσιο του νόμου ώστε να εμποδίσουν και να χαλιναγωγήσουν τους αυτοαποκαλούμενους διαδηλωτές των πολιτικών δικαιωμάτων". Έτσι, οι οπαδοί του πέρασαν τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς συγκεντρώνοντας ρόπαλα, λοστούς, φαλτσέτες, σιδερογροθιές, στιλέτα και περίστροφα για να υποδεχθούν τους εχθρούς του Θεού του "Όλστερ όπως τους αξίζει"[5].
Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς, 80 αποφασισμένοι καθολικοί ξεκίνησαν την προγραμματισμένη πορεία τους με συγκέντρωση στο δημαρχείο του κυριαρχούμενου από τους προτεστάντες Μπέλφαστ. Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, 200 οπλισμένοι προτεστάντες του ταγματάρχη Μπάντινγκ έστησαν μπλόκο στους διαδηλωτές, έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αντρίμ. Η έγκαιρη επέμβαση της αστυνομίας, που σχημάτισε διαχωριστικό κλοιό ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, απέτρεψε τη σύρραξη στο "παραπέντε" και τελικά οι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να διανυκτερεύσουν έξω από την πόλη, παρεκκλίνοντας από την προγραμματισμένη πορεία τους[6].
Το πρωί της 2ας Ιανουαρίου, οι διαδηλωτές δέχτηκαν νέα επίθεση από 300 ροπαλοφόρους οπαδούς του Πέισλι, καθώς προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να μπουν στο Ράνταλσταουν. Ανάλογο μπλόκο συνάντησαν στη Μαγκέρα, όπου αναδιπλώθηκαν και διανυκτέρευσαν για δεύτερη νύχτα έξω από την πόλη που είχαν προγραμματίσει να επισκεφθούν. Αλλά η 3η Ιανουαρίου ξημέρωσε με καλύτερους οιωνούς για τους διαδηλωτές, οι οποίοι μπήκαν πλέον σε περιοχές που κατοικούνταν στην πλειοψηφία τους από καθολικούς. Στο Ντάνγκιβεν, ο τοπικός πληθυσμός τούς υποδέχθηκε σαν ελευθερωτές. Έξω από το Κλάουντι, είχαν φτάσει ήδη τους 1.000. Οι αστυνομικές δυνάμεις που προσπάθησαν να εκτρέψουν την πορεία ώστε να μη φτάσει στο Ντέρι υπό το πρόσχημα των επεισοδίων, το μόνο που κατάφεραν ήταν να εξοργίσουν το πλήθος. Οι διαδηλωτές πετούσαν πιπέρι στα μάτια των αστυνομικών, διέσπασαν τον κλοιό και, έπειτα από άγριες συμπλοκές με τους προτεστάντες, διανυκτέρευσαν στο φλεγόμενο Κλάουντι, πίσω από οδοφράγματα. Την ίδια ώρα, ξέσπασαν βίαια επεισόδια στο Ντέρι, όπου οι Μπάντινγκ και Πέισλι επιχείρησαν προκλητική αντιδιαδήλωση φανατικών προτεσταντών στο δημαρχείο. Ένα οργισμένο πλήθος καθολικών πολιόρκησε το δημαρχείο κραυγάζοντας "Δώστε μας τον Πέισλι", έβαλε φωτιά στο αυτοκίνητο του Μπάντινγκ και επιτέθηκε στο κτίριο με πέτρες και βόμβες μολότοφ. Η αστυνομία επενέβη με γκλομπ και μάνικες για να σώσει τους φανατικούς προτεστάντες και οι συγκρούσεις κράτησαν αρκετές ώρες.
Στις 4 Ιανουαρίου, εκτυλίχθηκαν αιματηρές συγκρούσεις των διαδηλωτών με τους προτεστάντες των παραστρατιωτικών ομάδων που τους είχαν στήσει ενέδρες σε διάφορα σημεία, στα τελευταία 10 χιλιόμετρα προς το Ντέρι. Σε πολλές περιπτώσεις, η πορεία αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει δύσκολους ελιγμούς μέσα από λόφους, λιβάδια και φράχτες προκειμένου να φτάσει στον προορισμό της. Έπειτα, οι διαδηλωτές που είχαν φτάσει στο μεταξύ τις 3.000, μπήκαν στο Ντέρι όπου ο καθολικός πληθυσμός τούς επιφύλαξε υποδοχή ηρώων. Τα επεισόδια στο Ντέρι κράτησαν τρεις μέρες και στέφθηκαν από πλήρη επικράτηση των καθολικών, που περιπολούσαν στους δρόμους οπλισμένοι με ρόπαλα και λοστούς, τρέποντας σε φυγή τους αντιπάλους τους[7].
Η πορεία Μπέλφαστ-Ντέρι είχε μεγάλο πολιτικό και ψυχολογικό αντίκτυπο σ' όλο το Όλστερ. Το ηθικό των εθνικιστών ανέβηκε κατακόρυφα, ενώ στις γραμμές των ενωτικών εντάθηκε η αβεβαιότητα και η πόλωση ανάμεσα στους μετριοπαθούς οπαδούς του Ο'Νιλ και τους αδιάλλακτους αντιπάλους του. Στη συνέχεια, δύο υπουργοί της τοπικής κυβέρνησης παραιτήθηκαν καταγγέλλοντας την πολιτική Ο'Νιλ και αργότερα εκδηλώθηκε ανταρσία 13 βουλευτών που έθεσαν ζήτημα αλλαγής ηγεσίας. Αν και τα κομματικά όργανα εξέφρασαν την υποστήριξή τους προς τον βαλλόμενο πρωθυπουργό, ο τελευταίος, νιώθοντας τον κλοιό να σφίγγει γύρω του, διέλυσε το Στόρμοντ στις και προκήρυξε πρόωρες εκλογές, δίνοντας σ' αυτές χαρακτήτα δημοψηφίσματος για τη μεταρρυθμιστική πολιτική του.
Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 24 Φεβρουαρίου και κατέληξαν σε πύρρεια νίκη του Ο'Νιλ. Το κόμμα του κατέκτησε άνετη αυτοδύναμη πλειοψηφία, κερδίζοντας τις 36 από τις 52 έδρες του Στόρμοντ, αλλά 13 από τους βουλευτές του ανήκαν και πάλι στο στρατόπεδο των αδιάλλακτων. Ο ίδιος ο Ο'Νιλ αναγκάστηκε να δώσει πολύ σκληρή μάχη στην εκλογική του περιφέρεια με τον Ίαν Πέισλι και τελικά εκλέχθηκε με διαφορά μόλις 1.400 ψήφων. Αν και η κοινοβουλευτική ομάδα τού έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης με 23 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 12 απουσίες, στο συνέδριο του κόμματος, στις 31 Μαρτίου, η πλειοψηφία του ήταν πολύ λιγότερο άνετη: 338 με τον Ο'Νιλ, 263 με τους "αντάρτες"[8].
Αντιμέτωπος με διασταυρούμενα πυρά, ο πρωθυπουργός του Όλστερ προσπάθησε να κρατήσεις ίσες αποστάσεις. Για να εξευμενίσει τους καθολικούς, υποσχέθηκε επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και έκλεισε στη φυλακή τον Πέισλι και τον Μπάντινγκ που κατηγορήθηκαν για "παράνομες συναθροίσεις". Ταυτόχρονα, επιχείρησε να θωρακίσει ένα αστυνομικό κράτος ανακαλώντας από την εφεδρεία την παραστρατιωτική οργάνωση B-Specials, κόκκινο πανί για τους καθολικούς, και καταθέτοντας δρακόντειο νόμο "περί δημόσιας τάξης" που εκχωρούσε έκτακτες εξουσίες στους αστυνομικούς και στρατιωτικούς διοικητές -ένα μόνο βήμα πριν από την κήρυξη ανοιχτής δικτατορίας. Στη συνεδρίαση του Στόρμοντ για την ψήφιση του επίμαχου νομοσχεδίου, εννέα βουλευτές της αντιπολίτευσης πραγματοποίησαν καθιστική διαδήλωση μέσα στην αίθουσα της Βουλής, τραγουδώντας τον ύμνο των μαύρων της Αμερικής, πασίγνωστο από τις πορείες του δολοφονημένου Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: "We Shall Overcome" (Θα το ξεπεράσουμε). Ο πρόεδρος της Βουλής φώναξε την αστυνομία που έβγαλε σηκωτούς από την αίθουσα τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, οι οποίοι τέθηκαν σε προσωρινή παύση από το αξίωμά τους.
Η ψήφιση του νόμου και η παύση των βουλευτών εκλήφθηκαν από τους μαχητικούς Ιρλανδούς εθνικιστές ως κήρυξη πολέμου εναντίον τους. Στο διάστημα από 22 Μαρτίου μέχρι 20 Απριλίου το Όλστερ έζησε στον πυρετό μεγάλων διαδηλώσεων των καθολικών, που συχνά κατέληγαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία και τις παραστρατιωτικές ομάδες των προτεσταντών. Την ίδια περίοδο, επανήλθε στο προσκήνιο ο ΙΡΑ, ο παράνομος Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός, που είχε περιορίσει την ένοπλη δράση του μετά την αποτυχημένη εκστρατεία της δεκαετίας 1952-1962. Στις 30 Μαρτίου, έκρηξη βόμβας κατέστρεψε υποσταθμό της Εταιρείας Ηλεκτρισμού στο Κάστλριχ. Στις 20 Απριλίου το Μπέλφαστ τυλίχτηκε στις φλόγες, καθώς εννέα ταχυδρομεία και ένας σταθμός λεωφορείων έγιναν στόχοι σχεδόν ταυτόχρονων βομβιστικών ενεργειών. Την ίδια ώρα, μία άλλη βόμβα ανατίναξε τον κεντρικό αγωγό του νερού, με αποτέλεσμα να επιβληθούν σοβαροί περιορισμοί στην υδροδότηση και να παραλύσει η Πυροσβεστική τη στιγμή που είχε να αντιμετωπίσει πολλά μέτωπα πυρκαγιών[9].
Η επίδειξη δύναμης των εθνικιστών ανάγκασε το Λονδίνο να επέμβει. Στις 21 Απριλίου, έπειτα από "αίτηση" της κυβέρνησης Ο'Νιλ, 1.500 Βρετανοί στρατιώτες της 39ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών έφτασαν στο Μπέλφαστ και ανέλαβαν τη φρούρηση στρατηγικής σημασίας εγκαταστάσεων. Την επομένη, άλλες δύο εκρήξεις έκαναν τραγική την ήδη άσχημη κατάσταση του δικτύου ύδρευσης της βορειοϊρλανδικής πρωτεύουσας, ενώ φοβερές ταραχές μεταξύ προτεσταντών και καθολικών μαίνονταν στο Ντέρι, όπου και οι δύο πλευρές οχυρώθηκαν σε οδοφράγματα. Η κυβέρνηση του Ο'Νιλ κλονιζόταν, καθώς οι ενωτικοί αναζητούσαν ένα διέξοδο.
Λίγες μέρες πριν, είχε προηγηθεί ένα άλλο, λιγότερο εκκωφαντικό αλλά καθόλου λιγότερο οδυνηρό πλήγμα από τους εθνικιστές. Στις 17 Απριλίου, η υποψήφια της Λαϊκής Δημοκρατίας Μπερναντέτ Ντέβλιν πραγματοποίησε τη μεγάλη έκπληξη στις εκλογές για την πλήρωση μιας χηρεύουσας θέσης της Βουλής των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου νικώντας, στην περιφέρεια του κεντρικού Όλστερ, την ενωτική αντίπαλό της, Αν Φόρεστ, παρά τη γενική κινητοποίηση των συντηρητικών. Σε ηλικία μόλις 22 ετών, η μικροκαμωμένη φοιτήτρια της ψυχολογίας, γνωστή για τη φλογερή ρητορική της και τη δραστήρια συμμετοχή της στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, έγινε η πιο νέα βουλευτίνα στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου[10]. Στις 22 Απριλίου, την παραμονή των γενεθλίων της, η μαχητική αγωνίστρια σκανδάλισε το αγγλικό κατεστημένο της Βουλής των Κοινοτήτων, όχι μόνο επειδή εμφανίστηκε στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ με μίνι φούστα, αλλά και για την ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση να καταφερθεί εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Ιρλανδία, στον παρθενικό της λόγο, μόλις μία ώρα μετά την ανάληψη της βουλευτικής της έδρας.
"Στα γεγονότα του Μπόγκσαϊντ", δήλωσε η Ντέβλιν, μιλώντας για τις αιματηρές ταραχές του Ντέρι, όπου η ίδια είχε πάρει μέρος στις πρώτες γραμμές των οδοφραγμάτων, "δεν είδα μια νύχτα σπασμένων βιτρινών, όπως ο προηγούμενος ομιλητής, αλλά 50 χρόνια απόλυτης ανθρώπινης εξαθλίωσης. Αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, καθολικοί και προτεστάντες, είναι οι αποκλεισμένοι από την κοινωνία που αντιπροσωπεύουν οι ενωτικοί του Όλστερ. Πρόκειται για μια κοινωνία των γαιοκτημόνων, που κυβερνούν με το αρχαίο σύστημα του Καρόλου Β' και εξακολουθούν να σφετερίζονται τα δικαιώματα των απλών ανθρώπων, που ζουν σ' αυτή τη γη επί πολλές γενιές... Αν σκέφτεστε να στείλετε βρετανικό στρατό στο Όλστερ, ένα έχω να σας πω: Για τίποτα στον κόσμο δεν θα 'θελα να βρεθώ στη θέση της μητέρας ή της αδελφής του άτυχου στρατιώτη που θα βρεθεί εκεί!"[11]
Την επομένη της επεισοδιακής συζήτησης στο βρετανικό κοινοβούλιο, ο Τέρενς Ο'Νιλ αποφάσισε το μεγάλο τόλμημα: Έφερε στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του νομοσχέδιο με το οποίο αποδεχόταν το βασικό αίτημα των καθολικών: "ένας άνθρωπος, μία ψήφος". Έπειτα από εξάωρη επεισοδιακή συζήτηση, το νομοσχέδιο πέρασε από την κοινοβουλευτική ομάδα (βουλευτές και γερουσιαστές) του κόμματος, αλλά με ισχνή πλειοψηφία μόλις 28 βουλευτές των Ενωτικών ψήφισαν υπέρ και 22 κατά, πράγμα που αντανακλούσε την αυξανόμενη απομόνωση του Ο'Νιλ από τον "σκληρό πυρήνα" του κομματικού μηχανισμού. Η χαριστική βολή ήρθε την επόμενη μέρα εκ των ένδον: Ο υπουργός Γεωργίας και πρόεδρος του Στόρμοντ, ταγματάρχης Τζέιμς Τσίτσεστερ-Κλαρκ, που εμφανιζόταν στο στρατόπεδο των συνεπών "μεταρρυθμιστών" μέχρι πρόσφατα, παραιτήθηκε από την κυβέρνηση δηλώνοντας ότι, αν και συμφωνούσε από θέση αρχής με την καθιέρωση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, πίστευε ότι "είναι πρόωρη, υπό τις παρούσες συνθήκες, η εφαρμογή του στις αμέσως επόμενες εκλογές"[12].
Απομονωμένος ο λοχαγός Ο'Νιλ παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματός του στις 28 Απριλίου. Τρεις μέρες αργότερα η κοινοβουλευτική ομάδα εξέλεξε τον Τζέιμς Τσίτσεστερ-Κλαρκ ως νέο αρχηγό του κόμματος και πρωθυπουργό, με οριακή πλειοψηφία μίας ψήφου (18-17) έναντι του αντιπάλου του, Μπράιαν Φόκνερ. Ο νέος πρωθυπουργός χρώσταγε την εκλογή του στην αποφασιστική ψήφο του ανατραπέντος Ο'Νιλ. Αιτιολογώντας την επιλογή του, ο τελευταίος δήλωσε: "Προτίμησα να υποστηρίξω αυτόν που με αντιπολιτευόταν τους έξι τελευταίους μήνες παρά εκείνον που με αντιπολιτευόταν τα έξι τελευταία χρόνια"[13].
Η πρόσκαιρη ανακωχή δεν κράτησε πολύ. Αφορμή της καινούργιας ανάφλεξης ήταν η απόφαση των εξτρεμιστών προτεσταντών του Τάγματος της Οράγγης να γιορτάσουν επιδεικτικά, στις 12 Ιουλίου, την 279η επέτειο της ιστορικής μάχης του Μπόιν, όπου οι προτεστάντες συνέτριψαν τους καθολικούς. Επρόκειτο για πρόκληση, αλλά η κυβέρνηση του Τσίτσεστερ-Κλαρκ έδωσε την άδεια της και στις 12 Ιουλίου εκατοντάδες φανατικοί προτεστάντες έκαναν παρέλαση στους δρόμους του Μπέλφαστ και του Ντέρι με σημαίες, θυρεούς, εμβλήματα και πολεμικούς παιάνες χλευάζοντας και προπηλακίζοντας τους καθολικούς. Το τριήμερο από τις 12 ως τις 14 Ιουλίου οι καθολικοί του Ντέρι κατέβηκαν στα οδοφράγματα. Γρήγορα η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο της Ένωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων -της πιο μαζικής οργάνωσης της μειονότητας, που τασσόταν υπέρ της μη βίαιης διεκδίκησης των δικαιωμάτων της- και των άλλων οργανωμένων δυνάμεων. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις πολιτικών ηγετών, βουλευτών και καθολικών ιερέων, περίπου 500 οργισμένοι νεαροί από τις φτωχογειτονιές του Ντέρι λεηλάτησαν καταστήματα και δημόσια κτίρια στο κέντρο της πόλης και συμπλέχθηκαν άγρια με ομάδες προτεσταντών και αστυνομικούς. Οι δυνάμεις καταστολής προσπάθησαν να περιορίσουν τους διαδηλωτές με γκλομπ και μάνικες της Πυροσβεστικής, χωρίς να το καταφέρουν. Μόνο την πρώτη μέρα των επεισοδίων, 22 πολίτες και 16 αστυνομικοί τραυματίστηκαν, ενώ δεκάδες άτομα συνελήφθησαν.
Στις 14 Ιουλίου, ο υπουργός Εσωτερικών του Όλστερ, Ρόμπερτ Πόρτερ, ανέθεσε αστυνομικά καθήκοντα στους διαβόητους B-Specials, πολλοί από τους οποίους κυκλοφορούσαν με καραμπίνες, στο πλάι των εξτρεμιστών προτεσταντών το προηγούμενο διήμερο, στις ταραχές του Ντέρι και του Ντάνγκιβεν. Η αναγγελία της είδησης προκάλεσε θύελλα οργής στον καθολικό πληθυσμό, όπου οι φωνές της μετριοπάθειας και της μη βίας υπερκεράστηκαν από τις πολεμικές κραυγές των αδιάλλακτων. Τις επόμενες μέρες συγκροτήθηκαν σε μια σειρά πόλεις "Επιτροπές Λαϊκής Αυτοάμυνας", που οπλίστηκαν με ρόπαλα, λοστούς, μαχαίρια ή και καραμπίνες για να αντιμετωπίσουν τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των προτεσταντών[14].
Οι ταραχές του Αυγούστου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενθαρρυνόμενοι από την προστασία της κυβέρνησης και του παρακράτους, οι προτεστάντες πύκνωσαν τις προκλήσεις τους. Το απόγευμα της 2ας Αυγούστου περίπου 1.000 προτεστάντες του Τάγματος της Οράγγης παρέλασαν με τις στολές τους μπροστά από το συγκρότημα των καθολικών κατοικιών Γιούνιτι Γουόρκ στο Μπέλφαστ. Οι πιο έξαλλοι από αυτούς έσπασαν τζάμια και ξυλοφόρτωσαν όσους καθολικούς συναντούσανε στο δρόμο τους. Τα επεισόδια αυτά έγιναν αφορμή για να ξεσπάσουν οι χειρότερες ταραχές που γνώρισε η πρωτεύουσα του Όλστερ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Μπέλφαστ είχε δύο μεγάλες αρτηρίες, την Σανκίλ Ρόουντ και την Φολς Ρόουντ. Η πρώτη ήταν των προτεσταντών και η δεύτερη των καθολικών. Ανάμεσα στους δύο δρόμους υπήρχε πραγματικός πόλεμος. Οι προτεστάντες δεν περνούσαν από το δρόμο των καθολικών και οι καθολικοί δεν περνούσαν από το δρόμο των προτεσταντών παρά μόνο όταν επρόκειτο για κάποια "δολιοφθορά στα μετόπισθεν του εχθρού". Αλλά μετά την "εισβολή" των προτεσταντών στο Γιούνιτι Γουόρκ, οι καθολικοί απάντησαν με ξαφνική "αντεπίθεση" στη Σανκίλ Ρόουντ. Τη νύχτα της 2ας Αυγούστου και τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Αυγούστου, καθολικοί και προτεστάντες ύψωσαν οδοφράγματα σε μία σειρά σημεία της πόλης. Ο πετροπόλεμος, οι βόμβες μολότοφ, οι πυρκαγιές και οι λεηλασίες ήταν πολλές και από τις δύο πλευρές. Περίπου 80 πολίτες και 17 αστυνομικοί τραυματίστηκαν ως τα χαράματα, ενώ οι ταραχές συνεχίστηκαν όλο το επόμενο διήμερο. Ανήσυχος για την κλιμάκωση των επεισοδίων ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον κάλεσε για διαβουλεύσεις τον Τσίτσεστερ-Κλαρκ στις 8 Αυγούστου στο Λονδίνο, όπου για πρώτη φορά έγινε επίσημα λόγος για το ενδεχόμενο δράσης από τα βρετανικά στρατεύματα.
Η μάχη του Μπόγκσαϊντ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σ' αυτό το εκρηκτικό κλίμα, η κυβέρνηση του Όλστερ έριξε λάδι στη φωτιά, δίνοντας την άδειά της για την πραγματοποίηση της ετήσιας πορείας των προτεσταντών Μαθητευόμενων του Ντέρι στις 12 Αυγούστου, στην καρδιά του καθολικού Ντέρι, με αφορμή την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης από τους προτεστάντες, το 1689. Ήταν προφανές ότι ο Κλαρκ εξωθούσε τους καθολικούς στα άκρα για να νομιμοποιήσει την επέμβαση των βρετανικών στρατευμάτων. Αλλά και οι καθολικοί δεν είχαν δρόμο υποχώρησης. Όταν η πομπώδης πορεία των προτεσταντών πέρασε από τη συνοικία του Μπόγκσαϊντ, το απόγευμα της 12ης Αυγούστου, οι εθνικιστές τούς υποδέχτηκαν με μία βροχή από πέτρες, μπουκάλια και μολότοφ. Τα αιματηρά επεισόδια επεκτάθηκαν γρήγορα. Μέσα σε λίγες ώρες, το Ντέρι θύμιζε βομβαρδισμένη πόλη. Φωτιές ύψους 30 μέτρων έζωσαν το εμπορικό του κέντρο, ενώ πυκνές στήλες μαύρου καπνού ανέβαιναν προς τον ουρανό από διάφορα σημεία της πόλης. Περίπου 1.000 πάνοπλοι αστυνομικοί μπήκαν στο Μπόγκσαϊντ για να καταστείλουν τις ταραχές με δακρυγόνα, μάνικες και γκλομπ, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους καθολικούς. Εξαγριωμένοι νεαροί καθολικοί κατέλαβαν σταθμούς βενζίνης, έλουσαν με πετρέλαιο έναν αστυνομικό και του έβαλαν φωτιά[15].
Η βία εξαπλώθηκε το επόμενο διήμερο στο Μπέλφαστ, το Ντούνγκανον, το Κλάουντι και άλλες πόλεις. Γρήγορα, οι πέτρες και οι σιδηρολοστοί έδωσαν τη θέση τους στα όπλα. Ελεύθεροι σκοπευτές και των δύο στρατοπέδων πήραν θέσεις στις στέγες και τις σοφίτες, ενώ ταυτόχρονα ανέλαβε δράση ο ΙΡΑ και οι ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες των προτεσταντών. Μέσα σε δύο μέρες, οκτώ άτομα έχασαν τη ζωή τους -ανάμεσά τους κι ένα αγοράκι εννέα ετών, που δολοφονήθηκε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού του από προτεστάντες. Πάνω από 750 άτομα τραυματίστηκαν και 161 πολίτες συνελήφθησαν. Στις 13 Αυγούστου, η εξέγερση των εθνικιστών γενικεύτηκε. Στις ταράτσες των πολυκατοικιών του Ντέρι νεαροί μασκοφόροι με μολότοφ ανέμισαν σημαίες της ανεξάρτητης Ιρλανδίας, ενώ αστυνομικοί σταθμοί καταλήφθηκαν από ένοπλους καθολικούς[16].
Στις 17.15 της 14ης Αυγούστου, ο αγγλικός στρατός μπήκε στο Ντέρι και απέκλεισε το Μπόγκσαϊντ με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και οπλοπολυβόλα, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας και των συγκεντρώσεων. Την επομένη αγγλικά στρατεύματα κατέλαβαν επίκαιρα σημεία στο Μπέλφαστ. Επικεφαλής ήταν ο Βρετανός στρατιωτικός διοικητής του Όλστερ, αντιστράτηγος Ίαν Φρίλαντ. Μέσα στις επόμενες μέρες, αναπτύχθηκαν 7.500 επίλεκτοι Βρετανοί στρατιώτες στο Όλστερ[17].
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, ακόμα και η απρόθυμη να έρθει σε μετωπική ρήξη με το Λονδίνο, από το οποίο εξαρτιόταν οικονομικά, κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (Έιρε), αναγκάστηκε να πάρει θέση.
Με αυστηρή δήλωσή του ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Τζακ Λιντς κατήγγειλε την επέμβαση των βρετανικών στρατευμάτων και ζήτησε έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών προτείνοντας την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης του διεθνούς οργανισμού. Ταυτόχρονα έθεσε ζήτημα συνόρων, προτείνοντας στο Λονδίνο άμεσες διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση της συνθήκης του 1920 και επιστράτευσε 2.000 άνδρες τους οποίους έστειλε στα σύνορα με το Όλστερ. Τέλος, ανακοίνωσε ότι ο στρατός της χώρας του έθεσε σε λειτουργία παραμεθόριες νοσηλευτικές μονάδες οι οποίες θα φρόντιζαν τους τραυματίες καθολικούς του Όλστερ, μια και, όπως ισχυρίστηκε, τα προτεσταντικά νοσοκομεία της Βόρειας Ιρλανδίας τούς άφηναν αβοήθητους[18].
Ο Τσίτσεστερ-Κλαρκ κατήγγειλε την "αδέξια και απροσχημάτιστη παρέμβαση του Δουβλίνου στα εσωτερικά του Όλστερ". Δικαιολογώντας τη βρετανική επέμβαση, ο Κλαρκ έκανε λόγο για "μια καλά οσχεδιασμένη ένοπλη συνωμοσία εναντίον της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης" και διακήρυξε ότι "οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βόρειας Ιρλανδίας είναι απολύτως αποφασισμένες να αντιμετωπίσουν από κοινού τις προσπάθειες όσων επιχειρούν να οδηγήσουν το Όλστερ, παρά τη θέλησή του, εκτός Ηνωμένου Βασιλείου. Οι εχθροί μας θα έχουν στο εξής να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την αποφασιστικότητα του Όλστερ, αλλά και την ισχύ της Βρετανίας", δήλωσε μεταξύ άλλων.
Οι Ιρλανδοί εθνικιστές αντιμετώπισαν τα βρετανικά στρατεύματα σαν δυνάμεις κατοχής. Στις 18 Αυγούστου, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του ΙΡΑ Κάταλ Γκούλντινγκ προκήρυξε επιστράτευση εθελοντών για την οργάνωση της "ένοπλης αυτοάμυνας της ζωής και της περιουσίας των Ιρλανδών υπηκόων στις έξι κομητείες του Βορρά". Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένοπλες ομάδες του ΙΡΑ στάλθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία για να αναλάβουν δράση, μεταφέροντας και την προκήρυξη-προειδοποίηση του ΙΡΑ προς τους Βρετανούς στρατιώτες, στην οποία, μεταξύ άλλων, τονίζονταν τα εξής:
"Ο λαός της Ιρλανδίας δεν έχει τίποτα εναντίον σας, ως άτομα, αλλά σας προειδοποιούμε ότι, μέχρι να διαλύσει η κυβέρνηση του Ουεστμίνστερ τους B-Specials, να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων και να αποσύρει τις δυνάμεις σας πίσω στη Βρετανία, θα βρισκόσαστε διαρκώς σε εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση. Γιατί εδώ δεν είναι η πατρίδα σας. Είναι η δική μας πατρίδα, την οποία διχοτόμησαν η κυβέρνηση και το κοινοβούλιό σας για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων, των τραπεζιτών και των αριστοκρατών, που αποτελούν κατάρα για το λαό της Ιρλανδίας, όπως και για τους λαούς της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας"[19].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ A Chronology of the Conflict - 1968 Αρχειοθετήθηκε 2011-08-06 στο Wayback Machine. Cain
- ↑ A Chronology of the Conflict - 1969 Αρχειοθετήθηκε 2010-12-06 στο Wayback Machine. Cain
- ↑ John Whyte, How much discrimination was there under the Unionist regime, 1921-1968? Αρχειοθετήθηκε 2019-01-16 στο Wayback Machine., Cain
- ↑ A Chronology of Key Events in Irish History Αρχειοθετήθηκε 2011-03-03 στο Wayback Machine. Cain
- ↑ Bowes Egan & Vincent McCormack, Burntollet Αρχειοθετήθηκε 2007-10-20 στο Wayback Machine., Cain
- ↑ The People's Democracy March - Summary of Main Events Αρχειοθετήθηκε 2014-10-07 στο Wayback Machine. Cain
- ↑ Route ’68: to Burntollet and back History Ireland
- ↑ Northern Ireland Parliamentary Election Results Αρχειοθετήθηκε 2017-11-16 στο Wayback Machine. Northern Ireland House of Commons
- ↑ Peter Taylor, Loyalists, σελ. 59-60, Bloomsbury (2000) ISBN 0-7475-4519-7
- ↑ Bernadette McAliskey: Return of the Roaring Girl Independent
- ↑ Northern Ireland HC Deb 22 April 1969 vol 782 cc262-324 Αρχειοθετήθηκε 2011-03-14 στο Wayback Machine. Hansard
- ↑ M. Mulholland, Northern Ireland at the Crossroads: Ulster Unionism in the O'Neill Years, 1960-69, σελ. 196, Palgrave Macmillan UK (2000) ISBN 0333760751
- ↑ Graham Walker, A History of the Ulster Unionist Party: Protest, Pragmatism and Pessimism, σελ. 175, Manchester University Press (2004) ISBN 0-7190-6108-3
- ↑ Richard Doherty, The Thin Green Line: A History of the Royal Ulster Constabulary GC, 1922-2001, Pen & Sword Military (2004) ISBN 1-84415-058-5
- ↑ Russell Stetler, The Battle of Bogside: The Politics of Violence in Northern Ireland Αρχειοθετήθηκε 2010-06-20 στο Wayback Machine., Cain
- ↑ Violence and Civil Disturbances in Northern Ireland in 1969 - Report of Tribunal of Inquiry Αρχειοθετήθηκε 2011-08-27 στο Wayback Machine. Cain
- ↑ Michael McKernan, Owen McQuade, Northern Ireland Yearbook 2005, σελ. 17, Stationery Office (2005) ISBN 978-0-9546284-2-0
- ↑ Jack Lynch On The Situation In North - 13 August 1969 YouTube
- ↑ Brian Hanley, Scott Millar, The Lost Revolution: The Story of the Official IRA and the Workers' Party, Penguin Ireland (2009) ISBN 1-84488-120-2