Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στρεπτόκοκκος ομάδας Β

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το γένος Streptococcus κατατάσσεται στην τάξη Lactobacillales της συνομοταξίας Firmicutes. Το γένος των στρεπτοκόκκων περιλαμβάνει μια ομάδα Gram (+) θετικών κόκκων οι οποίοι κατά την μικροσκοπική εξέταση εμφανίζονται ο ένας δίπλα στον άλλο σχηματίζοντας ζεύγη ή αλυσίδες. Μερικές από τις ιδιότητές τους είναι η ζύμωση σακχάρων παράγοντας γαλακτικό οξύ, ενώ δίνουν αρνητική την αντίδραση καταλάσης και οξειδάσης.

Ιστορικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Streptococcus agalactiae είναι το μοναδικό είδος από τους στρεπτοκόκκους που έχει το αντιγόνο της ομάδας Β. Ο Streptococcus agalactiae απομονώθηκε το 1887 από αγελάδες που έπασχαν από μαστίτιδα. Μετά το 1935 άρχισε να ενοχοποιείται ως παθογόνο μικρόβιο του ανθρώπου και μέχρι το 1975 ήταν σπάνιες οι αναφορές ως αιτίου επιλόχειων κυρίως και λιγότερο νεογνικών λοιμώξεων. Από τότε παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση των λοιμώξεων, όπως η σηψαιμία και η μηνιγγίτιδα των νεογνών. Την τελευταία εικοσαετία, ενώ δεν παρατηρήθηκε μεταβολή της συχνότητας των νεογνικών λοιμώξεων, σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση των λοιμώξεων των ενηλίκων. [1]

Οι στρεπτόκοκκοι ανάλογα με την αιμόλυση που δημιουργούν σε αιματούχο άγαρ διακρίνονται σε άλφα, βήτα και γάμμα αιμολυτικοί. Οι α-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι σχηματίζουν πράσινη ζώνη γύρω από τις αποικίες τους λόγω του υπεροξειδίου του υδρογόνου (H2O2) το οποίο παράγουν και που μετατρέπει την αιμοσφαιρίνη σε μεθ-αιμοσφαιρίνη. Οι β-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι αιμολύουν πλήρως τα ερυθρά και σχηματίζουν διαυγή ζώνη αιμόλυσης. Οι γ-αιμολυτικοί δεν αιμολύουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην δημιουργείται ζώνη αιμόλυσης γύρω από τις αποικίες τους.

Οι β-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι ταξινομούνται βάσει των αντιγονικών χαρακτηριστικών του υδατάνθρακα C ή του πολυσακχαριδικού αντιγόνου του κυτταρικού τους τοιχώματος σε διάφορες ορολογικές ομάδες κατά Lancefield. Οι ομάδες χαρακτηρίζονται με τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου από το Α έως V. [2]

Στους ενήλικες η κύρια περιοχή αποικισμού είναι ο γαστρεντερικός σωλήνας. Το κατώτερο τμήμα αποτελεί την πρωταρχική περιοχή αποικισμού, ενώ το γεννητικό σύστημα αποικίζεται δευτερογενώς και ειδικά από την ορθροπρωκτική περιοχή. Στις γυναίκες ο μικροοργανισμός μπορεί να απομονωθεί απο τον κόλπο, την ουρήθρα, τον τράχηλο και την ορθοπρωκτική περιοχή. Η παραμονή του στρεπτόκοκκου Β στην ορθοπρωκτική περιοχή διαιωνίζει τη μικροβιοφορία. Τα νεογνά αποικίζονται με μέση συχνότητα 50%, καθώς διέρχονται τον γεννετικό σωλήνα της μολυσμένης από το μικρόβιο μητέρας. Ο στρεπτόκοκκος Β απομονώνεται από το έξω ους, τη μύτη, το κολόβωμα του ομφάλιου λώρου και το ορθό. Έχει παρατηρηθεί ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο αποικισμός των μητέρων τόσο πιο μεγάλη είναι η συχνότητα νόσησης του νεογνού.

Μορφολογικά ο Streptococcus agalactiae είναι ένας Gram θετικός σφαιρικός κόκκος ο οποίος διατάσσεται σε μακριές αλυσίδες. Σχηματίζει αποικίες 3 - 4 mm στο αιματούχο άγαρ μεταξύ γκρίζου και άσπρου χρώματος, σχετικά βλεννώδεις από μια στενή ζώνη αιμόλυσης. Όταν καλλιεργηθεί αναεροβίως σε θρεπτικό υλικό που περιέχει άμυλο δίνει κίτρινες αποικίες.

Βιοχημικές ιδιότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιοχημικά ο στρεπτόκοκκος Β αν καλλιεργηθεί κοντά σε χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο που παράγει β-τοξίνη που λύει έντονα τα ερυθρά του προβάτου λόγω της παραγωγής μιας πρωτεΐνης που προκαλείται από την υδρόλυση του ιππουρικού οξέος (δοκιμασία CAMP). Μέσω αυτής της δοκιμασίας (CAMP) μπορούμε να διαχωρίσουμε το στρεπτόκοκκο Β από τις άλλες ομάδες. Επίσης μπορεί να παράγει κίτρινη χρωστική όταν επωάζεται αναεροβίως παρουσία διοξειδίου του άνθρακα σε υλικό που περιέχει άμυλο. Είναι ανθεκτικός στη βακιτρακίνη και μπορεί να αναπτυχθεί παρουσία χολικών αλάτων. Επίσης διασπά την τρεχαλόζη, μερικά στελέχη της λακτόζης και της σαλικίνης αλλά δεν διασπά την μανιτόλη, τη σορβιτόλη και την ινσουλίνη.[3]

Ο Streptococcus agalactiae αποτελεί παθογόνο μικρόβιο που προκαλεί ένα μεγάλο φάσμα διακρίνονται σε χρόνιας και σε οξείας εισβολής. Η λοίμωξη χρόνιας εισβολής αφορά την μηνιγγίτιδα. Εμφανίζεται στα νεογνά από μερικές μέρες εως και μερικές εβδομάδες μετά τη γέννησή τους τα οποία είναι υγιή. Οι μητέρες είναι σπάνια μολυνσμένες από το στρεπτόκοκκο Β. Το νεογνό προσβάλλεται από το στέλεχος του μικροβίου από το προσωπικό του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλεύεται. Πολλές φορές το προσωπικό του νοσοκομείου είναι φορείς του στρεπτόκοκκου Β. Η θνητότητα είναι χαμηλή όταν χορηγηθεί έγκαιρα η κατάλληλη θεραπεία. Η λοίμωξη οξείας εισβολής του Streptococcus agalactiae εμφανίζεται τις πέντε πρώτες μέρες από τη γέννηση του νεογνού, ως σηψαιμία. Τα στελέχη που απομονώνονται από το νεογνό είναι τα ίδια με αυτά της μητέρας, είτε αυτό γεννηθεί με φυσιολογικό τοκετό είτε με καισαρική τομή. Ευπαθή είναι τα νεογνά που έχουν ήδη προβλήματα από τη γέννησή τους όπως ο παρατεινόμενος ή ο πρόωρος τοκετός, η πρόωρη ρήξη των υμένων ή ακόμη και η μεγάλη μικροβιοφορία της μητέρας. Τα νεογνά εμφανίζουν άμεσα λοίμωξη (ή γεννιούνται με αυτήν) η οποία εξελίσσεται πολύ γρήγορα. Αν δεν χορηγηθεί άμεσα θεραπεία είναι πολύ πιθανός ο θάνατος. Άλλες λοιμώξεις που μπορεί να προκαλέσει ο στρεπτόκοκκος Β είναι η οστεομυελίτιδα, η σηπτική αρθρίτιδα, η πνευμονία, η επιπεφυκίτιδα, η παραρρινοκολπίτιδα, η ενδοκαρδίτιδα κ.α. Οι λοιμώξεις των ενηλίκων είναι πιο σπάνιες από εκείνες των νεογνών. Αφορούν κυρίως τις γυναίκες που βρίσκονται μετά τον τοκετό και τη λοχεία όπως η ενδομητρίτιδα, η επιλόχειος σήψη, ουρολοιμώξεις και η λοίμωξη του τραύματος της καισαρικής τομής.

Προληπτικά μέτρα λαμβάνονται σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου όπως ο πρόωρος τοκετός, η πρόωρη ρήξη των υμένων και ο παρατεινόμενος τοκετός. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικού κατά την έναρξη του τοκετού σε μητέρα που έχει προσβληθεί από στρεπτόκοκκο Β.

Τα πιο ευαίσθητα αντιβιοτικά στη θεραπεία για το S.agalactiae είναι η πενικιλλίνη G, οι κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς και η μεροπενέμη. Η πενικιλλίνη G (penicillin) είναι ένα εξαιρετικό αντιβιοτικό για τη θεραπεία του S. agalactiae για την περιτονίτιδα, λόγω του χαμηλότερου κόστους, της αποδεδειγμένης ασφάλειας, την αποτελεσματικότητα της και το στενό φάσμα της αντιμικροβιακής της δράσης. Επιπλέον οι κεφτριαξόνη, η κεφαμανδόλη, η κεφοταξίμη και η μεροπενέμη είναι τόσο αποτελεσματικές όσο η πενικιλλίνη G και πιο αποτελεσματικές από τις κεφαλοθίνη, ριφαμπικίνη, και βανκομυκίνη. Η χρήση της δεύτερης και τρίτης γενιάς κεφαλοσπορίνες και μεροπενέμη συνιστάται σε περίπτωση αλλεργίας στην πενικιλλίνη G.

  1. Αντωνιάδης Α, Λεγάκης Ι, Μαυρίδης Κ, Μανιάτης Α, Τσελέντης Ι. ΙΑΤΡΙΚΗ Μικροβιολογία 2ος τόμος, Εκδόσεις Π.Χ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Αθήνα 2005, ISBN 960-339-333-6.
  2. Πόγγας Ν, Χαρβάλου Α. ΙΑΤΡΙΚΗ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ, Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Αθήνα 2011, ISBN 978-960-210-577-1.
  3. Αρσένη Α. ΚΛΙΝΙΚΗ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ 1ος τόμος, Εκδόσεις ΖΗΤΑ, Αθήνα 1994, ISBN 960-7144-14-7.