Σπύρος Μπέσκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σπύρος Μπέσκος
Γέννηση1946
Κυπαρισσία, Μεσσηνίας
ΕθνικότηταΕλληνική
Ψευδώνυμο(α)«Ο δράκος της παραλιακής»
«Ο δράκος με το Οτομπιάνκι»
ΚατηγορίαΔολοφονίες, βιασμοί, απόπειρες δολοφονιών, απόπειρες βιασμών, κλοπές
Καταδίκη1985 (πρωτόδικα), 1991 (τελεσίδικα)
Ποινή25 χρόνια κάθειρξη
ΕγκλεισμόςΣωφρονιστικό κατάστημα Κορυδαλλού, Αθήνα
δεδομένα

Ο Σπύρος Μπέσκος γνωστός και ως ο δράκος της παραλιακής είναι Έλληνας κατά συρροή δολοφόνος και βιαστής γυναικών που έδρασε στα νότια προάστια των Αθηνών κυρίως, την περίοδο 1981 - 1983. Συνελήφθη από αστυνομικούς στις 8 Οκτωβρίου του 1983 και ομολόγησε μια σειρά εγκλημάτων. Δικάστηκε πρωτόδικα το 1985 και μετά από έφεση το 1991 κατηγορούμενος για τον θάνατο δύο γυναικών, τον βιασμό έξι, την απόπειρα δολοφονίας δεκαπέντε γυναικών και την απόπειρα βιασμού δύο.[1]. Επίσης κατηγορήθηκε για ληστεία των θυμάτων του αλλά και άλλων ατόμων. Στην πρώτη δίκη το 1985 καταδικάστηκε δις εις θάνατον αν και η θανατική ποινή είχε ουσιαστικά καταργηθεί. Στην δεύτερη δίκη στο Εφετείο, το 1991 καταδικάστηκε σε δις ισόβια κάθειρξη για τις ανθρωποκτονίες και συνολικά σε σε 89 μηνεςφυλάκισης για κάθε ένα από τα εγκλήματά του. Του επιβλήθηκε μεγαλύτερη δυνατή ποινή - κάθειρξη 25 ετών.
Το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του το εξέτισε στις φυλακές Κορυδαλλού, και αποτέλεσε υπόδειγμα κρατουμένου. Απολύθηκε τον Αύγουστο του 2008, δυο μήνες νωρίτερα από την κατά νόμον απόλυσή του, αφού συμπλήρωσε τα 25 χρόνια πραγματικής έκτισης ποινής.
Έκτοτε δεν έχει ξανα- απασχολήσει τις διωκτικές αρχές.

Η υπόθεση του Σπύρου Μπέσκου έχει δραματοποιηθεί σε ένα από τα επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «Ανατομία ενός εγκλήματος». Τίτλος επεισοδίου «Ένας ήσυχος άνθρωπος».[2]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σπύρος Μπέσκος γεννήθηκε το 1946 στην Κυπαρισσία της Μεσσηνίας, δεύτερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα και ο νεαρός Μπέσκος γράφεται στην πρώτη σχολή Φυσικοθεραπείας της Ελλάδας, τη σχολή «Βασιλεύς Παύλος» του Λαϊκού Νοσοκομείου και μετά την αποφοίτησή του αρχίζει με επιτυχία την επαγγελματική του καριέρα. Το 1971 σε ηλικία 25 ετών, παντρεύεται μια συνάδερφό του φυσικοθεραπεύτρια και αποκτούν μια κόρη. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 1992 κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του Μπέσκου. Στις αρχές του 1980 διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στον Νέο Κόσμο όπου έμενε τότε, κερδίζει καλά χρήματα αν και δουλεύει πάρα πολλές ώρες, και φαινομενικά τουλάχιστον, είναι ένας αξιοπρεπής οικογενειάρχης. [3]
Την νύχτα της 23ης προς 24η Μαΐου του 1980 στο Άργος θα κάνει την πρώτη παραβατική του πράξη: μπαίνει κρυφά σε ένα εξοχικό σπίτι και κλέβει όλες τις ηλεκτρικές συσκευές καθώς και μια κυνηγετική καραμπίνα. Τα κλοπιμαία βρέθηκαν αργότερα στο σπίτι του Μπέσκου. Την ίδια χρονιά, το 1980, θα κλέψει έξω από τα Καλάβρυτα ένα κυνηγετικό όπλο, που είχε αφεθεί μέσα σε ένα αυτοκίνητο ενώ το ίδιο θα κάνει και στο Σούνιο.[4]

Τα εγκλήματα [5][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μπλε Autobianchi A 112- Με αυτόν τον τύπο αυτοκινήτου κυκλοφορούσε ο Μπέσκος

Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1981 στις 23:30 το βράδυ ο Μπέσκος συνάντησε έξω από ένα νυχτερινό κέντρο της παραλιακής λεωφόρου Ποσειδώνος μία 22χρονη ιερόδουλη. Κατά την διάρκεια της ερωτικής συνεύρεσης ο Μπέσκος την τύλιξε αιφνιδιαστικά με ένα σκοινί, της έκλεισε το στόμα με ένα κουκουνάρι και κολλητική ταινία, και την στραγγάλισε.
Ένα περίπου μήνα μετά, στις 4 Οκτωβρίου του 1981 γύρω στις 01:30 τα ξημερώματα, συνάντησε τυχαία σε δρόμο της Γλυφάδας μια 32χρονη γυναίκα. Της ζήτησε αναπτήρα και ενώ εκείνη έψαχνε στην τσάντα της, της επιτέθηκε με ένα σκοινί και αφού εκείνη λιποθύμησε από το σφίξιμο, την μετέφερε σε ένα διπλανό οικόπεδο, όπου την βίασε και την εγκατέλειψε. Η κοπέλα όμως, ανέκτησε τις αισθήσεις της, και κατέφυγε στην Αστυνομία.
Μεταξύ 1981 και 1982 (σε ημερομηνίες που ο δράστης δεν θυμόταν) επιτέθηκε σε μια γυναίκα στην μαρίνα του λιμανιού της Ζέας στον Πειραιά. Με τον ίδιο τρόπο- την έσφιξε με μια δερμάτινη ζώνη με σκοπό να την στραγγαλίσει αλλά λόγω της ισχυρής αντίστασης της γυναίκας, την εγκατέλειψε και έφυγε.
Στις 25 Απριλίου 1982 στις 02:00 τα ξημερώματα, επιτέθηκε στην Γλυφάδα εναντίον μιας περαστικής που την παραμόνευε κρυμμένος. Έκανε βρόγχο την ζώνη του παντελονιού του, την αναισθητοποίησε, την βίασε, και την εγκατέλειψε. Το θύμα τελικά, επέζησε.
Την νύχτα της 19ης Ιουλίου του 1982, στο Μαρούσι άρπαξε μια διερχόμενη γυναίκα και την έβαλε στο αυτοκίνητό του με την βία όπου προσπάθησε με τον ίδιο τρόπο να την στραγγαλίσει. Η ισχυρή αντίδραση της γυναίκας τον έκανε να την αφήσει και να φύγει.
Την νύχτα της 15ης Αυγούστου 1982, συνάντησε και πάλι μια ιερόδουλη στην περιοχή του Καλαμακίου, την οποία επιβίβασε στο αυτοκίνητό του με σκοπό να πάνε στην Βούλα. Μες στο αυτοκίνητο και ενώ την πλήρωσε, της έσφιξε πάλι το λαιμό με ένα κορδόνι. Την εγκατέλειψε και έφυγε, νομίζοντας πως την σκότωσε, αλλά τελικά η γυναίκα επέζησε.
Στις 14 Μάη 1983, στην περιοχή του Μπραχαμίου, πλησίασε μια 16χρονη κοπέλα, και της επιτέθηκε. Την φίμωσε και της έδεσε τα χέρια στην πλάτη με σκοινί, της πέρασε τον βρόγχο στο λαιμό, την έγδυσε και προσπάθησε να την βιάσει. Ωστόσο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το σκοπό του, φοβούμενος οτι οι φωνές του κοριτσιού θα κινητοποιούσαν τους γειτόνους, και έφυγε.
Μια εβδομάδα αργότερα, στις 21 Μάη 1983, πλησίασε μια 18χρονη κοπέλα, η οποία περπατούσε στην περιοχή της Βουλιαγμένης και λίγο προτού φτάσει στο σπίτι της και με πρόσχημα οτι ήθελε να την ρωτήσει κάτι της επιτέθηκε. Τύλιξε το σκοινί γύρω από το λαιμό της, την έσυρε στο έδαφος, την δάγκωσε, της έσκισε τα εσώρουχα και προσπάθησε να την βιάσει. Όμως οι φωνές της κοπέλας, κινητοποίησαν τους ενοίκους της πολυκατοικίας, και τον ίδιο τον πατέρα της, και ο Μπέσκος την άφησε και εξαφανίστηκε.
Στις 11 Ιουνίου 1983 επιτέθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες, και πάλι στο Καλαμάκι, σε μια ακόμη ιερόδουλη. Ενω ετοιμαζόταν για την ερωτική πράξη, την έσφιξε με το δερμάτινο λουρί μέχρι ασφυξίας, και συνουσιάσθηκε μαζί της. Μετά την παράτησε ημιθανή και έφυγε. Μάλιστα, όταν κατά την προανάκριση η παθούσα αναγνώρισε τον δράστη, ο Μπέσκος της είπε: «Έζησες εσύ;»
Επίσης τον Ιούλιο (ο δράστης δεν θυμόταν ημερομηνία), επιβίβασε στο αυτοκίνητό του από την λεωφόρο Ποσειδώνος μια άγνωστη γυναίκα την οποία αφού έπνιξε μέχρι ασφυξίας, την βίασε και την εγκατέλειψε.
Στις 27 Ιουνίου 1983 στο Καλαμάκι, προσφέρθηκε να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του μια 20χρονη κοπέλα, την οδήγησε σε έναν παρακείμενο άδειο χώρο, την έγδυσε και αφού την αναισθητοποίησε, την βίασε. Ωστόσο, από την ασφυξία που της προκάλεσε, η 20χρονη κοπέλα πέθανε. Πέταξε το πτώμα σε ακάλυπτο οικόπεδο και έφυγε. Το πτώμα βρέθηκε την επόμενη μέρα.
Στις 4 Ιουλίου 1983, στην Γλυφάδα, ο Μπέσκος έκλεισε με το αυτοκίνητό την επιβαίνουσα στο μηχανάκι της Μαρία Δ. και την ανάγκασε να σταματήσει. Την έριξε στο έδαφος, την γρονθοκόπησε, την αναισθητοποίησε σφίγγοντας τον λαιμό της με ένα φουλάρι, την βίασε και την εγκατέλειψε.
Στις 01:00 της 26ης Ιουλίου 1983 επιβίβασε στο αυτοκίνητό του από την λεωφόρο Ποσειδώνος μια γυναίκα και την μετέφερε σε ερημική τοποθεσία της Βούλας. Με τον ίδιο modus operandi, την αναισθητοποίησε, την βίασε και την εγκατέλειψε.
Στις 25 Αυγούστου 1983 παρέλαβε από την περιοχή του Καλαμακίου μια ιερόδουλο με προορισμό την Βουλιαγμένη. Της επιτέθηκε με τον ίδιο τρόπο, με ένα δερμάτινο λουρί και την έσφιξε μέχρι αναισθησίας. Μετά την εγκατέλειψε και έφυγε.
Επίσης το ίδιο περιστατικό συνέβη και πάλι τον ίδιο μήνα, τον Αύγουστο, σε ημερομηνία που δεν καθορίστηκε, επιβίβασε στο αυτοκίνητό του, μια νέα γυναίκα από την πλατεία Κουκακίου, στην οποία εφάρμοσε ακριβώς τον ίδιο τρόπο με τις προηγούμενες. Το περιστατικό ομολογήθηκε από τον Μπέσκο, αφού η γυναίκα δεν κατήγγειλε το συμβάν στην Αστυνομία.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1983, στην Εκάλη πλησίασε από πίσω μια μαθήτρια την ώρα που περπατούσε προς το σπίτι της, της έριξε τον βρόγχο στο λαιμό, την αναισθητοποίησε μέχρι στραγγαλισμού και την βίασε.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1983 γύρω στα μεσάνυχτα και ενώ περιφερόταν με το αυτοκίνητό του, στην Εκάλη, προσφέρθηκε να μεταφέρει μια γυναίκα που περιμένει στην στάση. Της επιτέθηκε αιφνιδιαστικά σταματώντας το αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία, την αναισθητοποίησε με τον γνωστό πια τρόπο, και την βίασε κατ' επανάληψη, με αποτέλεσμα η γυναίκα να μείνει έγκυος από αυτόν τον βιασμό.

Οι έρευνες της Αστυνομίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο πτώμα που βρέθηκε - αυτό της Χρυσάνθης Μπατζίκα - τον Σεπτέμβριο του 1981 έξω από το νυχτερινό κέντρο «Δειλινά» στη Γλυφάδα, ήταν το πρώτο σήμα που δόθηκε στην «Ασφάλεια Προαστείων» για την ύπαρξη ενός δολοφόνου και βιαστή. Για τα επόμενα δυο χρόνια, στην Ασφάλεια θα καταφτάνουν αναφορές για περιπτώσεις βιασμών, κυρίως στα νότια προάστεια και κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Η Αστυνομία αποφάσισε να προκαλέσει τον δράστη και να βγάζει περιπολίες με γυναίκες αστυνομικούς - που υποδύονταν τις πόρνες. Την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 1983 είχε στήσει μπλόκα και στα νότια αλλά και στα βόρεια προάστεια της Αθήνας. Στο μπλόκο της Νέας Ερυθραίας, η Αστυνομία είχε στείλει ως δόλωμα την αστυνομικό Τζένη Ταμπάκη. Πραγματικά, ο Μπέσκος εμφανίστηκε με το αυτοκίνητό του, ένα μπλε Autobianchi abarth - A 112 και πλησίασε την χαμογελαστή κοπέλα. Αμέσως όρμησαν οι κρυμμένοι αστυνομικοί να τον συλλάβουν αλλά πάτησε γκάζι και έφυγε. Η Αστυνομία τον κυνήγησε και τελικά κατάφερε να τον σταματήσει στο ύψος της Κηφισιάς.[6]. Οδηγήθηκε στην Ασφάλεια και ύστερα από δυο μέρες (και αφού τον είχαν αναγνωρίσει όλα σχεδόν τα θύματά του) ομολόγησε. Από τις έρευνες που έγιναν στο αυτοκίνητό του ανακαλύφτηκαν τα σκοινιά που χρησιμοποιούσε ενώ στο σπίτι του ανακαλύφτηκαν τα κλοπιμαία που κατά καιρούς είχε αποσπάσει απο διάφορα άτομα.
Όταν με συνέλαβαν, εγώ λυτρώθηκα, θα πει 20 χρόνια μετά.

Η δίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτηριστικό της δίκης αυτής ήταν η έλλειψη μαρτύρων κατηγορίας. Μόνο ο πατέρας της μιας φονευμένης. δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής ενω από τα επιζήσαντα θύματα μόνο τρεις παρεστάθησαν ως πολιτική αγωγή. Το δικαστήριο μάλιστα, στην δευτεροβάθμια διαδικασία χρειάστηκε να καλέσει βιαίως κάποια θύματα για να υποστηρίξουν κάποια σημαντικά κομμάτια του κατηγορητηρίου, από τις πόρνες δε, δεν εμφανίστηκε καμμία -(απλώς διαβάστηκαν οι καταθέσεις τους). Οι ψυχίατροι που κατέθεσαν κατά τη διάρκεια της δίκης, δήλωσαν ότι δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν ψυχική νόσο.
Στην απολογία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Θα ήθελα να είχα πεθάνει πριν συμβούν αυτά τα γεγονότα. Δεν ήρθα με διάθεση να υπερασπιστώ αυτό το κτήνος που έκανε αυτές τις απάνθρωπες και αφάνταστες πράξεις, που εγώ καταδικάζω....Νιώθω βαθιά ανάγκη να ζητήσω συγνώμη από τα θύματα και τους δικούς τους.»
Ο Μπέσκος καταδικάστηκε τελεσίδικα για την τέλεση δύο (2) ανθρωποκτονιών από πρόθεση με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο και από δράστη επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια, για την απόπειρα δεκατεσσάρων (14) ανθρωποκτονιών από πρόθεση με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο και από δράστη επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια, για έξι (6) βιασμούς, δύο (2) απόπειρες βιασμών και επτά (7) ληστείες. Οι δε ποινές που του επιβλήθηκαν ήταν:
Για κάθε ανθρωποκτονία , - δηλ. δις - ισόβια κάθειρξη
για κάθε μία από τις 14 απόπειρες ανθρωποκτονιών, 15 χρόνια κάθειρξη
Για καθέναν από τους 6 βιασμούς, 12 χρόνια κάθειρξη
Για κάθε μία από τις δύο απόπειρες βιασμού, 8 χρόνια κάθειρξη
και για κάθε μία από τις 7 ληστείες, 6 χρόνια κάθειρξη.
Συνολική ποινή έκτισης ήταν τα 25 χρόνια, όπως είναι και το ανώτατο όριο που ορίζει ο νόμος (άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα).

Η ζωή στη φυλακή και η Αποφυλάκιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την πρώτη πενταετία του εγκλεισμού του αφού περάσει για λίγο από τις φυλακές της Πάτρας θα κρατηθεί στις φυλακές της Κέρκυρας, για να μεταφερθεί οριστικά στις φυλακές του Κορυδαλλού στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι γνώσεις του σαν φυσικοθεραπευτή τον έκαναν περιζήτητο μέσα στη φυλακή, αφού και κρατούμενοι και σωφρονιστικοί υπάλληλοι τον επισκέπτονταν για να τους βοηθήσει. Του δόθηκε μάλιστα ένας ιδιαίτερος χώρος όπου ασκούσε το επάγγελμά του. Ασχολούνταν επίσης με την ποίηση και την ζωγραφική, ήταν ήσυχος και τυπικός και δεν προκάλεσε ποτέ κανένα πρόβλημα. Από το 1993 άρχισε να παίρνει τακτικές πενθήμερες και οκταήμερες άδειες εξόδου τηρώντας πάντα τους κανονισμούς ενώ από το 1999 του χορηγήθηκε άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης. Έτσι νοίκιασε ένα χώρο στην Ηλιούπολη που τον λειτούργησε ως Φυσικοθεραπευτήριο, τηρώντας πάντα όλους τους κανονισμούς, και τους νόμους. Το 2003 έκανε την πρώτη αίτηση για απόλυσή του, έχοντας συμπληρώσει 20 χρόνια φυλάκισης -(ο χρόνος έκτισης της ποινής προσμετράται από την ημερομηνία της σύλληψης) - η αίτηση όμως απορρίφθηκε, γιατί το Συμβούλιο δεν πείστηκε οτι ο Μπέσκος είχε μετανιώσει πραγματικά για τις πράξεις του. Το 2004 θα κάνει και νέα αίτηση, η οποία και πάλι θα απορριφθεί. Το 2006 θα καταφύγει στο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς αλλά και πάλι η αίτησή του θα απορριφθεί. Το 2006 θα ξαναπαρουσιαστεί στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ζητώντας απαλλακτικό βούλευμα για να απορριφθεί και πάλι η αίτησή του. Θα κάνει έφεση στο βούλευμα, αλλά και πάλι η καινούρια απόφαση θα είναι απορριπτική με το ίδιο πάντα σκεπτικό: οτι δεν έγιναν γνωστοί οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτές τις πράξεις επομένως δεν είναι γνωστό αν αυτοί οι λόγοι έχουν σταματήσει να ισχύουν ή όχι.
Στις 2 Αυγούστου του 2008 [7]το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκανε δεκτή την έφεση σε αίτηση απόλυσης που είχε υποβάλει ξανά.

Ψυχιατρική αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την διάρκεια των μηνών που μεσολάβησαν μέχρι την έναρξη της δίκης, το 1985 ο Μπέσκος είχε εξεταστεί από έναν ψυχίατρο και έναν νευρολόγο- ψυχίατρο. Οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν ψυχική νόσο. Ο νευρολόγος - ψυχίατρος κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε ειλικρινής κατά την εξέτασή του, έδινε λεπτομέρειες για τη ζωή του, αφηγείτο φυσιολογικά, είχε μνήμη των γεγονότων και επαφή με την πραγματικότητα. Έκαναν λόγο για εκδήλωση διαστροφής σε συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του Μπέσκου με παρορμητικό χαρακτήρα ως προς την εμφάνιση της επιθυμίας τελέσεως των πράξεων όχι όμως και ως προς την υλοποίησή τους αφού όλες ήταν προμελετημένες. Ο ψυχίατρος ωστόσο είπε:«Οι διαπιστώσεις μου είναι ότι πρόκειται για διχασμένη προσωπικότητα...Δεν υπάρχει τίποτα που να δικαιολογεί την έκρηξη κάθε 15 μέρες, να παίρνει το αυτοκίνητο, και το σχοινί και να πηγαίνει στην παραλιακή, όπου έκανε αυτά που έκανε...Η όλη του προσωπικότητα δεν φανερώνει σαδιστικές τάσεις. Του έκανα εγκεφαλογράφημα, αξονική, δεν βρήκα τίποτα...Δεν διαπίστωσα σχιζοφρένεια, μεγαγχολία, υπερθυμία, μανιακή κατάσταση...Ήταν το σεξ που τον οδήγησε εκεί ή η ψυχική του ερημιά; Δεν υπάρχουν ενδείξεις οτι του άρεσε το σεξ όσο η γυναίκα ήταν λιπόθυμη ή ανήμπορη, ήταν η παρόρμησή του να φτάσει εκεί. Όπου συνέβαινε να έχει και αναλαμπές: όπως τότε που συγκινήθηκε όταν ένα θύμα του είπε ότι ο πατέρας της ήταν άρρωστος και η ίδια είχε πρόβλημα. Την περιποιήθηκε και την πήγε σπίτι της...Τι ζήταγε από αυτήν την άγνωστη; Ήθελε να αναπτύξει σχέση. Δεν είναι διεστραμμένος, δεν είναι αυτός ο τρόπος της σεξουαλικής του ζωής. Δεν ζητούσε βίαια, ανώμαλα πράγματα από την σύζυγό του και επειδή δεν του δόθηκαν πήγε αλλού, αυτό δεν ισχύει. Έχει πάψει πια να τον εντυπωσιάζει το γνωστό και καταλήγει στο άγνωστο, στο σκοτάδι. Η απογοήτευσή του του καλλιεργεί ψυχοπαθολογική κατάσταση φυγής. Η παρόρμηση τον βασανίζει όλην την εβδομάδα, την μορφοποιεί όμως μόνο το Σαββατοκύριακο. Γιατί; Δεν είναι ότι έβρισκε ευκολότερα τα θύματά του τα Σαββατοκύριακα. Όποτε ήθελε, όποια μέρα ήθελε μπορούσε να πάει στην Ερμού και στην Αιόλου τη ώρα που σχόλαγαν οι κοπέλες. Κάποιο φοβερό κενό τον αναστάτωνε.»
Κατά την διάρκεια της αίτησης για απόλυση που έκανε το 2005, ο Μπέσκος εξετάστηκε και πάλι από άλλον ψυχίατρο, ο οποίος συνόψισε τα εξής:«...Η προσωπικότητά του χαρακτηρίζεται από την ανάγκη για κυριαρχία και έλεγχο, είναι υπερελεγχόμενο άτομο και εσωστρεφές, παρουσιάζει περιοδικά άγχη και καταθλίψεις, εντάσεις καθώς και μια ανωριμότητα στους ψυχολογικούς αμυντικούς μηχανισμούς. Παρουσιάζει επίσης στοιχεία εγωκεντρικής και ναρκισσιστικής προσωπικότητας. Εξαιτίας δε των κυρίαρχων στοιχείων της προσωπικότητάς του - υπερέλεγχος, κυριαρχία, εγωκεντρισμός, ελέγχει πλήρως την προς τα έξω έκφραση των συναισθημάτων του και εμφανίζει μειωμένη ανταπόκριση στα συναισθηματικά ερεθίσματα, με αποτέλεσμα να μην έρχεται σε ουσιαστική επαφή με ότι αυτά προκαλούν, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τα συναισθήματά του και κυρίως τα αρνητικά του συναισθήματα, όπως αυτό του θυμού. Τα ανωτέρω αποτέλεσαν και τις βασικές παραμέτρους που τον οδήγησαν σε εκρηκτικές και βίαιες ενέργειες.»

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου: «Ανθρωποκτόνοι κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή Serial Killers Mass Murderers. Το ελληνικό παράδειγμα», διδακτορική διατριβή του τμήματος Κοινωνιολογίας, του τομέα Εγκληματολογίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου, 2010, σελ. 134 - 162

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Σπύρος Μπέσκος, ο δράκος με τα μαγικά χέρια». Έγκλημα και Τιμωρία/Crime and Punishment/Crime et Châtiment/Delitto e castigo/Преступление и наказание. 2015-02-06. https://eglima.wordpress.com/2015/02/07/beskos/. Ανακτήθηκε στις 2018-04-08. 
  2. http://10hentoli-3osnomos.blogspot.gr/2015/08/blog-post.html
  3. http://pandemos.panteion.gr/index.php?op=record&pid=iid:5892&lang=el, σελ. 135
  4. ό.π. σελ.145
  5. Τα εγκλήματα, οι περιγραφές και τα ονόματα προέρχονται από τα φύλλα της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών αρ. απόφ. 815-817/1991, όπως γράφτηκαν από την κύρια πηγή του λήμματος αυτού, το διδακτορικό του Γιάννη Παπαϊωάννου
  6. https://eglima.wordpress.com/2015/02/07/beskos/
  7. εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, φύλλο της 2ας Αυγούστου 2008