Ρωπογραφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Γαλατού (περ. 1658-60) αντιπροσωπευτικό δείγμα ρωπογραφίας του Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάνες Βερμέερ

Με τον όρο ρωπογραφία (< αρχ. ῥῶπος «ευτελές, ασήμαντο»[1]) περιγράφεται στις τέχνες η αναπαράσταση σκηνών της καθημερινότητας με ρεαλιστικό τρόπο[2][3]. Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει με τον γαλλικό όρο genre τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Ντιντερό τον 18ο αιώνα[4]. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία του 18ου αιώνα για να περιγράψει ζωγράφους που ειδικεύονταν σε καθημερινά και συνηθισμένα θέματα. Η σημερινή χρήση του καθιερώθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα[5].

Στοιχεία της τεχνοτροπίας της ρωπογραφίας ήταν γνωστά σε μερικούς ιταλικούς πίνακες του 14ου και 15ου αιώνα και στη συνέχεια έγινε γνωστή με τον Καραβάτζιο και τους οπαδούς του. Γνώρισε μεγάλη άνθιση στη Φλάνδρα και στην Ολλανδία ήδη κατά τον 17o αιώνα, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους όπως ο Γιάν Στέεν, ο Άντριεν Μπράουβερ, ο Ντάβιντ Τένιερς ο νεότερος, οι Ίσαακ και Άντριεν φαν Οστάντε και ο Γιοχάνες Βερμέερ. Κυριότεροι εκπρόσωποι στην Ιταλία ήταν οι: Κρέσπι και Λόνγκι, ενώ στη Γαλλία οι: Ζαν Σιμεόν Σαρντέν και Γκρέζ[3].

Η ρωπογραφία θεματολογικά διαχωρίζεται από το πορτρέτο, τα ιστορικά ή θρησκευτικά έργα και την τοπιογραφία. Χαρακτηρίζεται για την προτίμηση σε «ευτελή» ή «κατώτερα» θέματα, (π.χ. η αγροτική ζωή, εσωτερικοί χώροι, γάμοι και γιορτές, κ.ά.) και την έμφαση στη λεπτομέρεια, σε βαθμό που το θέμα να αποδίδεται ρεαλιστικά σε βάρος της φαντασίας του καλλιτέχνη. Συχνά οι ρωπογραφίες περιέχουν συγχρόνως συμβολισμούς, μέσα από τους οποίους παρέχονται ηθικά πρότυπα.[4]

Καθημερινές σκηνές συναντώνται ήδη σε αναπαραστάσεις και έργα της αρχαιότητας. Δείγματα διακοσμήσεων στην Αρχαία Αίγυπτο απεικονίζουν δεξιώσεις, ψυχαγωγία ή αγροτικές σκηνές. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Πειραϊκός (4ος αι.) ζωγράφιζε επίσης σκηνές χειρωνακτικών επαγγελμάτων, όπως το μαγαζί του κουρέα, το εργαστήρι του τσαγκάρη και νεκρές φύσεις, για αυτό και τον αποκαλούσαν «ρυπαρογράφο», λαμβάνοντας μάλιστα για τα έργα του υψηλές αμοιβές.[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γ. Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2010, σελ. 1235
  2. Chilvers, I., Osborne, H. and Farr, D. (1988). The Oxford Dictionary of Art, Oxford University Press, σελ. 195
  3. 3,0 3,1 Eleanor C. Munro, Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης, εκδ. Φυτράκης, Αθήνα, σελ. 324
  4. 4,0 4,1 Zirpolo, L. H. (2010). Historical Dictionary of Baroque Art and Architecture, The Scarecrow Press, σελ. 243
  5. Wayne E. Franits, Dutch Seventeenth-century Genre Painting: Its Stylistic and Thematic Evolution, Yale University Press, 2004, σελ. 2
  6. Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, XXXV.112

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]