Πύλη:Ορθοδοξία/Εισαγωγή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη ορθοδοξία από το ορθός (σωστός) και δόξα (σκέψη, πίστη, διδασκαλία) χρησιμοποιείται χαρακτηριστικά για να αναφερθεί στη σωστή θεολογική ή δογματική τήρηση μίας θρησκείας, όπως καθορίζεται από κάποια ανώτατη επιτηρούσα αρχή. Η ορθοδοξία αντιτάσσεται στην ετεροδοξία («άλλη διδασκαλία»), την αίρεση και το σχίσμα.

Ο όρος Ορθοδοξία επικράτησε να χαρακτηρίζει τα παλαίφατα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ανατολής, από τα οποία απομακρύνθηκε για θεολογικούς και πολιτικούς λόγους η Εκκλησία της Ρώμης, και υποστηρίζουν ότι παρέμειναν πιστά στην ορθή «δόξα» (πίστη) της αρχαίας Εκκλησίας και τη δογματική διδασκαλία των επτά πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.