Προστατευτισμός
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Γενικά ο όρος προστατευτισμός είναι οικονομικός όρος της οικονομικής πολιτικής που ασκεί μία χώρα προκειμένου να παράσχει προστασία της εγχώριας παραγωγής αγαθών έναντι ξένου ανταγωνισμού. Τα μέτρα - μέσα που λαμβάνει μία χώρα με αντικείμενο τον προστατευτισμό χαρακτηρίζονται προστατευτικά μέτρα.
Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο σύνολό τους τα "προστατευτικά μέτρα" αποτελούν στην ουσία οικονομικό μηχανισμό κυβερνητικής παρέμβασης στην αγορά και κατ΄ επέκταση στο καθορισμό των τιμών των διακινουμένων αγαθών. Η Κυβερνητική αυτή παρέμβαση λέγεται επίσης και "πολιτική προστατευτισμού". Όταν ασκείται τέτοια οι τιμές δεν διαμορφώνονται ελεύθερα, όπως δηλαδή ορίζει ο γενικός νόμος της προσφοράς και ζήτησης
Σημειώνεται ότι παρότι η παγκόσμια οικονομία ωφελείται από την ελεύθερη αγορά, εντούτοις πολλές χώρες, οικονομικά φιλελεύθερες (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ κ.ά.), άσκησαν ή ασκούν κατά καιρούς προστατευτικές πολιτικές με ουσιαστικό χαρακτήρα στη πράξη την αντι-παγκοσμιοποίηση.
Προστατευτικά μέτρα που λαμβάνει κυρίως μια χώρα είναι οι δασμοί, οι επιδοτήσεις, οι ποσοστώσεις εισαγωγών, τα διάφορα συναλλαγματικά μέτρα, οι ποσοτικοί περιορισμοί, ή διάφοροι άλλοι περιορισμοί, όπως π.χ. επιδοτήσεις ναύλων, ή το λεγόμενο καμποτάζ στις μεταφορές κ.λπ.. Για την υπεράσπιση του προστατευτισμού έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες καθώς βεβαίως και αντίθετες. Ο Προστατευτισμός δεν είναι οικονομική θεωρία, αλλά μια οικονομική αντίληψη - πρακτική ως εκδήλωση της Εθνικής πολιτικής.
Άσκηση προστατευτισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά η λήψη προστατευτικών μέτρων αποσκοπεί κυρίως στη τόνωση της εσωτερικής εγχώριας παραγωγής ειδικότερα όταν παρουσιάζει ύφεση ή κάποιας μορφής στασιμότητας. Χαρακτηριστικότερη είναι η ανάγκη επιβολής της στην υπό ανάπτυξη βιομηχανία ή όπως λέγεται "νηπιακή βιομηχανία" στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στις περιπτώσεις αυτές οι ποσοτικοί περιορισμοί επιβάλουν μέγιστα επίπεδα εισαγωγών ορισμένων αγαθών, όπως ομοίως μπορεί και να επιβληθούν προστατευτικοί δασμοί που αποτρέπουν μεγάλες εισαγωγές με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Η προστασία αυτή στην εσωτερική οικονομία απαντάται από την ελληνική αρχαιότητα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των νομισμάτων της αρχαίας Σπάρτης που εκ του βάρους τους, ως προστατευτικό μέτρο, απέτρεπαν καθημερινές μεγάλες συναλλαγές. Στους νεότερους χρόνους χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας που κατά τον 18ο αιώνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους προστατευτικούς δασμούς που είχε επιβάλει στα σιτηρά, με τους γνωστούς "Νόμους των Σιτηρών" (1846). Στη κρίση όμως που ακολούθησε το 1930 αναγκάσθηκε η ίδια χώρα να καταφύγει στον προστατευτισμό της βιομηχανικής παραγωγής της λαμβάνοντας διάφορα μέτρα που ίσχυσαν μέχρι το 1973 όταν έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Αλλά και στις ΗΠΑ ο προστατευτισμός είχε μεγάλη έκταση αποτελώντας χαρακτηριστικό της οικονομίας της. Σημειώνεται ότι οι αμερικανικοί δασμοί το 1820 είχαν φθάσει στο μέγιστο σημείο τους που αντιστοιχούσε στο 70% επί της αξίας των εισαγομένων αγαθών. Το ίδιο συνέβη και αργότερα με τους περίφημους δασμούς του 1934 με τον επιβληθέντα νόμο των Σμουτ-Χώλυ του 1930.
Μετά τον Β' Π.Π. η ανάπτυξη προστατευτικών μέτρων άρχισε να γενικεύεται από διάφορες χώρες και κυρίως του ανατολικού μπλοκ. Χαρακτηριστική ήταν ακόμα και η αποτροπή εισαγωγών βιομηχανικών ειδών με μεγάλους δασμούς στη Συρία, Ιράκ και Ιράν μετά την πτώση του Σάχη, ή ακόμα και η Λιβύη αποκλείοντας την είσοδο υπερήλικων πλοίων στους λιμένες της, κ.ά. Συνέπεια της μεγάλης αυτής διάδοσης των υψηλών προστατευτικών μέτρων ανά τον κόσμο ήταν 23 χώρες, (αρχικά), να συνομολογήσουν, το 1947, την περίφημη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, γνωστότερη ως "Συμφωνία GATT" στην οποία το 1975 είχαν συμβληθεί 70 χώρες.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.51ος, σελ.38.