Πράσινος Φάκελος του Γκέρινγκ
Ο Πράσινος Φάκελος του Γκέρινγκ (γερμανικά: Grüne Mappe) αναφέρεται σε ένα έγγραφο που ανήκει στον Στρατάρχη Χέρμαν Γκέρινγκ και παρουσιάστηκε στις δίκες της Νυρεμβέργης. Αυτό το έγγραφο ήταν η κύρια οδηγία για την οικονομική εκμετάλλευση της κατακτηθείσας Σοβιετικής Ένωσης. Οι συνέπειες αυτού του εγγράφου ήταν οι θάνατοι από την πείνα εκατομμυρίων ανθρώπων, κάτι που έγινε εν μέρει στο Ολοκαύτωμα, η κακομεταχείρηση των σοβιετικών στρατιωτών που συνελήφθησαν από τους Ναζί και που οδήγησε σε τεράστια ποσοστά θνησιμότητας και τη γενική απαλλοτρίωση τροφίμων από τις κατεχόμενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Αναφέρεται επίσης ως έγγραφο της σοβιετικής δίωξης, (έκθεμα ΕΣΣΔ 10).[1]
Σχέδιο Όλντενμπουργκ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την έγκριση του σχεδίου της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, ο Αδόλφος Χίτλερ ανέθεσε στον Γκέρινγκ να αναπτύξει ένα σχέδιο για την οικονομική εκμετάλλευση των εδαφών που κατακτήθηκαν στα ανατολικά (άνοιξη 1941 / καλοκαίρι του 1944).
Το «σχέδιο Όλντενμπουργκ» (Πράσινος φάκελος του Γκέρινγκ) ήταν το κωδικό όνομα της οικονομικής υποενότητας της προγραμματισμένης επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση και εκπονήθηκε από τον στρατηγό Γιοργκ Τόμας, επικεφαλής του Γραφείου Οικονομικής Άμυνας και Εξοπλισμού στη Ανώτατη διοίκηση της Βέρμαχτ και στη συνέχεια εγκρίθηκε από τον Στρατάρχη Γκέρινγκ, ο οποίος ήταν και ο πληρεξούσιος για το Τετραετές Σχέδιο, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη δημιουργία στις 29 Απριλίου 1941 του «σχεδίου Όλντενμπουργκ» (Wirtschaftsstabes zbV «Oldenburg»), το οποίο αργότερα έγινε το οικονομικό πρόγγραμα της Ανατολής (Wirtschaftsstab «Ost»).[1]
Υπό την ηγεσία του Γκέρινγκ, το «σχέδιο Όλντενμπουργκ» περιελάμβανε την κατάσχεση για την εξυπηρέτηση του Ράιχ όλων των αποθεμάτων πρώτων υλών και μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων στην περιοχή μεταξύ του Βιστούλα και των Ουραλίων. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, ο πιο πολύτιμος κατασκευαστικός εξοπλισμός έπρεπε να σταλεί στο Ράιχ και αυτό που δεν θα στέλνονταν στη Γερμανία έπρεπε να καταστραφεί. Το ευρωπαϊκό τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης θα αποκεντρωθεί οικονομικά και θα μετατραπεί σε γεωργικό προσάρτημα της Γερμανίας.[1]
Το αρχικό σχέδιο εγκρίθηκε σε μυστική συνάντηση την 1η Μαρτίου 1941 (πρωτόκολλο 1317-PS). Τους επόμενους δύο μήνες το σχέδιο ολοκληρώθηκε λεπτομερώς και τελικά εγκρίθηκε στις 29 Απριλίου 1941 (πρωτόκολλο μυστική συνάντηση 1157-PS). Δημιουργήθηκε μια έδρα για το συντονισμό του «σχεδίου Όλντενμπουργκ».
Σύμφωνα με το σχέδιο, το έδαφος που θα καταληφθεί στη Σοβιετική Ένωση θα χωριστεί σε πέντε οικονομικές επιθεωρήσεις, τρεις από αυτές συνδέονται με την Βόρεια Ομάδα Στρατού (Λένινγκραντ), την Κεντρική Ομάδα Στρατού (Μόσχα) και την Νότια Ομάδα Στρατού (Κίεβο), μία για τον Καύκασο (Μπακού), και μια συμπληρωματική, με 23 οικονομικούς διοικητές, καθώς και 12 γραφεία. Στις 8 Μαΐου 1941, εγκρίθηκαν οι «Κοινές οδηγίες προς όλους τους επιτρόπους του Ράιχ στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη», βάσει αυτού του σχεδίου (έγγραφα 1029-PS, 1030-PS).[1]
Σχέδιο Πείνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια ξεχωριστή επιτροπή δημιουργήθηκε για να οργανώσει τη συλλογή των τροφίμων στα κατεχόμενα εδάφη, με επικεφαλής τον Χέρμπερτ Μπάκε. Είχε την ευθύνη να διασφαλίσει ότι μέχρι το 1942, οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις θα τρέφονταν πλήρως από τους πόρους της Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες του σοβιετικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τη διαταγή του Αρχηγού του Ανώτατου Διοικητικού Επιτελείου της Βέρμαχτ Βίλχελμ Κάιτελ (με ημερομηνία 16 Ιουνίου 1941), η κύρια οικονομική πρόκληση για τα εδάφη που κατασχέθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση, χαρακτηρίστηκε ως «άμεση και πλήρης εκμετάλλευση των κατεχόμενων περιοχές υπέρ της πολεμικής οικονομίας της Γερμανίας, ιδίως στους τομείς των τροφίμων και του πετρελαίου».
Ο Γκέρινγκ, εποπτεύοντας άμεσα την έδρα του «σχεδίου Όλντενμπουργκ», έγραψε:
«Στην Ανατολή, σκοπεύω να ληστέψω και να λεηλατήσω αποτελεσματικά. Όλα όσα μπορούν να είναι κατάλληλα για τους Γερμανούς στην Ανατολή, πρέπει να εξαχθούν και να μεταφερθούν στη Γερμανία αμέσως».
Λίγο μετά την έναρξη της γερμανικής εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, στις 15 Ιουλίου 1941, έγραψε στον «πράσινο φάκελο» του:
«Η χρήση των κατεχόμενων περιοχών πρέπει να γίνεται κυρίως στους τομείς της οικονομίας των τροφίμων και του πετρελαίου. Φέρτε στη Γερμανία όσο το δυνατόν περισσότερα τρόφιμα και ορυκτέλαια - αυτός είναι ο κύριος οικονομικός στόχος της εκστρατείας».
Αρχικά, η γερμανική στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν θα ήταν απαραίτητο να ανοικοδομηθεί η βιομηχανία της Σοβιετικής Ένωσης ή να χρησιμοποιηθεί ο φυσικός της πλούτος και ότι θα αρκούσε μια πολιτική κατάσχεσης μόνο τελικών προϊόντων και πρώτων υλών στις αποθήκες.
Στη συνέχεια, πραγματοποίησαν μια λογιστική έρευνα της βιομηχανίας και των ορυχείων για να διασφαλίσουν την ασφάλειά τους και να δημιουργήσουν μια πολιτική διοίκηση των κατακτημένων περιοχών. Όταν το αναμενόμενο γρήγορο τέλος του πολέμου δεν υλοποιήθηκε και η Γερμανία είχε υποστεί μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμό και όπλα, τα υπάρχοντα αποθέματα άρχισαν να εξαντλούνται γρήγορα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η γερμανική ηγεσία να αρχίσει επειγόντως την ανάπτυξη ενός σχεδίου για την οικονομική χρήση των κατεχόμενων εδαφών, κατά τη διάρκεια του ίδιου του πολέμου. Έτσι, η γερμανική ηγεσία έπρεπε να εγκαταλείψει την εφαρμογή του «σχεδίου Όλντενμπουργκ», αναγνωρίζοντας την ακαταλληλότητά του.
Νομική επεξεργασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις δίκες της Νυρεμβέργης, η ευθύνη του Χέρμαν Γκέρινγκ για τη δημιουργία του «σχεδίου Όλντενμπουργκ», κρίθικε ως ποινικό αδίκημα κατά την προετοιμασία και τη διεξαγωγή της λεηλασίας ή της καταναγκαστικής εργασίας και χαρακτηρίστηκε ως έγκλημα πολέμου.[1] Η απόφαση του Γκέρινγκ να εφαρμόσει ένα σχέδιο για να μεταφέρει τρόφιμα από τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη για τους σκοπούς της Βέρμαχτ και του γερμανικού πληθυσμού, που αυτό σήμαινε την πείνα εκατομμυρίων ανθρώπων στα κατεχόμενα εδάφη, ονομάστηκε ρητά ως ένας από τους λόγους της θανατικής ποινής που επιβλήθηκε στον Γκέρινγκ.[2]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Dietrich Eichholtz: Geschichte der deutschen Kriegswirtschaft 1939–1945. Band 1. (= Nachdr. der Ausg. Berlin, Akademie-Verlag, 1969–1996, erg. durch ein Vorwort und Gesamtregister) K.G. Saur Verlag, München 1999, ISBN 3-598-11428-1.
- Fall Barbarossa. Dokumente zur Vorbereitung der faschistischen Wehrmacht auf die Aggression gegen die Sowjetunion (1940/41). Ausgewählt u. eingeleitet v. Erhard Moritz. Militärverlag der Deutschen Demokratischen Republik, Berlin 1970, S. 363–399 (dort vollständiger Abdruck der Richtlinien für die Führung der Wirtschaft in den neubesetzten Ostgebieten (Grüne Mappe), Teil I: Aufgaben und Organisation der Wirtschaft. Berlin, Juni 1941).
- Rolf-Dieter Müller (Hrsg.): Die deutsche Wirtschaftspolitik in den besetzten sowjetischen Gebieten 1941–1945. Der Abschlussbericht des Wirtschaftsstabes Ost und Aufzeichnungen eines Angehörigen des Wirtschaftskommandos Kiew. Deutsche Geschichtsquellen des 19. und 20. Jahrhunderts, Band 57. Boppard am Rhein 1991, ISBN 3-7646-1905-8.
- Der Prozess gegen die Hauptkriegsverbrecher vor dem Internationalen Militärgerichtshof, Nürnberg, 14. November 1945 bis 1. Oktober 1946, Bd. 28, Nürnberg 1948, S. 3–26 (= Dok. PS-1743: Richtlinien für die Führung der Wirtschaft in den neubesetzten Ostgebieten (Grüne Mappe), Teil I: Aufgaben und Organisation der Wirtschaft. Berlin, Juni 1941; Abdruck in gekürzter Fassung).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Το «σχέδιο Όλντενμπουργκ» του Χέρμαν Γκέρινγκ». codenames.info. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2020. (Αγγλικά)
- ↑ Wigbert Benz: Der Hungerplan im „Unternehmen Barbarossa“ 1941. wvb, Berlin 2011, ISBN 978-3-86573-613-0, S. 54; Der Prozeß gegen die Hauptkriegsverbrecher vor dem Internationalen Gerichtshof Nürnberg. Nürnberg 1947, Bd. 1, S. 316–318 (online unter Zeno.org), abgerufen am 28. Mai 2015.