Πολιτικό σύστημα της Ιταλίας
Το πολιτικό σύστημα της Ιταλικής Δημοκρατίας είναι βασισμένο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία υπό τη μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το κράτος είναι οργανωμένο κατά συγκεντρωτικό τρόπο, ενώ παράλληλα στηρίζεται σε μια μεγάλου βαθμού περιφερειακή αποκέντρωση. Η Ιταλία αποτελεί δημοκρατικό κράτος από την 2η Ιουνίου 1946, όταν η μοναρχία κατέρρευσε μέσω δημοψηφίσματος και εκλέχθηκε Συντακτική Συνέλευση προκειμένου να συντάξει το Ιταλικό Σύνταγμα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1948.
Γενική οργάνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ιταλικό πολιτικό σύστημα είναι οργανωμένο σύμφωνα με τη διάκριση των εξουσιών: τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση, ενώ η δικαστική εξουσία ασκείται από τα δικαστήρια, ανεξάρτητα από τις δύο άλλες εξουσίες. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο επικεφαλής του κράτους και εκπροσωπεί την κρατική ενότητα.
Ο θεμελιώδης νόμος της Ιταλικής Δημοκρατίας είναι το Σύνταγμα, δηλαδή ο κώδικας που υποδεικνύει τις θεμελιώδεις αρχές, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών και που ορίζει την τάξη. Σύμφωνα με το άρθρο 70 του Ιταλικού Συντάγματος, η νομοθετική εξουσία του κράτους ανήκει στο κοινοβούλιο, το οποίο διαιρείται σε δυο συνελεύσεις: τη Γερουσία της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Όλοι οι νόμοι πρέπει σε τελικό στάδιο να επικυρώνονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος μπορεί να αναπέμψει κάποιο νόμο στο κοινοβούλιο σε περίπτωση που θεωρεί ότι αντιτίθεται του Συντάγματος (το γνωστό ανασταλτικό βέτο), αλλά για μια μόνο φορά. Το Υπουργικό Συμβούλιο βασίζεται στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία προκύπτει έπειτα από ψηφοφορία ανάμεσα στα μέλη που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.
Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (στη Ιταλία αναφέρεται επίσης ως Πρώτος Υπουργός [primo ministro]) είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης. Ορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αποτελεί το τέταρτο κατά σειρά σημαντικότερο κρατικό αξίωμα, μολονότι αποτελεί τον πραγματικό κυρίαρχο του πολιτικού συστήματος.
Θεωρητικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί ελεύθερα να ορίσει το πρόσωπο της αρεσκείας του. Ωστόσο, η επιλογή του θα πρέπει να γίνεται με βάση τα κόμματα που κατέχουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο που θα ορισθεί οφείλει να σχηματίσει κυβέρνηση με την οποία θα εξασφαλίσει την ψήφο εμπιστοσύνης των δύο συνελεύσεων. Σύμφωνα με τη συνταγματική πρακτική, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχωρά σε διαβουλεύσεις με τις κοινοβουλευτικές ομάδες προκειμένου να καταλήξει στην επιλογή ατόμου ικανού να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Μετά τον ορισμό του, ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τους υπουργούς με τους οποίους θα σχηματίσει το υπουργικό συμβούλιο εάν, όπως προαναφέρθηκε, λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και από τα δύο κοινοβουλευτικά σώματα.
Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου συντονίζει την δραστηριότητα των υπουργών και είναι υπεύθυνος για τις δραστηριότητες της κυβέρνησης. Επίσης, σε αντίθεση με άλλα πολιτικά συστήματα, δεν αποτελεί πάντοτε τον ιεραρχικά ανώτερο υπουργό. Ασφαλώς, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, εκπληρώνει καθήκοντα στα οποία οφείλουν να υπάγονται, άμεσα ή έμμεσα, όλοι οι υπουργοί. Παρά ταύτα, ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου δεν δικαιούται να δίνει συγκεκριμένες διαταγές στους υπουργούς αναφορικά με τα τμήματα τους, παρά μόνο κατευθυντήριες οδηγίες γενικού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα δε δύναται να διατάζει την απόλυση τους. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως primus inter pares, δηλαδή ως πρώτος μεταξύ ίσων του συμβουλίου του. Γενικότερα, ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου διαδραματίζει τριπλό ρόλο: την ώθηση, την κατεύθυνση και το συντονισμό της κυβερνητικής δραστηριότητας.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι η κεφαλή του κράτους και εκπροσωπεί την εθνική ενότητα. Κατέχει το ανώτερο αξίωμα του κράτους και συγκεντρώνει ορισμένα καθήκοντα που παλαιότερα ανήκαν στο βασιλιά της χώρας. Επάνω του συναντώνται κατά κάποιο τρόπο τα τρία σκέλη της εξουσίας: ορίζει τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας και ο ίδιος αποτελεί τον επικεφαλής του δικαστικού συστήματος.
Η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων επισήμως αποδίδεται στην κεφαλή του κράτους, δηλαδή τον ίδιο, στην πραγματικότητα όμως ανήκει στον Υπουργό Άμυνας και επομένως στην κυβέρνηση. Γενικά, οι εξουσίες του Προέδρου είναι περιορισμένες. Εφόσον το πολίτευμα της χώρας είναι η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η πολιτική κατεύθυνση της Ιταλίας καθορίζεται από το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση. Η τελευταία, όντας στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας κατέχει επίσης τον διοικητικό ρόλο. Έτσι, η διαχείριση του πολιτικού και διοικητικού συστήµατος του κράτους ανάγει την ιταλική Κυβέρνηση (το ίδιο ισχύει και για τις άλλες κυβερνήσεις) στο πιο "δυνατό" όργανο, την κινητήρια δύναμη, θα λέγαμε, της εθνικής πολιτικής. Συνεπώς, ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, επικεφαλής της κυβέρνησης αποτελεί το μονομελές όργανο με την περισσότερη εξουσία.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από εκλογικό σώμα αποτελούμενο και από τις δύο συνελεύσεις καθώς και από 58 περιφερειακούς εκπροσώπους. Η θητεία του διαρκεί για 7 χρόνια.
Παρόλο πού δεν αναφέρεται ρητά από το νόμο, ο εν ενεργεία Πρόεδρος μπορεί να επανεκλεγεί. Ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο ήταν ο πρώτος Πρόεδρος στην ιστορία της χώρας που επανεκλέχθηκε εκ νέου για δεύτερη θητεία, το 2013.
Κανονικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσπαθεί να διατηρεί ουδέτερη θέση στους εθνικούς πολιτικούς διαλόγους, ενώ διαδραματίζει τον θεσμικό ρόλο του εγγυητή σε ό,τι αφορά την πολιτική διαδικασία. Ακόμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να απορρίπτει νόμους φανερά αντισυνταγματικούς αρνούμενος την επικύρωση τους, εφόσον λειτουργεί ως φύλακας του Ιταλικού Συντάγματος. Εντούτοις, το δικαίωμα του αυτό μπορεί να το ασκήσει μονάχα μια φορά για τον ίδιο νόμο.
Ο νυν Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας είναι ο Σέρτζιο Ματαρέλα, ο οποίος εκλέχθηκε την 31η Ιανουαρίου 2015 και ανέλαβε την άσκηση των καθηκόντων του στις 3 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.