Οξύουρος
Ο οξύουρος (Επιστημονική ονομασία: Enterobius vermicularis) είναι μικρός, λευκός, παθογόνος νηματέλμινθας, παράσιτο του εντέρου.[1] Ο θηλυκός οξύουρος έχει μήκος 8 έως 13 mm και πάχος 0,5 mm, ενώ ο αρσενικός έχει μήκος 2 μέχρι 5 mm και πάχος 0,2 mm. Προκαλεί την ασθένεια οξυουρίαση.
Βιολογία του οξύουρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι σκώληκας που μολύνει παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο οξύουρος έχει τον απλούστερο κύκλο ζωής από όλους τους εντερικούς νηματέλμινθες. Οι ενήλικοι ζουν στο παχύ έντερο και ενίοτε και στη σκωληκοειδή απόφυση. Τα έγκυα θηλυκά εξέρχονται από το ορθό τη νύχτα και εναποθέτουν τα αβγά τους στην περιπρωκτική περιοχή. Η μία πλευρά των αβγών είναι χαρακτηριστικά πιο κυρτή από την άλλη και συνήθως περιέχουν πλήρως ανεπτυγμένα έμβρυα. Η οξυουρίαση ξεκινά με την κατάποση αυτών των εμβρυοφόρων ωαρίων. Το κυριότερο σύμπτωμα που προκαλούν είναι ο περιπρωκτικός κνησμός (pruritus ani), που οφείλεται στην παρουσία των ωαρίων του σκώληκα.[2]
Επιδημιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο οξύουρος παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική κατανομή, συχνότερα όμως συναντάται σε υγρά και θερμά κλίματα. Δεν υπάρχει ενδιάμεσος ξενιστής. Συχνότερα μολύνονται τα παιδιά της νηπιακής ηλικίας (5 ή 6 ετών). Οι ενήλικες είναι περισσότερο ανθεκτικοί στη μόλυνση. Η μόλυνση γίνεται με τα αβγά, τα οποία καταπίνονται ή εισπνέονται. Τα αβγά συγκεντρώνονται στη γλοιώδη έκκριση του δέρματος της περιοχής του περίνεου από τους περιφερόμενους κατά τη νύκτα θηλυκούς οξύουρους και λόγω της τοπικής φαγούρας που προκαλούν και το επακόλουθο ξύσιμο μολύνονται τα δάχτυλα των χεριών. Επίσης τα αβγά τους μολύνουν τα κλινοσκεπάσματα και κατά την προετοιμασία στρωσίματος αυτών δημιουργούνται μολυσματικά αερολύματα.[1]
Παθογένεια και κλινικές εκδηλώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αβγά εκκολάπτονται στο παχύ έντερο. Οι σκώληκες ωριμάζουν σε 2 μέχρι 4 εβδομάδες και ζουν 2 μήνες. Το ένα τρίτο των λοιμώξεων είναι ασυμπτωματικές. Το συχνότερο σύμπτωμα είναι ο ερεθισμός και η φαγούρα του πρωκτού. Μερικές φορές ο κνησμός είναι έντονος και μπορεί να παρατηρηθούν δευτερογενείς βακτηριακές μολύνσεις. Σπάνια οι οξύουροι μεταναστεύουν σε άλλες περιοχές του σώματος, όπως στον ουρογεννητικό σωλήνα των γυναικών με αποτέλεσμα την πρόκληση κολπίτιδας.[1]
Διάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εργαστηριακή διάγνωση γίνεται κυρίως με την ανεύρεση των χαρακτηριστικών αβγών του οξύουρου.[1] Δεδομένου ότι τα αβγά του δεν αποβάλλονται στα κόπρανα, η παρασιτολογική εξέταση κοπράνων είναι περιττή. Η διάγνωση τίθεται με την ανίχνευση των νέων χαρακτηριστικών σκωλήκων, που μοιάζουν με μικρές κλωστές στην επιφάνεια των κοπράνων ή την ανίχνευση ετων χαρακτηριστικών ωαρίων του σε εξέταση δείγματος ληφθέντος με αυτοκόλλητη ταινία (ή με επίχρισμα) από την περιπρωκτική περιοχή, τις πρώτες πρωινές ώρες, πριν από το πλύσιμο του ασθενούς.[2]
Οι θηλυκοί οξύουροι εναποθέτουν τα αβγά τους στην περιοχή του περινέου κατά τη διάρκεια της νύκτας, και για αυτό τις πρωινές ώρες και πριν το πλύσιμο επικολλάται αυτοκόλλητη ταινία στην περιοχή του περινέου. Στη συνέχεια η ταινία επικολλάται σε αντικειμενοφόρο πλάκα και αποστέλλεται στο μικροβιολογικό εργαστήριο. Εάν υπάρχουν αβγά, θα κολλήσουν στην ταινία και θα γίνουν ορατά κατά την εξέταση της πλάκας με την επικολλημένη ταινία στο μικροσκόπιο. Τα αβγά του οξύουρου είναι ωοειδή (οβάλ), μεγέθους 55 x 25 μm, επίπεδα στη μία πλευρά, και περιέχουν την προνύμφη. Αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, επαναλαμβάνεται 4 μέχρι 6 φορές.
Κατά τη γενική εξέταση των κοπράνων σπάνια ανευρίσκονται αβγά. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να βρεθούν θηλυκοί οξύουροι με αβγά. Χαρακτηριστικό τους είναι το κεφαλικό τμήμα του σκώληκα.[1]
Θεραπεία, πρόληψη και έλεγχος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για τη θεραπεία της λοίμωξης από οξύουρο χρησιμοποιούνται τα εξής φάρμακα: πιπεραζίνη, παμοϊκό πυραντέλιο, μεβενδαζόλη, αλβενδαζόλη (πολύ καλή δραστικότητα) και θειαβενδαζόλη (μέτρια δραστικότητα). Η λεβαμιζόλη, που χρησιμοποιείται στη θεραπεία λοιμώξεων από άλλους εντερικούς νηματέλμινθες, δεν παρουσιάζει καμία δραστικότητα.[2] Τα φάρμακα αυτά σκοτώνουν τους ενήλικες σκώληκες αλλά όχι τα αβγά και για τον λόγο αυτόν τις ημέρες όπου το παιδί παίρνει το σιρόπι του είναι καλό να κάνει ντουζ το βράδυ και το επόμενο πρωί, ώστε να απομακρυνθούν τα αβγά που έχουν απομείνει.
Η εφάπαξ δόση μεβενδαζόλης ή πυραντέλιου είναι πολύ αποτελεσματικές. Επειδή συνήθως παρατηρούνται επαναμολύνσεις, συνιστάται και δεύτερη δόση μετά από 10 έως 14 ημέρες, προκειμένου να σκοτώσει τους νέους σκώληκες που θα αναπτυχθούν.
Μερικοί γιατροί συνιστούν θεραπεία όλης της οικογένειας. Τα αβγά συνήθως δεν αντέχουν την αποξήρανση και επιβιώνουν στο περιβάλλον μόλις 6 έως 12 ώρες, αλλά μπορούν να επιβιώσουν λίγες εβδομάδες σε ψυχρότερο περιβάλλον με περισσότερη υγρασία.[1]
Η ατομική υγιεινή, η κοπή των νυχιών, το καλό πλύσιμο των κλινοσκεπασμάτων και των πετσετών, καθώς και η άμεση θεραπεία των προσβληθέντων ανθρώπων είναι χρήσιμα μέτρα καταπολέμησης και αποφυγής επαναμολύνσεων. Όταν καθαρίζεται το σπίτι μιας μολυσμένης οικογένειας, πρέπει να απομακρύνεται η σκόνη κάτω από τα κρεβάτια και επάνω από τις πόρτες με ένα υγρό πανί, προκειμένου να αποφευχθεί η εισπνοή μολυσματικών αβγών.[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Πόγγας Ν., Χαρβάλου Α.: Ιατρική Μικροβιολογία, Εκδόσεις «Οδυσσέας», 2011, ISBN 978-960-210-577-1
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Greenwood D., Slack R., Peutherer J., Barer M.: Ιατρική Μικροβιολογία (Τόμος ΙΙ), Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης Ε.Π.Ε., Αθήνα 2010, ISBN 978-960-489-018-7
- ↑ Murray P., Rosenthal K., Pfaller M.: Ιατρική Μικροβιολογία (5η έκδοση), Εκδόσεις Παρισιάνου Α.Ε., Αθήνα 2008, ISBN 978-960-394-558-1