Ντάνιελ Χόπφερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ντάνιελ Χόπφερ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1470[1][2][3]
Καουφμπόιρεν[1]
Θάνατος1536[1][2][3]
Άουγκσμπουργκ[4]
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία[5]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[6]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταχαράκτης[7]
armourer
ζωγράφος[7]
καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[7]
χαλκοχαράκτης[7]
Περίοδος ακμής1490[8] - 1536[8]
Οικογένεια
ΤέκναHieronymus Hopfer[9]
Lambert Hopfer[9]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ντάνιελ Χόπφερ (γερμανικά: Daniel Hopfer, 1470 Καουφμπόιρεν – 1536 Άουγκσμπουργκ) ήταν Γερμανός χαράκτης ο οποίος θεωρείται πως ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης ο οποίος δημιούργησε μεταλλογραφίες.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Καουφμπόιρεν και κατόπιν σε νεαρή ηλικία εγκαταστήθηκε βορειότερα στο Άουγκσμπουργκ και απέκτησε την εκεί υπηκοότητα το 1493. Το 1497 παντρεύτηκε και απέκτησε 3 παιδιά, 2 από τα οποία, ο Ιερώνυμος και ο Λάμπερτ ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους ως χαλκογράφοι, στη Νυρεμβέργη και το Άουγκσμπουργκ αντίστοιχα. Οι Γκέοργκ και Ντάνιελ οι οποίοι ήταν τα εγγόνια του από τον 3ο γιό του, τον Γιόργκ, έγιναν επίσης αξιόλογοι χαλκογράφοι και τέθηκαν υπό την προστασία του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Β΄, ενώ ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ροδόλφος Β΄ απένειμε τίτλο ευγενείας στον Γκέοργκ.

Σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χόπφερ είχε εξειδίκευση ως χαλκογράφος πανοπλιών. Υπάρχουν μόνο 2 βέβαια παραδείγματα έργων του σχετικά με πανοπλίες, μια ασπίδα η οποία χρονολογείται το 1536 και πλέον βρίσκεται στο μουσείο του βασιλικού οπλοστασίου στη Μαδρίτη, και ένα ξίφος στο Γερμανικό Εθνικό Μουσείο στη Νυρεμβέργη. Στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο στο Βερολίνο φιλοξενείται μια επένδυση θωράκισης αλόγου η οποία χρονολογείται μεταξύ 1512 και 1515, και ενώ διαθέτει σχέδια των χαράξεων του Χόπφερ είναι αβέβαιο αν ο ίδιος είχε εργαστεί απευθείας στη διακόσμηση της. Η χάραξη των μετάλλων μέσω χρήσης οξέων ήταν γνωστή στην Ευρώπη από τουλάχιστον το 1400, αλλά οι περίτεχνες διακοσμήσεις των πανοπλιών σε ότι αφορά τη Γερμανία, ως τέχνη είχε πιθανώς εισαχθεί από την Ιταλία στα τέλη του 15ου αιώνα, λίγο πριν την πρακτική της χαλκογραφίας για τους σκοπούς της τυπογραφίας. Αν και οι παλαιότερες διασωζόμενες μεταλλογραφίες είναι αυτές του Άλμπρεχτ Ντύρερ και χρονολογούνται από το 1515, υπάρχουν στοιχεία στην τεχνοτροπία τα οποία στηρίζουν την υπόθεση πως ο Χόπφερ προηγήθηκε χρησιμοποιώντας την τεχνολογία αυτή ήδη από το 1500, ενώ έχει επίσης υποστηριχτεί πως δίδαξε στον Ντύρερ την τεχνική.[10]

Εργαζόμενος μαζί με τους γιούς του σύντομα τελειοποίησε την τεχνική του η οποία έγινε γνωστή ως τεχνοτροπία Χόπφερ. Όταν εφαρμοζόταν σε εκτυπώσεις, το τελικό αποτέλεσμα ήταν να παράγονται σχέδια επί μαύρου υπόβαθρου. Η διαδικασία ήταν τεχνικά απαιτητική και απαιτούσε ιδιαίτερη λεπτομέρεια και χρόνο εργασίας, και δεν υπάρχουν άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες που χρησιμοποιούσαν την ίδια ακριβώς τεχνική γραμμικής οξυγραφίας. Οι πλάκες που χρησιμοποιούνταν ήταν κατασκευασμένες από σίδηρο, παρά χαλκό ο οποίος εισήχθη αργότερα από τους Ιταλούς μόλις ανακαλύφθηκαν καταλληλότερα οξέα. Οι σιδερένιες πλάκες χρειαζόταν ειδική μεταχείριση έτσι ώστε να μην σκουριάσουν, κάτι που μπορούσε να συμβεί από ένα απλό δακτυλικό αποτύπωμα.[11]

Θεματολογικά τα σχέδια του κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα, από θρησκευτικού περιεχομένου έως διακοσμητικού για χρυσοχόους, θέματα της καθημερινής ζωής για τους χωρικούς, στρατιωτικές αναπαραστάσεις -ειδικά Λάντσκνεχτ-, μυθολογικά και λαϊκά θέματα, κ.α.. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις πως αντέγραψε σχέδια και από άλλους καλλιτέχνες της εποχής του, όπου από τα 230 γνωστά σχέδια του 14 ανήκουν σε άλλους καλλιτέχνες, κυρίως από τον Αντρέα Μαντένια. Την ίδια πρακτική φαίνεται να ακολούθησε και ο γιος του ο Ιερώνυμος, από τα 82 γνωστά έργα του οποίου τα 21 είναι αντίγραφα έργων του Ντύρερ, και 30 άλλα από τους Τζάκοπο ντε Μπαρμπάρι, Μαρκαντόνιο Ραϊμόντι, και Άλμπρεχτ Άλτντορφερ ανάμεσα σε άλλους.

Ο Χόπφερ πέθανε στο Άουγκσμπουργκ το 1536, έχοντας αναγνωριστεί ως καταξιωμένος τεχνίτης και αφήνοντας την οικογενειακή επιχείρηση στους γιους του.

Φωτογραφικό υλικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. 102508585. Ανακτήθηκε στις 13  Αυγούστου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb14973554r. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά, Μποκμάλ, Σουηδικά, Φινλανδικά, Δανικά, Εσθονικά) KulturNav. 080a19ee-c3a4-4e9f-b5b7-da380a400dba. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  5. artist list of the National Museum of Sweden. 12  Φεβρουαρίου 2016. kulturnav.org/080a19ee-c3a4-4e9f-b5b7-da380a400dba. Ανακτήθηκε στις 25  Φεβρουαρίου 2016.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb14973554r. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/46409. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  8. 8,0 8,1 8,2 (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/211593. Ανακτήθηκε στις 22  Νοεμβρίου 2022.
  9. 9,0 9,1 (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 2  Μαρτίου 2019. 500011802. Ανακτήθηκε στις 22  Μαΐου 2021.
  10. Cohen, Brian D. "Freedom and Resistance in the Act of Engraving (or, Why Dürer Gave up on Etching)," Art in Print Vol. 7 No. 3 (September-October 2017), 18.
  11. Bindewald, Maik. "An Undiscovered State of Albrecht Dürer's Large Cannon, Art in Print Vol. 5 No. 5 (January-February 2016), 6

Σχετική βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Daniel Hopfer von Kaufbeuren, Meister zu Augsburg 1493-1536. Ed. Eyssen: Dissertation, Ruprecht-Karls-Universität, Heidelberg, 1904
  • Hollstein's German Engravings Etchings and Woodcuts 1400-1700. Vol. XV. A.L. Van Gendt B.V., Blaricum, 1986.
  • The Renaissance Print 1470-1550. David Landau and Peter Parchall. Yale University Press, 1994. (ISBN 0-300-06883-2)