Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νικηφόρος Κομνηνός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικηφόρος Κομνηνός
Γέννηση
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΑδέλφιαΜανουήλ Eρωτικός Κομνηνός[1]
ΟικογένειαΔυναστεία Κομνηνών
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός
Κατεπάνω

Ο Νικηφόρος Κομνηνός (περ. 970 – μετά 1026/7) ήταν Βυζαντινός στρατιωτικός ηγέτης υπό των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β΄ (βασ. 976-1025) και Κωνσταντίνου Η΄ (βασ. 1025-1028). Υπηρέτησε ως κυβερνήτης της αρμενικής περιφέρειας Βασπουρακάν, και είναι ένα από τα πρώτα γνωστά μέλη της οικογένειας των Κομνηνών, η οποία κυβέρνησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μεταξύ 1081-1185.

Ο Νικηφόρος Κομνηνός είναι ένα από τα πρώτα καταγεγραμμένα μέλη της Οικογένειας των Κομνηνών,[2] αλλά τίποτα δεν είναι γνωστό από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ή τη σχέση του με τον κύριο κλάδο της οικογένειας, η οποία τελικά ανήλθε στον θρόνο λίγο μετά τη δράση του. Ο Έλληνας λόγιος Κωνσταντίνος Βαρζός πρότεινε ότι γεννήθηκε περίπου το 970, και ότι ήταν ο μικρότερος αδερφός του πατριάρχη της δυναστείας των Κομνηνών, Μανουήλ Ερωτικού Κομνηνού, αλλά καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν μπορεί να επαληθευτεί.[3][4]

Ο Νικηφόρος αναφέρεται για πρώτη φορά σε ιστορική καταγραφή περίπου το 1022, λίγο μετά που ο Βασιλιάς του Βασπουρακάν, Σεναχειρήμ Ιωάννης (βασ. 1003-1021), ανίκανος να αντισταθεί στην πίεση των Μουσουλμάνων γειτόνων του, παρέδωσε το βασίλειό του στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄, με αντάλλαγμα μεγάλα κτήματα και τη διακυβέρνηση του Θέματος της Σεβαστείας.Ο Βασίλειος Β΄ αρχικά έδωσε τη νέα επαρχία («Ἀσπρακανία ή Βαασπρακανία») στον Βασίλειο Αργυρό, αλλά αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει σύντομα λόγω της ανικανότητάς του. Ο πρωτοσπαθάριος Νικηφόρος Κομνηνός επιλέχτηκε να διαδεχθεί τον Βασίλειο Αργυρό ως κυβερνήτης (στρατηγός ή κατεπάνω), και σύντομα κατάφερε να επιβάλει τη βυζαντινή εξουσία στη χώρα. Ο σύγχρονός του Αρμένιος ιστορικός Αριστάκης Λαστιβέρτσι καταγράφει ότι ο Νικηφόρος κατέλαβε το πριγκιπάτο της Άρζης στη βόρεια ακτή της Λίμνης Βαν, και την ενσωμάτωσε στην επαρχία του, αν και σύμφωνα με την αφήγηση του ομοίως σύγχρονου Άραβα Χριστιανού ιστορικού Γιαχία της Αντιόχειας, αυτό έγινε από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Βασίλειο.[4]

Ο Νικηφόρος Κομνηνός συνέχισε να υπηρετεί ως στρατηγός του Βασπουρακάν υπό τον αδελφό και διάδοχο του Βασιλείου Β',τον Κωνσταντίνο Η΄, αλλά το 1026 απολύθηκε λόγω υποψιών για σχεδιαζόμενη στάση, και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τυφλώθηκε.[4][5] Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν δυο διαφορετικές εκδοχές για τους λόγους της ανάκλησής του: ο Βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρει ότι ο Νικηφόρος απαίτησε γραπτή υπόσχεση πίστης προς το πρόσωπό του από τα στρατεύματά του, που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν εναντίον των γειτονικών Τούρκων ηγεμόνων, αλλά η οποία ερμηνεύτηκε από τον Κωνσταντίνο ως μια προσπάθεια ημιουργίας μια δύναμης προσωπικά πιστή στον Νικηφόρο.[4][5][6] Ενώ ο Σκυλίτζης θεωρεί τις εναντίον του Νικηφόρου κατηγορίες αβάσιμες και κατηγορεί τον υπερβολικά καχύποπτο Κωνσταντίνο,[7][8][9] ο Αριστάκης ισχυρίζεται ότι ο Νικηφόρος πράγματι είχε εμπλακεί σε προδοτικές συνομιλίες με τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Γεωργίας (βασ. 1014-1027), με στόχο είτε να ανακηρύξει τον εαυτό του αυτοκράτορα, ή να μετατρέψει το Βασπουρακάν σε ανεξάρτητο βασίλειο. Όταν ωστόσο τα στρατεύματα της Καππαδοκίας το ανακάλυψαν, συνέλαβαν τον Νικηφόρο και τον έστειλαν ως αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Κωνσταντίνος Η΄, μετά από προσεκτική εξέταση της υπόθεσης και πειθόμενος για την ενοχή του Νικηφόρου, τον τύφλωσε μαζί με οκτώ από τους συντρόφους του τον επόμενο χρόνο.[7][8]

Η μοίρα του μετά από αυτό, η ημερομηνία του θανάτου του, καθώς και η ύπαρξη απογόνων, είναι άγνωστα.[5]