Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μπρούνο του Άουγκσμπουργκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Μπρούνο του Άουγκσμπουργκ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση10ος αιώνας
Θάνατος1029[1] ή 23  Απριλίου 1029
Ρέγκενσμπουργκ
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακαθολικός ιερέας
καθολικός επίσκοπος[3]
Οικογένεια
ΓονείςΕρρίκος Β΄ ο Εριστικός[4] και Γκιζέλα της Βουργουνδίας[4]
ΑδέλφιαΕρρίκος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Γκίζελα της Ουγγαρίας
Brigitta of Bavaria
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαεπιχώριος επίσκοπος (1006–1029)[3][5][6]

O Μπρούνο (γερμ.: Bruno, περίπου 992 - 1029) ήταν χριστιανός επίσκοπος του Άουγκσμπουργκ. Προερχόταν από τον Οίκο των Οθωνιδών

Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Ερρίκου Β΄ του εριστικού δούκα της Βαυαρίας και της Ιουδήθ των Λεοπολδιδών, κόρης του Αρνούλφου δούκα της Βαυαρίας. Αδέλφια του ήταν ο Ερρίκος Β΄ της Γερμανίας ο άγιος και η Γκίζελα.

Ο Μπρούνο αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας ήτα μεγάλος θείος του. Ο Μπρούνο του Άουγκσμπουργκ έγινε μέλος του Συλλόγου (canon) του καθεδρικού του Ζίλντεσχαϊμ. Το 1003 υποστήριξε την εξέγερση του Ερρίκου του Σβάινφουρτ μαργράβου του Νόρντγκαου ενάντια στον βασιλιά Ερρίκο Β΄. Όταν το κίνημα απέτυχε, ο Μπρούνο διέφυγε στη Βοημία και στην Αυλή του Στεφάνου Α΄ της Ουγγαρίας, συζύγου της Γκίζελα. Με τη μεσολάβηση του Στεφάνου Α΄ συμφιλιώθηκε με τον αδελφό του Ερρίκο Β΄.

Υπηρέτησε ένα έτος καγκελάριος και μετά εκλέχθηκε επίσκοπος του Άουγκσμπουργκ το 1006/07. Ενθάρρυνε τον Στέφανο Α΄ να εκχριστιανίσει τους παγανιστές, που εξεγειρόταν. Υπό την διακυβέρνησή του η επισκοπή απέκτησε μεγάλη άιγλη: ο Μπρούνο αποκατέστησε κατεστραμμένες μονές, ίδρυσε την εκκλησία του Αγ. Μαυρικίου και το Σύλλογό της, τοποθέτησε Βενεδικτίνους στον Κολεγιακό ναό της Αγ. Άφρα και πρόσθεσε στις γαίες της επισκοπής την προσωπική του κληρονομιά, το Στράουμπινγκ.

Το 1029 απεβίωσε στο Ράτισμπον και τάφηκε στο ναό του Αγ. Μαυρικίου στο Άουγκσμπουργκ.

  • Gerd Tellenbach, The Church in Western Europe from the Tenth to the Early Twelfth Century, transl. Timothy Reuter, (Cambridge University Press, 1993), 55