Μεγάλη ανασκαφή των Δελφών
Η μεγάλη ανασκαφή των Δελφών συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα και αποκάλυψε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Εκεί που βρίσκεται σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών κατά την Οθωμανική περίοδο ήταν κτισμένο το χωριό Καστρί. Παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογική σημασία του χώρου ήταν γνωστή, ο οικιστικός χαρακτήρας της περιοχής δυσχέραινε τη διενέργεια συστηματικών ανασκαφών. Τα πενιχρά οικονομικά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους καθιστούσαν ανέφικτη σχεδόν την απαλλοτρίωση. Χρειάστηκε ένας καταστροφικός σεισμός το 1870 και η εκσυγχρονιστική πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη για να αποφασιστεί η μετατόπιση του χωριού σε άλλη θέση και η απαλλοτρίωση του χώρου με ξένη οικονομική ενίσχυση. Η "Μεγάλη Ανασκαφή" ξεκίνησε τελικά υπό την αιγίδα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών το 1892 και διήρκεσε μια δεκαετία, αποκαλύπτοντας το ιερό του Απόλλωνα, το ιερό της Αθηνάς Προναίας και άλλα σημαντικά κτίσματα.
Οι Δελφοί πριν την ανασκαφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών αποτέλεσε προορισμό πολλών περιηγητών στη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. Επάνω στα ερείπια είχε χτιστεί το χωριό Καστρί, όπου φιλοξενούνταν συχνά οι ταξιδιώτες. Αν και η θέση είχε ταυτιστεί με ασφάλεια, η απαλλοτρίωση ενός ολόκληρου χωριού για τη διενέργεια ανασκαφών ήταν ένα σχεδόν αδύνατο εγχείρημα με δεδομένα τα οικονομικά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μερικές δοκιμαστικές τομές είχαν γίνει το 1840 και το 1860. Το 1870 όμως ισχυρότατος σεισμός κατέστρεψε μεγάλο μέρος του χωριού. Ήδη το 1880 ο Bernard Haussoulier άρχισε ανασκαφές στη Στοά των Αθηναίων, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν συνεννοήσεις μεταξύ της ελληνικής και της γαλλικής κυβέρνησης για την διοργάνωση μιας μεγάλης κλίμακας ανασκαφής.
Η Μεγάλη Ανασκαφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κυβέρνηση Τρικούπη, που έβαλε την Ελλάδα σε τροχιά εξωστρέφειας και εκσυγχρονισμού, προώθησε την ελληνογαλλική συνεργασία με πιο εντατικούς ρυθμούς. Αφού απαλλοτριώθηκε ο χώρος και το χωριό Καστρί μετατοπίστηκε στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό των Δελφών, το 1892 ξεκίνησε υπό την αιγίδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών η “Μεγάλη Ανασκαφή” (La Grande Fouille). [1]
Στον χώρο εγκαταστάθηκε ένας μίνι-σιδηρόδρομος με βαγονέτα για την απομάκρυνση των αδρανών υλικών και υλοποιήθηκαν έργα υποδομής που θα διευκόλυναν το έργο των ανασκαφέων. Όταν πλέον ξεκίνησε η καθαυτό ανασκαφή ήταν προχωρημένος Οκτώβριος και γι' αυτό δεν διήρκεσε πολύ. Την επόμενη χρονιά η ανασκαφική περίοδος άρχισε τον Απρίλιο και έληξε το Νοέμβριο, φέρνοντας στο φως μεγάλο μέρος από τον Θησαυρό των Αθηναίων και αποκαλύπτοντας τον βράχο της Σίβυλλας και τον Βωμό των Χίων. Μέσα στα επόμενα χρόνια ήλθαν στο φως τα περισσότερα κτίσματα κατά μήκος της Ιεράς Οδού, αλλά και μοναδικά γλυπτά. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ανασκαφής ήταν η ανακάλυψη του Ηνίοχου, η αποκάλυψη του ανάγλυφου κίονα γνωστότερου ως “Οι τρεις χορεύτριες”, του Αγάλματος του Αντίνοου και των αρχαϊκών κούρων. Αφού ολοκληρώθηκε η αποκάλυψη των μνημείων του τεμένους του Απόλλωνα, οι ανασκαφείς προχώρησαν στην αποκάλυψη του Σταδίου και του Γυμνασίου. Τελευταία αποκαλύφθηκαν το 1900 τα κτίρια της “Μαρμαριάς”, δηλαδή το τέμενος της Αθηνάς Προναίας με τους ναούς και τους θησαυρούς του.
Πρωταγωνιστές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διευθυντής της "Μεγάλης Ανασκαφή"ς ήταν ο Γάλλος αρχαιολόγος Theophile Homolle. Εργάστηκαν επί σειρά ετών όμως και άλλα μεγάλα ονόματα της Γαλλικής αρχαιολογίας, όπως ο αρχιτέκτονας A. Tournaire, στον οποίο οφείλουμε τα πρώτα λεπτομερή κσχέδια των μνημείων, ο Henri Corvet, επικεφαλής των εργοταξίων, o P. Perdrizet, αλλά και ερευνητές όπως ο Th. Reinach και ο H. Weil, που επιδόθηκαν στη μελέτη και ανάδειξη του επιγραφικού υλικού. Φυσικά και Έλληνες αρχαιολόγοι συνέδραμαν τη γαλλική ομάδα ή επισκέφθηκαν το χώρο των ανασκαφών για κάποιο διάστημα.
Η έκθεση των ευρημάτων: Το πρώτο Μουσείο των Δελφών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 2 Μαϊου 1903 η “Μεγάλη Ανασκαφή" ολοκληρώθηκε και έγιναν τα εγκαίνια του μουσείου που θα φιλοξενούσε τα ευρήματα, με την παρουσία του Υπουργού Παιδείας της Γαλλίας και πλήθος επισήμων. Η ανέγερσή του χρηματοδοτήθηκε από το καταπίστευμα του Ανδρέα Συγγρού και τα σχέδια έγιναν από τον Α. Tournaire. Τα εκθέματα, ιδιαίτερα τα αρχιτεκτονικά γλυπτά, συμπληρώνονταν από γύψινα εκμαγεία τμημάτων των κτιρίων στα οποία ανήκαν. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τριάντα χρόνων, στους Δελφούς δραστηριοποιήθηκαν πολλοί σημαντικοί Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι και ερευνητές, όπως ο Κεραμόπουλος, ο Γιάννης Μηλιάδης[2] και ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος, o H. Van Effenterre, o J. Jannoray, o Georges Daux αλλά και ο ευπατρίδης Pierre de la Coste Messelière. Οι αρχαιολόγοι αυτοί συνέχισαν να μελετούν το υλικό και κατέληξαν αρκετά συχνά σε νέα συμπεράσματα. Τελικά άρχισαν να ασκούν πιέσεις για τη δημιουργία νέου μουσείου και για την υιοθέτηση άλλης μουσειολογικής προσέγγισης.
Ανακάλυψη του αποθέτη της Ιεράς Οδού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το νέο μουσείο οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1935-1939. Την τελευταία χρονιά μια μεγάλη ανακάλυψη έμελλε να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον των ερευνητών: κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης της Ιεράς Οδού ανακαλύφθηκε ένας αποθέτης στον οποίο είχαν ενταφιαστεί φθαρμένα και κατεστραμμένα αναθήματα, τα οποία απαγορευόταν να καταστραφούν ή να ανακυκλωθούν, καθώς θεωρούνταν ιερά. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονταν τμήματα χρυσελεφάντινων αγαλμάτων (η τριάδα Απόλλωνας, Άρτεμις, Λητώ), ο αργυρός ταύρος και τα χάλκινα ειδώλια των αθλητών και του αυλητή, μαζί με το αριστουργηματικό θυμιατήριο με τη μορφή της πεπλοφόρου. Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου πολέμου ανάγκασε τους αρχαιολόγους να σταματήσουν τις εργασίες: τα νέα ευρήματα, μαζί με μέρος των εκθεμάτων του μουσείου μεταφέρθηκαν σε ασφαλές μέρος στην Αθήνα, ενώ το ίδιο το μουσείο δεν άνοιξε για το κοινό, παρά μόνο σχεδόν δυο δεκαετίες αργότερα.
Νεότερες ανασκαφές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ στις αρχικές ανασκαφές προτεραιότητα δινόταν στις αρχαϊκές και κλασικές αρχαιότητες, οι συνεχιζόμενες έρευνες στη μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες άρχισαν να στρέφονται ολοένα και περισσότερο στην αποκάλυψη των υστερορωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών Δελφών. Έτσι έγινε κατανοητό ότι ο χώρος δεν εγκαταλείφθηκε απότομα, αλλά συνέχισε να ανθεί ως τον 7ο αιώνα, αν και ο χαρακτήρας του δεν ήταν πια λατρευτικός παρά κυρίως βιοτεχνικός και οικιστικός. Ανασκάφηκαν επαύλεις και ιδιωτικές οικίες με τρικλίνια, ενώ αποκαλύφθηκαν και εργαστήρια, ιδίως κεραμικής.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ http://www.ressources-en-ligne.efa.gr/Delphes/Delphes/[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Μηλιάδης, Γιάννης (1930). Δελφοί (Ιστορία, Ερείπια, Έργα Τέχνης). Αθήνα: Βιβλιοπωλείο Μ. Σ. Ζηκάκη.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bommelaer, J.-F. (1992). Delphes :. centenaire de la "grande fouille" realisee par l'Ecole francaise d'Athenes, 1892-1903 : actes du colloque Paul Perdrizet, Strasbourg 6-9 novembre 1991. Leiden.
- Jacquemin, J. (2000). Delphes : Cent ans après la grande fouille: essai de bilan: actes du colloque international organisé par l'École Française d'Athènes, Athènes-Delphes, 17-20 septembre 1992. Athènes.
- Hellman, M.-C., Skorda, D. (et al.) (1992). La redecouverte de Delphes. Paris.