Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κλέοβις και Βίτων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κλέοβις και Βίτων
Ο Κλέοβις και ο Βίτων.
ΟνομασίαΚλέοβις και Βίτων
Είδοςάνθρωποι
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Στην ελληνική μυθολογία, ο Κλέοβις και ο Βίτων ήταν γιοι της ιέρειας Κυδίππης στο Άργος.

Ο Βίτων και ο αδελφός του Κλέοβις, κατά τον Ηρόδοτο[1], ζεύθηκαν την άμαξα της μητέρας τους και ιέρειας της Ήρας, Κυδίππης, επειδή τα άλογά της προχωρούσαν υπερβολικά αργά ή διότι οι δύο λευκοί ταύροι που περίμενε για να σύρουν την άμαξα δεν έρχονταν και οδήγησαν τη μητέρα τους στον ναό. Η μητέρα των δύο ευσεβών νέων φτάνοντας στο ιερό, βαθιά συγκινημένη, ζήτησε από τη θεά να χαρίσει στα τέκνα της ευτυχισμένο («μακαριώτερον») θάνατο (στην αρχαία Ελλάδα θεωρούσαν τον μακάριο θάνατο θεϊκή ανταμοιβή για τους θνητούς). Ύστερα, αφού δείπνησαν και θυσίασαν, τα δύο παιδιά έπεσαν κουρασμένοι από την ηρωική τους πράξη να κοιμηθούν μες στο ιερό της Ήρας, όπου και ξεψύχησαν.

Κατά αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την παράδοση, ο Κλέοβις και ο Βίτων κέρδισαν μέσω του θανάτου τους την αθανασία και την αιώνια υστεροφημία για την ευσέβεια και την αγάπη που επέδειξαν προς την μητέρα τους.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

[Ηρόδοτος-Ἱστορίαι ] [1.31.1] ὡς δὲ τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον εἴπας πολλά τε καὶ ὄλβια, ἐπειρώτα τίνα δεύτερον μετ᾽ ἐκεῖνον ἴδοι, δοκέων πάγχυ δευτερεῖα γῶν οἴσεσθαι. ὁ δὲ εἶπε· Κλέοβίν τε καὶ Βίτωνα.[1.31.2] τούτοισι γὰρ ἐοῦσι γένος Ἀργείοισι βίος τε ἀρκέων ὑπῆν καὶ πρὸς τούτῳ ῥώμη σώματος τοιήδε· ἀεθλοφόροι τε ἀμφότεροι ὁμοίως ἦσαν, καὶ δὴ καὶ λέγεται ὅδε [ὁ] λόγος· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι ἔδεε πάντως τὴν μητέρα αὐτῶν ζεύγεϊ κομισθῆναι ἐς τὸ ἱρόν, οἱ δέ σφι βόες ἐκ τοῦ ἀγροῦ οὐ παρεγίνοντο ἐν ὥρῃ· ἐκκληιόμενοι δὲ τῇ ὥρῃ οἱ νεηνίαι ὑποδύντες αὐτοὶ ὑπὸ τὴν ζεύγλην εἷλκον τὴν ἅμαξαν, ἐπὶ τῆς ἁμάξης δέ σφι ὠχέετο ἡ μήτηρ, σταδίους δὲ πέντε καὶ τεσσεράκοντα διακομίσαντες ἀπίκοντο ἐς τὸ ἱρόν.[1.31.3] ταῦτα δέ σφι ποιήσασι καὶ ὀφθεῖσι ὑπὸ τῆς πανηγύριος τελευτὴ τοῦ βίου ἀρίστη ἐπεγένετο, διέδεξέ τε ἐν τούτοισι ὁ θεὸς ὡς ἄμεινον εἴη ἀνθρώπῳ τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν. Ἀργεῖοι μὲν γὰρ περιστάντες ἐμακάριζον τῶν νεηνιέων τὴν ῥώμην, αἱ δὲ Ἀργεῖαι τὴν μητέρα αὐτῶν, οἵων τέκνων ἐκύρησε.[1.31.4] ἡ δὲ μήτηρ περιχαρὴς ἐοῦσα τῷ τε ἔργῳ καὶ τῇ φήμῃ, στᾶσα ἀντίον τοῦ ἀγάλματος εὔχετο Κλεόβι τε καὶ Βίτωνι τοῖσι ἑωυτῆς τέκνοισι, οἵ μιν ἐτίμησαν μεγάλως, τὴν θεὸν δοῦναι τὸ ἀνθρώπῳ τυχεῖν ἄριστόν ἐστι.[1.31.5] μετὰ ταύτην δὲ τὴν εὐχὴν ὡς ἔθυσάν τε καὶ εὐωχήθησαν, κατακοιμηθέντες ἐν αὐτῷ τῷ ἱρῷ οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν, ἀλλ᾽ ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο. Ἀργεῖοι δέ σφεων εἰκόνας ποιησάμενοι ἀνέθεσαν ἐς Δελφοὺς ὡς ἀνδρῶν ἀρίστων γενομένων.'[2]

[Ηρόδοτος-Ἱστορίαι][1.31.1]Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος τώρα ρωτούσε ποιόν έβρισκε ο Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα πως τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε βέβαια ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε: «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα.[1.31.2] Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη τέτοιας λογής· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό.[1.31.3] Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά.[1.31.4] Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο.[1.31.5]Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν πια, αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».

Η ταύτιση με τους Κούρους των Δελφών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα δύο περίφημα αγάλματα του Κλέοβη και του Βίτωνα.

Οι συμπολίτες τους, για να τιμήσουν τους δύο άνδρες, απέστειλαν δύο αφιερωματικούς ανδριάντες στους Δελφούς, έργα του Αργείου γλύπτη Πολυμήδη. Οι δύο κούροι χρονολογούνται γύρω στο 610 π.Χ., έχουν ύψος σχεδόν δύο μέτρων και είναι κατασκευασμένοι από παριανό μάρμαρο. Αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής και αλλά και των αργείτικων εργαστηρίων της ίδιας περιόδου.[1]

Σύμφωνα με άλλη, επικρατέστερη άποψη όμως [3], οι συγκεκριμένοι κούροι είναι αφιερωμένοι στους Διόσκουρους, Κάστορα και Πολυδεύκη, η λατρεία των οποίων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη εκείνη την περίοδο στην Πελοπόννησο.[4]

  • Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969
  • Ροζίνα Κολώνια, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, Αθήνα, Υπουργείου Πολιτισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, 2009.
  • Πάνος Βαλαβάνης, Ιερά και Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα. Ολυμπία – Δελφοί – Ίσθμια – Νέμεα – Αθήνα, Αθήνα, 2004.






Έκθεση φωτογραφιών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

|

  1. 1,0 1,1 «Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού: Μόνιμη Έκθεση Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών - Κλέοβις και Βίτων». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2015. 
  2. από τη Βικιθήκη - Ηρόδοτος-Ἱστορίαι, Κλειώ
  3. Vatin, Cl., Monuments votifs de Delphes, BCH 106, 1982, 509-525
  4. Ροζίνα Κολώνια, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, Αθήνα, Υπουργείου Πολιτισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, 2009, 18 – 20