Κιτροβακτηρίδιο
Κιτροβακτηρίδιο | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
|
Τα κιτροβακτηρίδια (Citrobacter spp.) είναι δυνητικά αναερόβιοι, αρνητικοί κατά Gram βάκιλοι. Είναι βακτήρια που ζουν στο περιβάλλον και συχνά ανευρίσκονται στο έδαφος, το νερό και ως φυσιολογική χλωρίδα στο κατώτερου πεπτικό σύστημα ανθρώπων και ζώων. Συγγενεύουν με τις σαλμονέλες και τις αριζόνες. Ανευρίσκονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη. Ορισμένα στελέχη είναι κινητά καθώς διαθέτουν περίτριχα.[2] [3] [4]
Ιστορικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μία εργασία του 1928 που αναφερόταν σε έναν καινούριο οργανισμό, Bacterium freund, ήταν η αρχική περιγραφή του μικροοργανισμού που το 1932 ταξινομήθηκε ως το γένος των Citrobacter. Εκείνη τη περίοδο το γένος αυτό μετρούσε εφτά είδη περιλαμβανομένων των C.freundii και C. diversum (μετονομάστηκε σε C. diversus). Πληθώρα ονομάτων γενών χρησιμοποιούνταν για να περιγραφούν αυτά τα βακτήρια, για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, περιλαμβανομένων των Colobactrum, Escherichia, Salmonella, Arizona και άλλα. Για αρκετό καιρό αυτοί οι μικροοργανισμοί είχαν ταξινομηθεί ως τμήμα του Bethesda – Ballerup groups των βακτηριδίων. Αυτή η ταξινόμηση συνεχίστηκε μέχρι να μην έχει πια πρακτική χρησιμότητα. Τα προβλήματα ταξινόμησης συνεχίστηκαν και στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, όπου ακόμα δεν είχαν ταξινομηθεί τρία είδη. Σήμερα η πλήρης ταξινόμηση των ειδών του κιτροβακτηριδίου έχει επιτευχθεί, μετρώντας έντεκα διαφορετικά είδη.
Είδη κιτροβακτηριδίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Citrobacter amalonaticus
- Citrobacter braakii
- Citrobacter farmeri
- Citrobacter freundii
- Citrobacter gillenii
- Citrobacter koseri (diversus)
- Citrobacter murliniae
- Citrobacter rodentium
- Citrobacter sedlakii
- Citrobacter werkmanii
- Citrobacter youngae [5]
Κλινικές εκδηλώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα κιτροβακτηρίδια είναι υπεύθυνα για ενδονοσοκομιακές λοιμώξεις και είναι ικανά να προκαλέσουν λοιμώξεις στο ουροποιητικό και αναπνευστικό σύστημα, καθώς και σηψαιμία σε ασθενείς με προδιαθεσικούς παράγοντες. Επίσης μηνιγγίτιδα, σηψαιμία και λοιμώξεις του αναπνευστικού σε νεογνά και παιδιά. Τα κυριότερα και πιο παθογόνα είδη των κιτροβακτηριδίων είναι το Citrobacter freundii και Citrobacter koseri ή αλλιώς Citrobacter diversus. Το βακτηρίδιο C. freundii είναι ικανό να προκαλέσει λοιμώξεις σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, προσβάλλοντας το ήπαρ , τη χολή και το πάγκρεας. Η πιο σημαντική λοίμωξη που μπορούν να προκαλέσουν αυτά τα δύο είδη των κιτροβακτηριδίων και κυρίως το C. koseri, είναι η νεογνική μηνιγγίτιδα η οποία έχει συνδεθεί με υψηλά ποσοστά αποστημάτων του εγκεφάλου, με περιστατικά θανάτου καθώς και πρόκληση πνευματικής διαταραχής σε νεογνά που επιβίωσαν από τη λοίμωξη αυτή. Παρόλα αυτά, η ποιο κοινή αιτία νεογνικής μηνιγγίτιδας αποτελούν τα βακτήρια Escherichia coli και οι στρεπτόκοκκοι της ομάδας Β. Τέλος έχουν αναφερθεί περιστατικά εκδήλωσης αποστημάτων και ενδοφθαλμίτιδας που αποδίδονται στο C. koseri. [6] [7] [8]
Ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ηρακλείου της Κρήτης και κατά την περίοδο 1994 έως 2006, σε εβδομήντα εννέα ασθενείς εκ των οποίων οι εβδομήντα ήταν ενήλικες, διαγνώστηκε λοίμωξη από Citrobacter spp. Λοίμωξη από C. freundii ήταν η ποιο συχνή (71,8%) ακολουθούσε το C. koseri (23,1%) και το C. braakii (3,8%). Το πιο κοινό κλινικό σύνδρομο ήταν λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (52,6% των περιπτώσεων, περιλαμβανομένων και οχτώ περιπτώσεων με ασυμπτωματική βακτηριουρία) επίσης λοιμώξεις της κοιλιακής χώρας (14,1%) , λοιμώξεις χειρουργημένων σημείων (7,7% , λοιμώξεις του δέρματος και μαλακών ιστών (6,4%) και λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος (6,4%). Το 29, 5% των ασθενών που προσβλήθηκαν από το Citrobacter spp. σχετιζόταν με πολυμικροβιακές λοιμώξεις, σε σημεία διαφορετικά από του ουροποιητικού συστήματος. Ένας ασθενής πέθανε κατά τη διάρκεια νοσηλείας του. Τέλος η χρόνος νοσηλείας των ασθενών με πολυμικροβιακές λοιμώξεις ήταν κατά πολύ αυξημένος σε σχέση με ασθενείς που έφεραν μονομικροβιακή λοίμωξη.[9]
Μορφολογία και αντιγόνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως αναφέρθηκε τα Κιτροβακτηρίδια είναι Gram αρνητικοί βάκιλοι, έχουν σχήμα ραβδίου και μέγεθος περίπου 1-5 μm. Διαθέτουν ένα λεπτό βλεννώδες στρώμα στο εξωτερικό του κυτταρικού τοιχώματος που ονομάζεται έλυτρο. Σαν Gram αρνητικό βακτηρίδιο, διαθέτει κυτταροπλασματική μεμβράνη, μία λεπτή στιβάδα πεπτιδογλυκάνης (σχηματίζεται από επαναλαμβανόμενα μόρια Ν-ακετυλο-γλυκοζαμινης και Ν-ακετυλο-μουραμικού οξέος) και ενδιάμεσα τους βρίσκεται ο περιπλασματικός χώρος. Εξωτερικά της λεπτής στιβάδας πεπτιδογλυκάνης υπάρχει η εξωτερική μεμβράνη. Στην εξωτερική μεμβράνη υπάρχουν τα περίτριχα, δηλαδή βλεφαρίδες σε όλη την εξωτερική επιφάνεια του βακτηριδίου, που του παρέχουν κινητικότητα. Τα κιτροβακτηρίδια που είναι ικανά να προκαλέσουν λοιμώξεις διαθέτουν τα αντιγόνα Η, Κ και Ο επίσης μπορούν να παράγουν ενδοτοξίνες. Το αντιγόνο Η αποτελεί το βλεφαριδικό αντιγόνο, το αντιγόνο Ο είναι το σωματικό αντιγόνο που είναι πολυσακχαρίτης του λιποπολυσακχαρίτου της εξωτερικής στιβάδας και το αντιγόνο Κ είναι το αντιγόνο του ελύτρου του βακτηριδίου.[10]
Εργαστηριακή διάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εργαστηριακή διάγνωση μπορεί να πραγματοποιηθεί αρχικά με χρώση Gram και μικροσκόπηση. Η εικόνα που θα εμφανίζουν τα κιτροβακτηρίδια κατά την μικροσκόπηση είναι κόκκινα ραβδία (καθώς έχουν βαφτεί από τη σαφρανίνη της χρώσης Gram) με βλεφαρίδες. Ακολουθεί καλλιέργεια και βιοχημικές δοκιμασίες. Η καλλιέργεια πραγματοποιείται συνήθως σε McConkey άγαρ και σε αιματούχο άγαρ. Μπορεί να γίνει και σε άλλα καλλιεργητικά υλικά όπως XLD και TCBC (thiosulfate-citrate-bile salts-sucrose agar). Ως αναφορά τις βιοχημικές διεργασίες για την ταυτοποίηση τους, καταβολίζουν τη γλυκόζη, είναι οξειδάση αρνητικοί, καταλάση θετικοί, αποκαρβοξυλιώνουν τη λυσίνη, ζυμώνουν βραδέως τη λακτόζη και δίνουν θετική την αντίδραση των κιτρικών. Επίσης το C. freundii είναι H2S θετικό ενώ το C. koseri είναι H2S αρνητικό. Για περαιτέρω ταυτοποίηση χρησιμοποιούνται μοριακές τεχνικές όπως η PCR.
Θεραπεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για την θεραπεία των λοιμώξεων από κιτροβακτηρίδια συνήθως χρησιμοποιούνται γενταμικίνη, κιπροφλοξακίνη ή κεφαλοσπορίνη τρίτης γενιάς. Επίσης το C. freundii είναι ευαίσθητο στις αμινογλυκοσίδες σε αντίθεση με το C. koseri.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ . Skerman V, McGowan V, Sneath Ρ. Approved Lists of Bacterial Names. 1989.Washington DC , ISBN 978-1-55581-014-6.
- ↑ Shih-Yi Lin, Mao-Wang Ho, Ya-Fei Yang, Jiung-Hsiun Lin, I-Kuan Wang, Shin-Huang Lin,Chiu-Ching Huang. Abscess caused by Citrobacter koseri Infection : Three case Reports and Literature Review. International Medicine 2011;50:1333-1337.
- ↑ Terence I. Doran. The role of Citrobacter in clinical Disease of children: Review. Clinical Infection Disease. 1999;28/2:384-94.
- ↑ Πογγας Ν. Ιατρική Μικροβιολογία Ι Βακτηριολογία. Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ 2008. Αθήνα, ISBN 978-960-210-536-8.
- ↑ http://www.bacterio.cist.fr[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ University of Texas Medical Branch at Galveston. Medical Microbiology 4th edition , Samuel Baton 1996. Texas, ISBN 0-9631172-1-1.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ Endo Chiu CH, Peng MY, Wang YC, Chang FY. Endogenus endophthalmitis caused by Citrobacter koseri. The American journal of medical science 2009;09/12: 338(6):509-10.
- ↑ Samonis G, Karageorgopoulos DE, Matthaiou DE, Sidiropoulou V, Maraki S,Falagas ME. Citrobacter infections in a general hospital: Characteristics and outcomes. European Journal of clinical microbiology and infectious diseases 2009;09/1:28(1):61-8.
- ↑ John Spicer W. Βακτηριολογία Μυκητολογία Παρασιτολογία. Εκδόσεις Παρισιανού Α.Ε 2009. Αθήνα, ISBN 978-960-394-616-8.