Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ζίγκφριντ (όπερα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζίγκφριντ
ΤίτλοςSiegfried[1]
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης19ος αιώνας
Μορφήόπερα
Βασίζεται σεσκανδιναβική μυθολογία
ΧαρακτήρεςSiegfried[2][3], Brünnhilde[2][3], Alberich[3], Erda[2][3], Fafner[2][3], Mime[2][3], Waldvogel (the woodbird)[2][3] και Wotan (disguised as The Wanderer)[2][3]
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Για τον ομώνυμο Βίκινγκ, δείτε: Ζίγκφρηντ.
Ο ήρωας Ζίγκφριντ όπως απεικονίζεται σε πίνακα του Ferdinand Leeke.

Η όπερα Ζίγκφριντ (γερμ. Siegfried) είναι το τρίτο μέρος της τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 16 Αυγούστου του 1876, στην όπερα του Μπαϊρόιτ.

Ο Heinrich Gudehus (1845-1909) ως Ζίγκφριντ, κατασκευάζοντας το σπαθί του.
Ο Ζίγκφριντ στην σπηλιά του Μίμε σμιλεύει το σπαθί του.

Στη σπηλιά ενός δάσους, ο νάνος Μίμε, μεγαλώνει τον Ζίγκφριντ, τον οποίο έχει αναθρέψει προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει στα μυστικά του σχέδιά να αποκτήσει το Δαχτυλίδι. Ο Ζίγκφριντ μην ξέροντας για όλα αυτά είναι πολύ δυσαρεστημένος από την συνεχώς άκαρδη συμπεριφορά του πατριού του και δεν τον σέβεται ούτε και του έχει καθόλου εμπιστοσύνη. Μια μέρα, όταν ο Ζίγκφριντ επιστρέφει στο σπίτι, βρίσκει τον νάνο να εργάζεται για την κατασκευή ενός σπαθιού, το οποίο όμως δεν είναι καθόλου γερό. Εξοργισμένος, και μόνο με τα χέρια κάνει το σπαθάκι κομμάτια. Λόγο με το λόγο εμπλέκει τον Μίμε σε μία λογομαχία ζητώντας του επίμονα πληροφορίες για την καταγωγή του καθώς δεν πιστεύει πως αποτελεί δικό του γόνο. Ο Μίμε αρχικά προσποιείται όπως πάντα ότι είναι ο πατέρας του και τον αγαπάει πολύ, υποκύπτει όμως στην πίεση και άθελά του ομολογεί την αλήθεια, πως αποτελεί γιο της Ζιγκλίντε. Καθώς ο Ζίγκφριντ του ζητάει αποδείξεις, ο Μίμε του επιδεικνύει τα θραύσματα του σπαθιού («Νότουνγκ») του Ζίγκμουντ, τα οποία ο Ζίγκφριντ απαιτεί να συναρμολογήσει για την αποκατάσταση του σπαθιού. Ο Ζίγκφριντ αναχωρεί.

Ο Μίμε βρίσκεται σε απόγνωση καθώς του είναι αδύνατο να συνθέσει ξανά το σπαθί. Ένας ηλικιωμένος άνδρας, που είναι στην πραγματικότητα ο Βόταν μεταμφιεσμένος, εμφανίζεται ξαφνικά στη σπηλιά του. Μαζί θέτουν ένα στοίχημα, στα πλαίσια του οποίου θα πρέπει ο καθένας να απαντήσει σε τρεις ερωτήσεις του άλλου και με τον νικητή να κερδίζει τελικά το κεφάλι του χαμένου. Ο Μίμε ρωτά τον επισκέπτη του να ονοματίσει τις φυλές που κατοικούν κάτω από τη γη, στην επιφάνεια της και στους ουρανούς, για να λάβει τις ορθές απαντήσεις από τον Βόταν, οι Νιμπελούνγκεν, οι Γίγαντες και οι Θεοί αντίστοιχα. Όταν έρχεται η σειρά του Βόταν, στην ερώτησή του ποιος μπορεί να αποκαταστήσει το σπαθί «Νότουνγκ», ο Μίμε αποτυγχάνει να απαντήσει. Ο Βόταν του αποκαλύπτει πως η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «αυτός που δεν γνωρίζει φόβο», στον οποίο ο Βόταν παραχωρεί το τρόπαιό του, δηλαδή το κεφάλι του Μίμε. Ο Βόταν αναχωρεί. Η απόγνωση του Μίμε έχει φτάσει στο αποκορύφωμα.

Ο Ζίγκφριντ επιστρέφει στην σπηλιά και ο Μίμε αντιλαμβάνεται πως δεν του έχει διδάξει μέχρι εκείνη τη στιγμή τον φόβο και αποφασίζει να τον οδηγήσει στον Φάφνερ, που είναι μεταμορφωμένος σε δράκο και προστατεύει το Δαχτυλίδι. Ο Ζίγκφριντ δέχεται, αλλά πρώτα φροντίζει να κατασκευάσει ο ίδιος το σπαθί «Nothung» αφου έλιωσε το μέταλλο όλο και το σφυρηλάτησε από την αρχή. Ο Μίμε βρίσκεται σε δίλημμα καθώς ο Ζίγκφριντ πρέπει να διαθέτει το σπαθί ώστε να εξουδετερώσει τον Φάφνερ, ωστόσο εφόσον είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να το κατασκευάσει, τότε σύμφωνα με τον Βόταν, θα είναι και εκείνος που θα τον σκοτώσει. Αποφασίζει λοιπόν να δηλητηριάσει τον Ζίγκφριντ μετά την αναμέτρησή του με τον γίγαντα Φάφνερ. Την ώρα λοιπόν που ο Ζίγκφριντ έφτιαχνε το σπαθί, ο Μίμε έφτιαχνε το δηλητήριο.

Στην είσοδο της σπηλιάς του δράκου Φάφνερ, βρίσκεται ο Άλμπεριχ, περιμένοντας να εξουδετερωθεί ώστε να διεκδικήσει το Δαχτυλίδι και το μαγικό κράνος (Tarnhelm). Εμφανίζεται επίσης ο Βόταν, με την μορφή ηλικιωμένου άνδρα, τον οποίο όμως αναγνωρίζει ο Άλμπεριχ, στον οποίο αποκαλύπτει τα σχέδια του Μίμε. Ο Άλμπεριχ ειδοποιεί τον Φάφνερ πως ο ήρωας Ζίγκφριντ σκοπεύει να τον σκοτώσει, προτείνοντας του να του παραδώσει τους θησαυρούς του, ωστόσο εκείνος αρνείται και ο Άλμπεριχ αναχωρεί υποσχόμενος εκδίκηση για την αλαζονεία των θεών.

Στη σπηλιά καταφθάνουν ο Ζίγκφριντ και ο Μίμε. Καθώς αναμένουν την εμφάνιση του Φάφνερ, ο Ζίγκφριντ ενθουσιάζεται από τον ήχο ενός πουλιού του δάσους, τον οποίο προσπαθεί και να μιμηθεί, χωρίς επιτυχία. Στην αναμέτρησή του με τον Φάφνερ, ο Ζίγκφριντ αναδεικνύεται νικητής και σκοτώνει τον Φάφνερ, ενώ τα χέρια του γεμίζουν με το αίμα του γίγαντα, το οποίο και γεύεται. Τότε με μαγικό τρόπο αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη γλώσσα του πουλιού του δάσους που είχε νωρίτερα παρατηρήσει και ακολουθώντας τις οδηγίες του παίρνει στα χέρια του το Δαχτυλίδι και το μαγικό κράνος. Ο Μίμε επανεμφανίζεται και προσφέρει στον Ζίγκφριντ το δηλητήριο, ωστόσο υπό την μαγική επήρεια του αίματος του Φάφνερ, ο Ζίγκφριντ αντιλαμβάνεται τα σχέδια του Μίμε και τον σκοτώνει. Το πουλί του δάσους τραγουδά για μία γυναίκα (Μπρύνχιλντε) που είναι αποκλεισμένη από μία μαγική φωτιά, την οποία ο Ζίγκφριντ ξεκινά να επισκεφτεί.

Ο Βόταν εμφανίζεται κοντά στο σημείο που βρίσκεται η Μπρουχίλντα και ζητά τη συμβουλή της Έρντα, η οποία όμως αδυνατεί να τον βοηθήσει. Ο Βόταν την πληροφορεί πως δεν φοβάται πλέον το τέλος των θεών αντίθετα το επιθυμεί. Ο Ζίγκφριντ καταφθάνει στο ίδιο σημείο και δέχεται μία προειδοποίηση από τον Βόταν, σχετικά με το εγχείρημά του να απελευθερώσει τη Μπρύνχιλντρ, στην οποία αποκρίνεται με αλαζονεία. Ο Βόταν τον εμποδίζει να συνεχίσει την πορεία του με την λόγχη του, την οποία όμως σπάει ο Ζίγκφριντ με το σπαθί του, καθιστώντας τον πλέον αδύναμο και αφήνοντας τον κόσμο ανυπεράσπιστο στην κατάρα του δαχτυλιδιού.

Ο Ζίγκφριντ φθάνει στο σημείο που βρίσκεται η Μπρουχίλντα, στο μέσο ενός πύρινου κλοιού. Αρχικά σχηματίζει την εντύπωση πως πρόκειται για άνδρα πολεμιστή, ωστόσο σύντομα αντιλαμβάνεται πως είναι μία γυναίκα. Κάτω από το βάρος ενός πρωτόγνωρου φόβου, ο Ζίγκφριντ δεν γνωρίζει πως να αφυπνίσει τη Μπρουχίλντα και τελικά τη φιλά. Εκείνη ξυπνά και αν και είναι διστακτική στην αρχή, τελικά ανταποκρίνεται στον έρωτα του Ζίγκφριντ και αποκηρύσσει τον κόσμο των θεών.

Μυθολογικό υπόβαθρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λιμπρέτο του Βάγκνερ για την όπερα του Ζίγκγριντ βασίζεται με μικρές αποκλίσεις στην Σκανδιναβική μυθολογία και ειδικότερα στα κείμενα του κύκλου Βόλσουνγκ και των Έντα. Ο κεντρικός χαρακτήρας του ήρωα Ζίγκφριντ εμφανίζεται σε αυτά με το όνομα Ζίγκουρντ (Sigurd). Το όνομα Ζίγκφριντ προέρχεται από το γερμανικό έπος των Νιμπελούνγκεν όπου ο ομώνυμος ήρωας είναι γιος του Ζίγκμουντ και της Ζιγκλίντε.

  1. Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 93. Ανακτήθηκε στις 20  Οκτωβρίου 2021.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Ανακτήθηκε στις 25  Απριλίου 2019.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Ανακτήθηκε στις 9  Μαΐου 2019.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]